του Niall Ferguson*
Πριν από εκατό χρόνια, ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος έμπαινε στην τελική του φάση. Η τελευταία απελπισμένη προσπάθεια των Γερμανών να αποκτήσουν ένα αποφασιστικό πλεονέκτημα στο δυτικό μέτωπο κατέρρεε. Το καλοκαίρι του 1918 θα έκρινε τη μάχη, καθώς ο Βρετανικός Στρατός εξαπέλυσε μια επίθεση που θα αποδεικνυόταν νικηφόρα.
Κανείς, ούτε στο Βερολίνο ούτε στο Λονδίνο, δεν είχε προετοιμαστεί για το ξόδεμα τόσου αίματος και χρήματος σε τέσσερα χρόνια εκβιομηχανισμένης σφαγής. Όπως έγραψα πριν από 20 χρόνια στο βιβλίο μου «The Pity of War», ο Α΄Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν κατά πάσα πιθανότητα το μεγαλύτερο λάθος στη σύγχρονη ιστορία.
Οι ιστορικοί αναζητούν συχνά τις ρίζες του αγγλογερμανικού ανταγωνισμού στα γεγονότα των δεκαετιών του 1890 και 1900. To αφήγημα πηγαίνει κάπως έτσι. Η γερμανική οικονομία υπερτερούσε της βρετανικής οικονομίας, κάτι που φαινόταν στην επιγραφή “Made in Germany” σε όλο και περισσότερα εισαγόμενα προϊόντα. Η Γερμανία είχε επίσης αυτοκρατορικές φιλοδοξίες, αποκτώντας αποικίες στην Ασία και την Αφρική. Και κατασκεύαζε έναν στόλο με προφανή στόχο να ανταγωνιστεί το Βασιλικό Ναυτικό.
Οσο η οικονομία τους ευδοκιμούσε, τόσο οι Γερμανοί θεωρούσαν το πολιτικό τους σύστημα – όπου το κοινοβούλιο είχε πολύ μικρότερη δύναμη από το βρετανικό ισοδύναμό του και ο μονάρχης πολύ περισσότερη δύναμη – ανώτερο. Τα υλικά τους επιτεύγματα τόνωναν έναν εθνικισμό που είχε ήδη βαθιές ρίζες. Η δημιουργία μιας Παγγερμανικής Ενωσης είχε στόχο την προώθηση μιας μεγαλύτερης γερμανικής εδαφικής επέκτασης.
Το αποτέλεσμα ήταν η Βρετανία και η Γερμανία να ακολουθήσουν το αρχαίο παράδειγμα της Σπάρτης και της Αθήνας: η απερχόμενη δύναμη και η ανερχόμενη δύναμη κατέληξαν να πολεμήσουν μεταξύ τους. Ο πολιτικός επιστήμονας του Χάρβαρντ Γκρέιαμ Αλισον μίλησε για την «παγίδα του Θουκυδίδη».
Η Αμερική και η Κίνα είναι άραγε έτοιμες να επαναλάβουν αυτό το κλασικό ιστορικό λάθος; Εχοντας περάσει μια συναρπαστική εβδομάδα στο Πεκίνο και τη Σανγκάη, φοβάμαι πως η απάντησή μου είναι καταφατική.
Η κινεζική οικονομία έχει ήδη προσπεράσει από μια άποψη την αμερικανική. Οι Κινέζοι ακολουθούν μια στρατηγική για να μειώσουν την απόσταση και στην τεχνολογία. Λέγεται «Made in China 2025».
Ο πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ έχει τη δική του εκδοχή της αυτοκρατορικής Weltpolitik των Γερμανών: την πρωτοβουλία «Μια ζώνη, ένας δρόμος», που προβλέπει την παγκόσμια επέκταση της κινεζικής υποδομής και επιρροής. Και ο Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός φιλοδοξεί (όπως μου είπε ένας κινέζος πανεπιστημιακός) να είναι ο ισχυρότερος στρατός του κόσμου όταν η Λαϊκή Δημοκρατία θα γιορτάζει την εκατοστή της επέτειο, το 2049.
Όπως οι Γερμανοί πριν από έναν αιώνα, οι Κινέζοι δεν ανησυχούν πλέον για το αν η αγγλόφωνη δημοκρατία είναι ανώτερη από το πολιτικό τους σύστημα. Το μονοπώλιο του Κομμουνιστικού Κόμματος στην εξουσία θεωρείται τώρα πηγή ισχύος. Ολοι επαινούν τον Σι, όπως προφανώς κάποτε όλοι επαινούσαν τον Γουλιέλμο Β’ στο Βερολίνο.
Οσο για τον εθνικισμό, η άνοδός του είναι προφανής. «Υπάρχει όμως και κινεζικός λαϊκισμός», με προειδοποίησαν.
Όπως έδειξαν τα γεγονότα του 1918, η Γερμανία υπερτίμησε τον εαυτό της και υποτίμησε τη Βρετανία. Φοβάμαι ότι οι Κινέζοι κάνουν σήμερα το ίδιο λάθος με την Αμερική, με την ενθάρρυνση άλλων Ασιατών. Ο παλιός μου φίλος Κισόρε Μαμπουμπάνι, πρώην αντιπρόσωπος της Σιγκαπούρης στον ΟΗΕ, εξέδωσε πρόσφατα ένα μικρό βιβλίο με τον τίτλο «Το έχει χάσει η Δύση;» Η απάντησή του είναι ΝΑΙ.
«Το μεγαλύτερο στρατηγικό λάθος που θα μπορούσε να διαπράξει σήμερα η Αμερική», γράφει, «είναι να καταβάλει μια μάταιη προσπάθεια να εκτροχιάσει την επιτυχημένη ανάπτυξη της Κίνας προτού η Κίνα κατακτήσει καθαρά την πρώτη θέση.»
Όταν συναντηθήκαμε την περασμένη εβδομάδα στο Πεκίνο, ο Μαμπουμπάνι μου είπε πως πιστεύει ότι η Αμερική θα το κάνει τελικά αυτό το λάθος – αρχίζοντας με την κήρυξη εμπορικού πολέμου από τον Τραμπ -, επειδή «υποσυνείδητα η Δύση δεν μπορεί να δεχθεί την άνοδο της Κίνας».
Οι πεποιθήσεις αυτές ενισχύουν μια κάποια αλαζονεία στο Πεκίνο. Οι κινέζοι αξιωματούχοι που συνάντησα επέμεναν ότι θα αντέξουν έναν εμπορικό πόλεμο. Ορισμένοι υποστήριξαν ότι ένας τέτοιος πόλεμος δεν θα κρατήσει έτσι κι αλλιώς πολύ, γιατί το αμερικανικό δημοκρατικό σύστημα θα υπονομεύσει την αμερικανική διαπραγματευτική θέση. Σε έξι μήνες δεν είναι οι ενδιάμεσες εκλογές; Οι αμερικανοί αγρότες δεν γκρινιάζουν ήδη για τις συνέπειες του εμπορικού πολέμου στις εξαγωγές σόγιας στην Κίνα;
Η αλήθεια όμως είναι ότι οι Κινέζοι εξαρτώνται περισσότερο από τις διευθετήσεις του παγκόσμιου εμπορίου και θα χάσουν περισσότερα σε έναν εμπορικό πόλεμο. Η αμερικανική αγορά βαραίνει περισσότερο στην Κίνα απ’ό,τι η κινεζική αγορά στην Αμερική.
Επιπλέον, η κινεζική οικονομία δεν είναι όσο ισχυρή φαίνεται. Ενας οικονομολόγος που συνάντησα ξεκαθάρισε ότι παρόλο που δεν προβλέπει μια κινεζική χρηματοπιστωτική κρίση, πιστεύει ότι η συνεχιζόμενη λειτουργία μη επικερδών κρατικών επιχειρήσεων χάρις στο χρέος υπονομεύει την αποτελεσματικότητα της οικονομίας.
Ο κινεζικός λαός λυγίζει κάτω από ένα μεγάλο βουνό χρέους. Υστερα από δεκαετίες αφθονίας, η εργατική δύναμη της Κίνας συρρικνώνεται και ο πληθυσμός γηράσκει, θυμίζοντας την Ιαπωνία της δεκαετίας του 1990. Αυτό δείχνει ότι η ανάπτυξη στο μέλλον θα είναι μικρότερη.
Οι δυτικοί παρατηρητές θεωρούν ότι η συγκέντρωση ισχύος στα χέρια του Σι είναι ένδειξη δύναμης. Ισως. Με εντυπωσίασε όμως η παρατήρηση ενός πρώην υπουργού ότι η άνοδος του Σι απέτρεψε μια μείζονα πολιτική κρίση το 2012. «Εσωσε το κόμμα, τη χώρα και τον στρατό», είπε. Μια χώρα όμως που χρειάζεται μια δικτατορία για να είναι σταθερή δεν είναι όσο ισχυρή δείχνει. Όπως και μια χώρα που βασίζεται στην ατομική ελευθερία δεν είναι όσο αδύναμη δείχνει.
Υπάρχουν δύο σενάρια. Η Αμερική και η Κίνα μπορεί να πέσουν μαζί στην παγίδα του Θουκυδίδη και ο εμπορικός τους πόλεμος να εξελιχθεί σε πραγματικό. Η να συμβεί αυτό που ο Χένρι Κίσινγκερ αποκαλεί «συν-εξέλιξη». Ο δεύτερος αυτός δρόμος δεν θα είναι εύκολος. Θα είναι όμως προτιμότερος από την επανάληψη του αγγλογερμανικού ανταγωνισμού.
Πριν από 104 χρόνια, δεν γνώριζαν πολλοί Βρετανοί για την υποχρέωση της χώρας τους να υπερασπιστεί την ουδετερότητα του Βελγίου. Το έμαθαν μόνο όταν η Γερμανία εισέβαλε στο Βέλγιο τον Αύγουστο του 1914. Αντιστοίχως, δεν γνωρίζουν σήμερα πολλοί Αμερικανοί τις υποχρεώσεις τους σε περίπτωση που γίνει προσπάθεια να καθοριστεί το μέλλον της Ταϊβάν με μη ειρηνικούς τρόπους.
Ένα αυστηρό σύστημα συμμαχιών καταδίκασε τη Βρετανία και τη Γερμανία σε πόλεμο το 1914, γράφει ο Κίσινγκερ στο βιβλίο του «Διπλωματία». Οι πολιτικοί στην Ουάσινγκτον και το Πεκίνο πρέπει να αποφύγουν σήμερα αυτή την αυστηρότητα. Το να επαναλάβουν τα λάθη που έστειλαν τον παππού μου στην κόλαση της Φλάνδρας θα ήταν – για να το πω ήπια – κρίμα.
* Ο Νάιαλ Φέργκιουσον είναι βρετανός ιστορικός.
The Sunday Times
πηγή
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.
Δημοσίευση σχολίου