Συχνά η υπερένταση μετατρέπεται σε υπερέκταση. Ειδικά στη Μέση Ανατολή, εκεί όπου πολλές δυνάμεις έχουν δει τις φιλοδοξίες τους να εξαντλούνται στη σκληρή πραγματικότητα της περιοχής.
Δρ. Μιχάλης Σαρλής*
Η πολιτική της Τουρκίας στη Μέση Ανατολή βρίσκεται εδώ και καιρό σε κατάσταση υπερέντασης. Η Άγκυρα επιδιώκει να εδραιώσει την παρουσία της σε Συρία και Ιράκ και να αποκτήσει στρατηγικό βάθος για τις διευρυμένες φιλοδοξίες της στη Μέση Ανατολή και την Ανατολική Μεσόγειο.
Κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας, η Μέση Ανατολή βυθίστηκε σε μια δίνη κοινωνικών εξεγέρσεων, ανατροπής καθεστώτων και εμφυλίων πολέμων. Οι συνέπειες αυτής της περιφερειακής περιδίνησης και κυρίως η αποδόμηση των αραβικών κρατών στην καρδιά της Μέσης Ανατολής προσέλκυσαν τις φιλοδοξίες της Τουρκίας. Η μετατόπιση του σουνιτικού Ισλάμ στον πυρήνα της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής αποτελούσε προϋπόθεση για αυτήν τη φιλοδοξία, καθώς για να την εκπληρώσει η Τουρκία θα έπρεπε να εμπλακεί σε περιφερειακούς ανταγωνισμούς που έως τότε είχε συνειδητά αποφύγει. Όπως επίσης προϋπόθεση αποτελούσε και η πολιτική της καθεστωτικής αλλαγής, την οποία η κυβέρνηση Ερντογάν επέλεξε ως βασικό στόχο κατά την έκρηξη του συριακού εμφυλίου.
Εντέλει, αυτή η έκφανση της πολιτικής Ερντογάν, που στόχευε στην ανατροπή του αλαουιτικού καθεστώτος των Άσαντ και στην ανάδυση μιας σουνιτικής, φιλοτουρκικής κυβέρνησης στη Δαμασκό, υποχώρησε έως το 2015. Αυτή η εξέλιξη ήταν αποτέλεσμα της σύνθετης γεωπολιτικής πραγματικότητας στη Μέση Ανατολή, στην οποία η Τουρκία δυσκολευόταν να προσαρμοστεί. Ήταν όμως αποτέλεσμα και της παράλληλης ενίσχυσης των Κούρδων κατά μήκος των τουρκικών συνόρων.
Το κουρδικό ζήτημα και οι τουρκικές επεμβάσεις
Οι πόλεμοι στη Μέση Ανατολή άνοιξαν το κουρδικό ζήτημα. Η αρχή έγινε το 2003 με την αμερικανική εισβολή στο Ιράκ, που σχεδόν οδήγησε στον διαμελισμό της χώρας. Η συνέχεια ήλθε το 2011, με την έκρηξη του εμφυλίου πολέμου της Συρίας και την ντε φάκτο αυτονόμηση των Κούρδων στον βορρά. Τέσσερα χρόνια μετά, το 2015, το κουρδικό ζήτημα αποτελούσε πλέον το μεγαλύτερο πρόβλημα της Άγκυρας. Οι Κούρδοι, με αμερικανική στήριξη, πίεσαν το Ισλαμικό Κράτος και υποχρέωσαν την κυβέρνηση Ερντογάν σε αναδίπλωση. Ως αποτέλεσμα, η Άγκυρα έστρεψε την προσοχή της από την καθεστωτική αλλαγή στη Δαμασκό στην καταστολή των κουρδικών φιλοδοξιών στα τουρκοσυριακά σύνορα. Αυτή η στροφή της τουρκικής πολιτικής συνοδεύθηκε στο εσωτερικό από μια στρατηγική έντασης που ακολούθησε η κυβέρνηση Ερντογάν έναντι των Κούρδων κατά τις διπλές εκλογές εκείνου του έτους (Ιούνιος-Νοέμβριος 2015), καθώς και το τέλος της κατάπαυσης του πυρός ανάμεσα στις τουρκικές δυνάμεις ασφαλείας και το PKK.
Στο εξωτερικό, η Άγκυρα κινήθηκε με ένταση νοτίως των συνόρων της, στοχεύοντας το SDF στη Συρία και το PKK στο Ιράκ. Στη Συρία, η Άγκυρα έχει προχωρήσει σε τέσσερις στρατιωτικές επεμβάσεις από το 2016 έως σήμερα και έχει καταλάβει τρεις περιοχές νοτίως των συνόρων της, εκτοπίζοντας χιλιάδες Κούρδους μαχητές και πολίτες, ενώ απέκτησε και σημαντική στρατιωτική παρουσία στο Ιντλίμπ της βορειοδυτικής Συρίας.
Κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας, η Μέση Ανατολή βυθίστηκε σε μια δίνη κοινωνικών εξεγέρσεων, ανατροπής καθεστώτων και εμφυλίων πολέμων. Οι συνέπειες αυτής της περιφερειακής περιδίνησης και κυρίως η αποδόμηση των αραβικών κρατών στην καρδιά της Μέσης Ανατολής προσέλκυσαν τις φιλοδοξίες της Τουρκίας. Η μετατόπιση του σουνιτικού Ισλάμ στον πυρήνα της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής αποτελούσε προϋπόθεση για αυτήν τη φιλοδοξία, καθώς για να την εκπληρώσει η Τουρκία θα έπρεπε να εμπλακεί σε περιφερειακούς ανταγωνισμούς που έως τότε είχε συνειδητά αποφύγει. Όπως επίσης προϋπόθεση αποτελούσε και η πολιτική της καθεστωτικής αλλαγής, την οποία η κυβέρνηση Ερντογάν επέλεξε ως βασικό στόχο κατά την έκρηξη του συριακού εμφυλίου.
Εντέλει, αυτή η έκφανση της πολιτικής Ερντογάν, που στόχευε στην ανατροπή του αλαουιτικού καθεστώτος των Άσαντ και στην ανάδυση μιας σουνιτικής, φιλοτουρκικής κυβέρνησης στη Δαμασκό, υποχώρησε έως το 2015. Αυτή η εξέλιξη ήταν αποτέλεσμα της σύνθετης γεωπολιτικής πραγματικότητας στη Μέση Ανατολή, στην οποία η Τουρκία δυσκολευόταν να προσαρμοστεί. Ήταν όμως αποτέλεσμα και της παράλληλης ενίσχυσης των Κούρδων κατά μήκος των τουρκικών συνόρων.
Το κουρδικό ζήτημα και οι τουρκικές επεμβάσεις
Οι πόλεμοι στη Μέση Ανατολή άνοιξαν το κουρδικό ζήτημα. Η αρχή έγινε το 2003 με την αμερικανική εισβολή στο Ιράκ, που σχεδόν οδήγησε στον διαμελισμό της χώρας. Η συνέχεια ήλθε το 2011, με την έκρηξη του εμφυλίου πολέμου της Συρίας και την ντε φάκτο αυτονόμηση των Κούρδων στον βορρά. Τέσσερα χρόνια μετά, το 2015, το κουρδικό ζήτημα αποτελούσε πλέον το μεγαλύτερο πρόβλημα της Άγκυρας. Οι Κούρδοι, με αμερικανική στήριξη, πίεσαν το Ισλαμικό Κράτος και υποχρέωσαν την κυβέρνηση Ερντογάν σε αναδίπλωση. Ως αποτέλεσμα, η Άγκυρα έστρεψε την προσοχή της από την καθεστωτική αλλαγή στη Δαμασκό στην καταστολή των κουρδικών φιλοδοξιών στα τουρκοσυριακά σύνορα. Αυτή η στροφή της τουρκικής πολιτικής συνοδεύθηκε στο εσωτερικό από μια στρατηγική έντασης που ακολούθησε η κυβέρνηση Ερντογάν έναντι των Κούρδων κατά τις διπλές εκλογές εκείνου του έτους (Ιούνιος-Νοέμβριος 2015), καθώς και το τέλος της κατάπαυσης του πυρός ανάμεσα στις τουρκικές δυνάμεις ασφαλείας και το PKK.
Στο εξωτερικό, η Άγκυρα κινήθηκε με ένταση νοτίως των συνόρων της, στοχεύοντας το SDF στη Συρία και το PKK στο Ιράκ. Στη Συρία, η Άγκυρα έχει προχωρήσει σε τέσσερις στρατιωτικές επεμβάσεις από το 2016 έως σήμερα και έχει καταλάβει τρεις περιοχές νοτίως των συνόρων της, εκτοπίζοντας χιλιάδες Κούρδους μαχητές και πολίτες, ενώ απέκτησε και σημαντική στρατιωτική παρουσία στο Ιντλίμπ της βορειοδυτικής Συρίας.
Οι στρατιωτικές επεμβάσεις της Άγκυρας και κυρίως οι δύο τελευταίες από τον Οκτώβριο του 2019 έως τον Μάρτιο του 2020, η επιχείρηση «Πηγή Ειρήνης» στην περιοχή από το Τελ Αμπιάντ έως το Ρας αλ Άιν και η επιχείρηση «Ανοιξιάτικη Ασπίδα» στο Ιντλίμπ, σχεδιάστηκαν προκειμένου να διασφαλίσουν την τουρκική στρατιωτική παρουσία στη βόρεια Συρία. Ο έλεγχος των τριών περιοχών στη βόρεια Συρία εξασφαλίζει, έστω και προσωρινά, τη μείωση της κουρδικής παρουσίας στα τουρκοσυριακά σύνορα. Ενώ η στρατιωτική παρουσία στο Ιντλίμπ λειτουργεί ως ζώνη προστασίας για την τουρκική κατοχή των τριών περιοχών ανατολικότερα, κυρίως έναντι του συριακού καθεστώτος που επιδιώκει την ανακατάληψη ολόκληρης της συριακής επικράτειας.
Η επιθετική πολιτική της Άγκυρας δεν περιορίστηκε όμως στη Συρία, αλλά επεκτάθηκε και στο Ιράκ. Από τα μέσα Ιουνίου, η Άγκυρα έχει μεταφέρει την καταδίωξη των Κούρδων του PKK βαθιά μέσα στο ιρακινό έδαφος. Πρόκειται για μια στρατιωτική επέμβαση σε βάθος 40 χιλιομέτρων με χερσαίες και εναέριες δυνάμεις, ενώ ήδη ο τουρκικός στρατός έχει εγκαταστήσει δεκάδες σημεία ελέγχου, όπως έχει κάνει και στη βόρεια Συρία. Πρόκειται για μια βαθύτερη στρατιωτική εμπλοκή σε σχέση με τις προηγούμενες τουρκικές επεμβάσεις στο ιρακινό έδαφος.
Τα κίνητρα και οι φιλοδοξίες της Άγκυρας
Αυτή η διπλή διείσδυση των τουρκικών δυνάμεων σε Συρία και Ιράκ, μια κίνηση πρωτοφανούς στρατιωτικής εμπλοκής της Άγκυρας στην περιοχή, αναδεικνύει την τουρκική πολιτική στη Μέση Ανατολή. Σε ένα πρώτο επίπεδο, με αυτήν την πολιτική η Άγκυρα μεταφέρει τη σύγκρουση με τους Κούρδους πέρα από τα σύνορά της και δημιουργεί μια ζώνη ασφαλείας εντός των εδαφών της Συρίας και του Ιράκ.
Όμως η τουρκική πολιτική στην περιοχή έχει βαθύτερα κίνητρα. Η στρατιωτική εμπλοκή της Άγκυρας σε Συρία και Ιράκ και η εξουδετέρωση του άμεσου κουρδικού κινδύνου έχει διευρύνει ξανά την οπτική της Άγκυρας. Πέντε χρόνια μετά την αναδίπλωση της Άγκυρας λόγω της ανάδυσης του κουρδικού ζητήματος, η στρατιωτική εισβολή στη Συρία –με τη σύμφωνη γνώμη Ουάσιγκτον και Μόσχας- έδωσε τη δυνατότητα στην κυβέρνηση Ερντογάν να απεγκλωβιστεί και να ανανεώσει τις περιφερειακές φιλοδοξίες της. Η κατοχή εδαφών και η στρατιωτική παρουσία σε εδάφη της Συρίας και του Ιράκ δίνουν ρόλο στην Άγκυρα αναφορικά με τις εσωτερικές εξελίξεις σε Δαμασκό και Βαγδάτη, ενώ σε περιφερειακό και διεθνές επίπεδο αναβαθμίζουν τη θέση της σε σχέση με τα κράτη του Κόλπου, το Ιράν, τη Ρωσία και τις ΗΠΑ.
Η κατοχή και στρατιωτική παρουσία στα εδάφη της βόρειας Συρίας και του βόρειου Ιράκ έχουν μετατρέψει αυτές τις περιοχές σε στρατηγικό βάθος για την Άγκυρα, από όπου η κυβέρνηση Ερντογάν επιδιώκει να προβάλει τις φιλοδοξίες της από τη Μέση Ανατολή και την Ανατολική Μεσόγειο έως τον Περσικό Κόλπο και την Ερυθρά Θάλασσα. Οι σχέσεις με τη Χαμάς στη Γάζα, η προσπάθεια προσέγγισης της σουνιτικής κοινότητας του Λιβάνου και οι ανανεωμένες επιδιώξεις έναντι της Δαμασκού και της Βαγδάτης αντανακλούν αυτήν την υπερεντατική κινητικότητα της Άγκυρας. Συχνά, όμως, η υπερένταση μετατρέπεται σε υπερέκταση. Ειδικά στη Μέση Ανατολή, εκεί όπου πολλές δυνάμεις έχουν δει τις φιλοδοξίες τους να εξαντλούνται στη σκληρή πραγματικότητα της περιοχής.
*Δρ. Γεωπολιτικής Πανεπιστημίου Αθηνών με ειδίκευση σε θέματα της Μέσης Ανατολής
πηγή
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.
Δημοσίευση σχολίου