Αντωνία Δήμου
Η ανακοίνωση του Στέιτ Ντιπαρτμεντ περί έγκρισης της πώλησης του αμερικανικού αντιπυραυλικού συστήματος Patriot στην Τουρκία έναντι 3,5 δισ δολ δεν αποτελεί κεραυνό εν αιθρία. Στην πραγματικότητα, αποτελεί συνέχεια της πρότασης που διετύπωσε το αμερικανικό Πεντάγωνο στην απόρρητη έκθεση που παρέδωσε στο Κογκρέσο στις 26 Νοεμβρίου 2018. Η έκθεση με αντικείμενο την αποτίμηση των σχέσεων ΗΠΑ-Τουρκίας που αποτέλεσε επιταγή του Νόμου για τον Αμυντικό Προϋπολογισμό Οικονομικού Έτους 2019 (FY19 NDAA), πρότεινε εναλλακτικές προσφορές προς την Τουρκία έναντι της αγοράς του αντιπυραυλικού ρωσικού συστήματος S-400.
Μεταξύ αυτών, η αμερικανική διακυβέρνηση εμφανίζεται πλέον δημοσίως να υποδεικνύει πακέτο-πρόταση προς την Τουρκία προσφέροντας το σύστημα Patriot, ένα ισχυρό και νατοϊκά διαλειτουργικό αμερικανικό αντιπυραυλικό και αντιαεροπορικό σύστημα. Στόχος η ικανοποίηση του συνόλου των τουρκικών αμυντικών απαιτήσεων, κατά τρόπο που θα αποτρέψει την αγορά του ρωσικού αντιπυραυλικού συστήματος S-400. Υπό μία έννοια, η προσφορά του αμερικανικού αντιπυραυλικού συστήματος εμφανίζεται ως δέλεαρ για τη μη απομάκρυνση της Τουρκίας από την τροχιά της Δύσης.
Στην περίπτωση, ωστόσο, που η Άγκυρα επιμείνει στην υλοποίηση της συμφωνίας με τη Ρωσία για τους S-400, τότε θεωρείται βέβαιη η περαιτέρω όξυνση των αμερικανοτουρκικών σχέσεων και εξαιρετικά πιθανή η επιβολή κυρώσεων σε βάρος της Τουρκίας κατ’ εφαρμογή της ενότητας (Section) 231 του Νόμου για την «Ανάσχεση της Ρωσικής Επιρροής στην Ευρώπη και την Ευρασία» γνωστού ως CAATSA (Countering America’s Adversaries through Sanctions Act).
Ως γνωστόν, ο Nόμος CAATSA επιτάσσει ρητά τον τερματισμό όλων των αμερικανικών πωλήσεων όπλων και την επιβολή κυρώσεων σε οποιαδήποτε χώρα -εν δυνάμει στην Τουρκία- που συνεργάζεται με απαγορευμένες ρωσικές εταιρείες, συμπεριλαμβανομένης της ρωσικής κρατικής αεροπορικής εταιρείας MKB «Fakel» που παράγει τους S-400.
Επιπρόσθετα, η επιμονή της Τουρκίας ως προς την αγορά του ρωσικού συστήματος S-400 εκτιμάται ότι αναπόφευκτα θα ενεργοποιήσει τις δρομολογηθείσες από το Αμερικανικό Κογκρέσο διαδικασίες για την αποβολή της Άγκυρας από το πρόγραμμα συμπαραγωγής και απόκτησης των μαχητικών αεροσκαφών πέμπτης γενιάς F-35 Joint Strike Fighter (JSF). Την ίδια στιγμή, εκτιμάται ότι θα ενισχυθεί ο κίνδυνος για ακύρωση της ευρύτερης διμερούς αμυντικής βιομηχανικής συνεργασίας.
Υπονόμευση ΝΑΤΟ
Σε παράλληλη τροχιά, η αγορά από την Τουρκία του ρωσικού αντιπυραυλικού συστήματος S-400 θεωρείται ότι είναι ικανή να υπονομεύσει το ΝΑΤΟ, υπό την έννοια ότι θα συνδράμει στη μείωση της διαλειτουργικότητάς του. Και τούτο διότι το σύστημα S-400 δεν είναι συμβατό με τις νατοϊκές και αμερικανικές υποδομές που βρίσκονται επί τουρκικού εδάφους και ως εκ τούτου θα πρέπει να λειτουργήσει σε αυτόνομη βάση.
Σε κάθε περίπτωση είναι ξεκάθαρο ότι η Ουάσινγκτον προσφέρει το αντιπυραυλικό σύστημα Patriot με αντάλλαγμα την ακύρωση της αγοράς, εκ μέρους της Άγκυρας, του ρωσικού συστήματος S-400. Προς το παρόν, η Τουρκία φαίνεται να επιδίδεται σε ένα διπλωματικού τύπου παζάρι επιχειρώντας να ισορροπήσει πάνω σε δύο διαφορετικές βάρκες, αυτή των ΗΠΑ και την έτερη βάρκα της Ρωσίας.
Καθοριστικός πόλος ισχύος που δύναται να ανατρέψει τους τουρκικούς σχεδιασμούς ισορρόπησης ανάμεσα σε ΗΠΑ και Ρωσία συνιστά το Αμερικανικό Κογκρέσο. Στην πραγματικότητα, η υποστήριξη του Κογκρέσου για τις Ξένες Στρατιωτικές Πωλήσεις και τις Άμεσες Εμπορικές Πωλήσεις (Foreign Military Sales and Direct Commercial Sales) προς την Τουρκία είναι απαραίτητη προκειμένου να υλοποιηθεί η πώληση του αντιπυραυλικού συστήματος Patriot. Η νομοθετική δραστηριότητα που παρατηρείται στο Κογκρέσο, καθ’ όλη τη διάρκεια του 2018, φανερώνει τη δυσπιστία που διακατέχει Αμερικανούς βουλευτές και γερουσιαστές οι οποίοι ζητούν την επανεξέταση της σχέσης Ουάσινγκτον-Άγκυρας.
Ούτε φίλος, ούτε εχθρός
Το κλίμα που επικρατεί στην αμερικανική πρωτεύουσα έναντι της Τουρκίας συμπυκνώνεται σε πρόσφατη μελέτη του Συμβουλίου Εξωτερικών Σχέσεων (Council on Foreign Relations) με τίτλο “Ούτε Φίλος ούτε Εχθρός: Το μέλλον των Σχέσεων ΗΠΑ-Τουρκίας”. Όπως επισημαίνεται χαρακτηριστικά, οι δυτικοί παρατηρητές επιθυμούν να τοποθετήσουν την Τουρκία είτε στη Δύση είτε στην Ανατολή, αλλά οι Τούρκοι δεν βλέπουν τον κόσμο με αυτόν τον τρόπο. Αντίθετα, θεωρούν την Τουρκία ως μια ισχυρή, ανεξάρτητη δύναμη της οποίας η εξωτερική πολιτική υπαγορεύεται από τα εθνικά της συμφέροντα και σε καμία περίπτωση από τις επιθυμίες των ΗΠΑ.
Υπό το συγκεκριμένο πρίσμα, η μελέτη σκιαγραφεί τη φύση των αμερικανοτουρκικών σχέσεων αναφέροντας ότι η Άγκυρα δεν αποτελεί στρατηγικό ανταγωνιστή ή εχθρό της Ουάσινγκτον, αν και κατά καιρούς είναι δύσκολο να διαχωριστούν οι τουρκικές ενέργειες από αυτές ενός εχθρού. Συνεχίζει με τη διαπίστωση ότι η Τουρκία είναι μία αντίπαλη χώρα η οποία απορρίπτει την αμερικανική ηγεμονία, ειδικά στη Μέση Ανατολή, και ως εκ τούτου επιδιώκει να αλλάξει εκείνη την περιφερειακή πολιτική τάξη που επιβάλει την υπεροχή των ΗΠΑ.
Επομένως, η στρατηγική φύση των αμερικανοτουρκικών σχέσεων αποτελεί παρελθόν και η υφιστάμενη διμερής συνεργασία αποτιμάται ως περιορισμένη και στοχευμένη. Ακόμη πιο προωθημένα, η μελέτη διατυπώνει τη θέση ότι ΗΠΑ και Τουρκία δεν μοιράζονται πλέον κοινά συμφέροντα ή αξίες με συνέπεια οι μεταξύ τους δεσμοί να διακατέχονται από αμφισημία και δυσπιστία.
Η πολυπλοκότητα των αμερικανοτουρκικών σχέσεων αποδεικνύει ότι το μέλλον τους δεν μπορεί να είναι προδικασμένο. Η υιοθέτηση, ωστόσο, αντικρουόμενων στρατηγικών εκατέρωθεν στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής εγγυάται αποτελέσματα εν δυνάμει εκρηκτικά.
πηγή
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.
Δημοσίευση σχολίου