Του Στέφανου Ανδριάνη*
Ένα αναπάντητο ερώτημα στη χώρα τώρα και δεκαετίες, είναι γιατί σε κάθε ελληνοτουρκική κρίση οι ελληνικές κυβερνήσεις αιφνιδιάζονται, με αποτέλεσμα να αντιδρούν βεβιασμένα και ‘’εκ των ενόντων’’.
Σκηνικό επαναλαμβανόμενο μετά από κάθε κρίση: η εκάστοτε αντιπολίτευση κατακεραυνώνει για ανικανότητα την αντίστοιχη …αιφνιδιασμένη κυβέρνηση και η χώρα κατακλύζεται από ποταμούς αναλύσεων και μεμψιμοιριών για λάθη του παρελθόντος που δεν έγιναν μαθήματα.
Ως να είναι σε ….καλειδοσκόπιο οι στρατηγικοί στόχοι της Τουρκίας.
Η ελληνική εξωτερική πολιτική διαχρονικά δείχνει να αντιδρά, ως οι τουρκικοί στρατηγικοί σχεδιασμοί που στοχεύουν τη χώρα μας, να είναι μέσα σ’ ένα καλειδοσκόπιο και άρα άγνωστο ποιο θα είναι το επόμενο σχήμα κινήσεων κρίσης.
Εντελώς αδικαιολόγητα. Από τη 10ετία του ’70 και μετά όλες οι γεωστρατηγικές επεκτατικές βλέψεις, του νέου τουρκικού εθνοκράτους είναι ‘’ανοιχτό’’ βιβλίο’’ και από την ελληνική πλευρά οι διαχρονικοί στρατηγικοί άξονες:
- ένταξη και παραμονή στις δομές του δυτικού κόσμου (ΕΕ, ΝΑΤΟ κλπ),
- αποτροπή της εξ ανατολών απειλής,
- αμετάβλητοι..
Οι μέχρι σήμερα αιφνιδιασμοί αλλά και κατά καιρούς επίσημες δηλώσεις δείχνουν ότι ένα τέτοιο σχέδιο είναι ακόμη ζητούμενο.
Η εθνική ομοψυχία σε επίπεδο κοινωνίας απέναντι στις απειλές, παρότι είναι διαχρονικά σταθερή, δεν αξιοποιήθηκε από το πολιτικό σύστημα ως βάση στήριξης, για να καταρτιστεί εθνικό σχέδιο κοινά αποδεκτό.
Τελευταίο παράδειγμα αιφνιδιασμού, η Τουρκο-‘’Λιβυκή’’ ΑΟΖ και ο διπλωματικός μαραθώνιος -κατόπιν εορτής- για ακύρωση της συμφωνίας. Όμως χάρτες, όπως αυτός με το ‘’χαλάκι διάδρομος’’ ΑΟΖ στη Μεσόγειο, παρουσιάστηκαν από το 2010 αλλά και το 2018 από τον Υπ. Άμυνας Ακάρ.
Συναφές προμήνυμα για το άπλωμα των διεκδικήσεων ήταν το 2006, όταν ενώ γερμανικό πανεπιστήμιο εκτελούσε με ελληνική άδεια ωκεανογραφικές έρευνες στις βόρειες ακτές της Κρήτης, η Τουρκία αντέδρασε και απαίτησε να προσυπογράφει τέτοιες άδειες και να συμμετέχει! Δεν δόθηκε η δέουσα σημασία.
Ακόμη πιο ακραίος αιφνιδιασμός ήταν τα Ίμια το 1996. Τραγικό, διότι η Άγκυρα διοχέτευε αμφισβητήσεις κυριότητας νησίδων στο Αιγαίο, από το 1990. Είναι ανεξήγητο γιατί ο χειρισμός ‘’φιάσκο’’ της κρίσης δεν αποτέλεσε αφετηρία ριζικής αναδιοργάνωσης των φορέων χειρισμού της εξωτερικής πολιτικής και απλά η χώρα το ‘’ξεπέταξε’’ με κάποια εσπευσμένα εξοπλιστικά προγράμματα.
Το τουρκικό ‘’όραμα’’ του νέο-οθωμανισμού οι Νταβούτογλου και Ερντογάν το βρήκαν καθ’ οδόν! Δεν το ανακάλυψαν. Ο πρώτος το έβαλε σε ‘’κάδρο’’ και ο δεύτερος έγινε αριστοτεχνικός εκφραστής του.
Ο νέο-οθωμανισμός, ως όρος αναφέρθηκε το 1985 από τον David Barchard, (Think Tank: Chatham House, London), στο βιβλίο: «Η Τουρκία και η Δύση,». Αφορμή ήταν η πολιτική του προέδρου Οζάλ μετά το 1983.
Ακόμη πιο εμφαντικά ο νέο-οθωμανισμός καταγράφεται το 1992 σε μελέτη της δεξαμενής σκέψης RAND Corporation: ”Turkey faces east: New Orientations Toward the Middle East and the Old Soviet Union’’ (συντάχθηκε κατόπιν ανάθεσης από τις Ένοπλες Δυνάμεις των ΗΠΑ). (Υπενθύμιση: το 1992 ο Ερντογάν δεν ήταν καν δήμαρχος Κωνσταντινούπολης).
Συναφώς, η ‘’γαλάζια πατρίδα’’ περιλαμβάνεται ως γεωστρατηγική θεμελίωση, στο κεφ. 6 του βιβλίου του Αχμέτ Νταβούτογλου ‘’Στρατηγικό Βάθος…..’’, που εκδόθηκε το 2001.
Αποκλίνουσες εκτιμήσεις για τη βάση της τουρκικής επιθετικότητας.
Σήμερα, απέναντι στις πολλαπλασιαζόμενες τουρκικές απειλές εμφανίζονται ανάμεσα στους αναλυτές αλλά και σε κυβερνητικούς, διαφορετικές απόψεις για τους χειρισμούς, οι οποίες εκπορεύονται -κατά τη γνώμη μου-από δυο διαφορετικές εκτιμήσεις για το ποια είναι η βάση της τουρκικής επιθετικότητας:
Εκτίμηση Α: Η Τουρκία είναι μια αναθεωρητική ισλαμο-εθνικιστική χώρα με ηγεμονικές βλέψεις, η οποία:
α. Σταθερά, μετά δεκαετία του ’90 έχτισε μια ισχυρή ένοπλη μηχανή και σύστημα εξουσίας που το αντιδυτικό Πολιτικό Ισλάμ έχει ολοένα και ισχυρότερη παρουσία και λόγο στη διακυβέρνηση,
β. Καταπατά δικαιώματα μειονοτήτων, είναι διαποτισμένη με νέο-οθωμανικές επεκτατικές φαντασιώσεις και επιδιώκει αναθεώρηση των συνθηκών σε βάρος κυριαρχικών δικαιωμάτων άλλων χωρών, πολιτική μάλιστα που έχει αρχίσει και υλοποιεί έμπρακτα από την Κύπρο και τη Συρία και, -το χειρότερο-,
γ. Η επιθετικότητα που ολοένα και εντείνει, ενισχύεται από αταβιστικά χαρακτηριστικά σημαντικού ενδεχομένως τμήματος του τουρκικού πληθυσμού.
Η παραπάνω θεώρηση οδηγεί πολλούς αναλυτές στρατηγιστές -χωρίς να αποκλείουν ανοιχτούς διαύλους επικοινωνίας- να κατατείνουν ότι ουσιαστική διαπραγμάτευση με την Τουρκία δεν θα καταλήξει σε ουσιαστικό αποτέλεσμα, όσο η Τουρκία εξακολουθεί να αμφισβητεί κυριαρχικά μας δικαιώματα. Συμπερασματικά, για την αποτροπή των απειλών και τη διασφάλιση των εθνικών συμφερόντων, θεωρούν εκτός της καταφυγής στους συμμάχους και της επίκλησης του διεθνούς δικαίου, ότι είναι επιτακτική ανάγκη η διαρκής ενίσχυση του ένοπλου βραχίονα της χώρας.
Εκτίμηση Β: Η Τουρκία είναι πράγματι μια χώρα αναθεωρητική και επιθετική, αλλά τούτο είναι αποτέλεσμα του ότι:
α. Αισθάνεται, ως μεγάλη χώρα, γεωπολιτικά περισφιγμένη με περιορισμένη πρόσβαση σε ανοιχτές θάλασσες,
β. Θεωρεί ότι περιβάλλεται από γείτονες που με υποστήριξη ισχυρών χωρών επιδιώκουν να της στερήσουν ορυκτό πλούτο τον οποίο ισχυρίζεται ότι δικαιούται και, επί πλέον
γ. Απειλείται από αποσχιστικά κινήματα όπως αυτό των Κούρδων, που αποδίδει σε έξωθεν παρεμβάσεις.
Αυτή η μερίδα αναλυτών, χωρίς να απορρίπτει την ανάγκη διατήρησης στρατιωτικής ισχύος, υποστηρίζει διαπραγματεύσεις με την Τουρκία μέσα στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών θεσμών και με ατζέντα θεμάτων όπως της συμφωνίας Ελσίνκι του 1999. Δηλ. να διατηρηθεί ανοιχτό παράθυρο για συζήτηση και πέραν από το γνωστό θέμα της υφαλοκρηπίδας–ΑΟΖ (εισάγεται τελευταία και η ιδέα συνεκμετάλλευσης) και υποστηρίζει -μεταξύ άλλων ενεργειών- και την προσφυγή σε Διεθνές Δικαστήριο. Χειρισμοί που -όπως εκτιμούν- θα αμβλύνει την τουρκική πίεση εναντίον της χώρας μας σε όφελος της σταθερότητας στην περιοχή.
Εκτίμησή μου είναι ότι καμιά από τις δύο παραπάνω θέσεις δεν συνιστά το ζητούμενο συγκροτημένο στρατηγικό σχέδιο.
Π.χ Οι ισχυρές Ένοπλες Δυνάμεις και τα επιχειρησιακά στρατιωτικά σχέδια, συνιστούν απλά και μόνο ένα ισχυρό μέσο αποτροπής και αποφασιστικά υποστηρικτικό -στην έσχατη ανάγκη- του εθνικού στρατηγικού σχεδίου.
Από την άλλη πλευρά η προσφυγή σε διεθνές δικαστήριο ή η ‘’συνεκμετάλλευση’’, θα μπορούσε να αποτελεί μια από τις επί μέρους εναλλακτικές δράσεις του στρατηγικού σχεδίου, με βάση τη διαχρονική ελληνική παραδοχή ότι υπάρχουν αδιευκρίνιστα νομικά θέματα στην υφαλοκρηπίδα στο Αιγαίο.
Αυτονόητα οι όποιες προτάσεις μέσα από ένα τέτοιο βήμα θα πρέπει να κινούνται σε επίπεδο σοβαρότητας και φερεγγυότητας, ανάλογων εκείνων που περιείχαν και οι προτάσεις για κέρδη ….‘’Καζάν – Καζάν’’ για το Αιγαίο, που διατύπωσε ο τούρκος πρόεδρος το 2018.
Μέχρι σήμερα μόνο αυτοσχέδιες και πρωτόλειες παρεμβάσεις πολιτικών υποστηρικτών αυτής της άποψης έχουν εμφανιστεί, παραπέμποντας σε ρηχότητα σχεδίασης, ασύνδετες με ένα πλαίσιο ευρύτερων στρατηγικών στόχων.
Απουσία μόνιμου επιστημονικού φορέα τήρησης ιστορικού αποθέματος και επεξεργασίας προτάσεων προς την εκάστοτε κυβέρνηση.
Συγκροτημένο εθνικό στρατηγικό σχέδιο άμυνας και ασφάλειας, μόνο από ένα διαχρονικό εξαιρετικά ισχυρό επιτελικό όργανο μπορεί να καταρτιστεί.
Όργανο, συγκροτημένο από κορυφαία επιστημονικά στελέχη (της διπλωματίας, των ενόπλων δυνάμεων, της οικονομίας, του διεθνούς δικαίου κα) που η θητεία τους θα ξεπερνά τα έτη μιας κυβερνητικής θητείας.
Τέτοιο όργανο δεν υπήρξε μέχρι σήμερα στη χώρα.
Οι επί μέρους φορείς όπως πχ ΓΕΕΘΑ, ΕΥΠ, Υπ. Εξωτερικών, όσο αποτελεσματικά κι αν λειτουργούν εσωτερικά, δεν ‘’συναντώνται’’ σε όργανο το οποίο θα επεξεργάζεται επί μέρους πληροφορίες, αναλύσεις και εκτιμήσεις των φορέων για τις απειλές απέναντι στη χώρα, στοιχεία αναγκαία για την εθνική σχεδίαση.
Συνιστά οργανωτική αδυναμία το γεγονός ότι η δικτύωση των παραπάνω φορέων μεταξύ τους αλλά και με τους κορυφαίους κυβερνητικούς παράγοντες, γίνεται με περιορισμένο αριθμό στελεχών χωρίς οργανωτική-επιτελική σύνδεση μεταξύ τους σε ενιαίο όργανο.
Η ακολουθούμενη πρακτική, ούτε έλυσε ούτε μπορεί να λύσει το πρόβλημα αποτελεσματικότητας της εξωτερικής πολιτικής, ανεξάρτητα από τις ικανότητες των προσώπων.
Ειδικότερα τα στελέχη του ΥΠΕΞ, συμπεριλαμβανομένου και του Κέντρου Ανάλυσης και Σχεδιασμού, με εξαίρεση ίσως κάποιους γενικούς γραμματείς, είναι βραχύβιας θητείας. Τόσο βραχύβιας, όσο διαρκεί εκείνη των 25 υπουργών εξωτερικών στα 45 χρόνια της μεταπολίτευσης. Και το χειρότερο, αλλεπάλληλες αλλαγές υψηλόβαθμων στελεχών από κάθε επόμενο υπουργό ακόμη και της ίδιας κυβέρνησης, όχι φυσικά με αξιοκρατικά κριτήρια. Μπορεί άραγε κάτω από τέτοιες συνθήκες να εξασφαλιστεί κρίσιμο ιστορικό απόθεμα σε βάθος, για τις ανάγκες μιας εθνικής στρατηγικής σχεδίασης;
Φυσικά ο πρωθυπουργός και οι υπουργοί έχουν -ως αιρετοί- περιορισμένο χρόνο θητείας.
Κατά συνέπεια μόνο ένα διαχρονικό επιτελικό όργανο όπως αυτό που περιγράφηκε παραπάνω μπορεί να επεξεργαστεί, να συνθέσει και να συγκεράσει το σύνολο των επί μέρους πληροφοριών και εκτιμήσεων των φορέων -ακόμη και διαφορετικών, όπως οι παραπάνω εκτιμήσεις Α’ και Β’ και να εξασφαλίσει αξιόπιστη βάση συμβουλών και προτάσεων εναλλακτικών σχεδίων για τον εκάστοτε πρωθυπουργό και το ΚΥΣΕΑ.
Αν όχι, η χώρα θα συνεχίσει να ακολουθεί έναν δρόμο ‘’βλέποντας και κάνοντας’’ ή ό,τι μας πουν τρίτοι ή οι σύμμαχοι, κατά περίπτωση
Ένα τέτοιο όργανο (τύπου Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας, ΣΕΑ) -ήδη θεσμοθετημένο σε χώρες μεγάλες ή μικρές που αντιμετωπίζουν ισχυρές προκλήσεις- θα ήταν για τη χώρα μας:
· Πολλαπλασιαστής ισχύος απέναντι σε εκείνους που αξιολογούν τη συνολική ισχύ των φορέων ελληνικής εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας και,
· Παράγων μεγαλύτερης αξιοπιστίας και ειδικού βάρους απέναντι στους φίλους και συμμάχους στους οποίους προσβλέπει για υποστήριξη.
Ποτέ δεν είναι αργά να αποκατασταθούν σοβαρές οργανωτικές αδυναμίες στους φορείς χειρισμών κρίσιμων εθνικών θεμάτων και η ανάγκη συγκρότησης του παραπάνω οργάνου είναι -κατά τη γνώμη μου- άμεση.
* Ο Στέφανος Ανδριάνης είναι Αντισ/γος ε.α , Πολιτ. Μηχανικός,
Επίτιμος Διοικητης ΑΣΔΕΝ
πηγή
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.
Δημοσίευση σχολίου