Με αμείωτη ένταση συνεχίζεται το σίριαλ της κατάρτισης του νέου φορολογικού νομοσχεδίου, που αν το θέμα δεν ήταν τόσο σοβαρό καθώς αφορά τους φορολογούμενους της χώρας, και ιδιαίτερα αυτούς που με εύσχημο τρόπο αποκαλούνται τα «συνήθη υποζύγια», μάλλον θυμηδία θα προκαλούσε.
Πως αλλιώς μπορεί να χαρακτηριστεί το φαινόμενο σε μία οικονομικά «μπαταρισμένη» χώρα, οι αρμόδιοι για το ζήτημα να εμφανίζονται ως μαθητευόμενοι μάγοι, οι οποίοι ανακατεύοντας το τσουκάλι με τη «φορο-κουτάλα», σε καθημερινή σχεδόν βάση, «αρπάζουν» και επιχειρούν να «ξεζουμίσουν» μία επαγγελματική ή κοινωνική ομάδα.
Είναι προφανές ότι τα τελευταία 30 χρόνια το ελληνικό Υπουργείο Οικονομικών «ζει» σε ένα παράλληλο σύμπαν όπου ως σταθερές θεωρούνται οι αριθμοί και μάλιστα στην χειρότερη εκδοχή τους, τη θεωρητική. Και εξηγούμαστε: Άραγε σε ό,τι αφορά τα έσοδα του διαβόητου ελληνικού κράτους, μπορεί να υπολογίσει κανείς το ποσοστό απόδοσης των φόρων; Όχι δηλαδή πόσοι φόροι αναλογούν, ούτε πόσοι βεβαιώνονται, αλλά πόσοι φόροι στην πράξη εισπράττονται;
>Τι νόημα έχει όταν σωρηδόν εισάγονται νέοι φόροι, δίκαιοι ή άδικοι, αλλά τα ποσοστά είσπραξης είναι χαμηλά ως ανύπαρκτα;
>Τι νόημα έχει να αυξάνονται υπέρμετρα τα τέλη κυκλοφορίας, και στο τέλος του χρόνου εκατοντάδες χιλιάδες πινακίδες κυκλοφορίας να κατατίθενται στις εφορίες αφού οι ιδιοκτήτες τους δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν στο έξοδο;
>Τι νόημα έχει να αυξάνεται με την υπερβολική φορολόγηση η τιμή του πετρελαίου θέρμανσης σε τέτοιο βαθμό που σε πολλές πολυκατοικίες το ζήτημα τις έχει μετατρέψει σε… αρένα (και Αρκτική…), αλλά και η τιμή των καυσίμων γενικότερα, με την κατανάλωση να μειώνεται σημαντικά, άρα και την προς απόδοση φορολογία;
Φυσικά και στις δύο περιπτώσεις, που είναι από τις πιο χαρακτηριστικές που ζούμε σήμερα, υπάρχει νόημα και αυτό είναι η μείωση του ελλείμματος εμπορικών συναλλαγών της χώρας. Δηλαδή, καταναλώνουμε λιγότερο, άρα παράλληλα με την αύξηση των εξαγωγών προκύπτει η μείωση.
Από το σημείο αυτό όμως μέχρι την… απαγόρευση της χρήσης για πολλούς συνανθρώπους μας που πλέον έχουν δει το εισόδημα τους να μειώνεται δραματικά υπάρχει μεγάλη απόσταση.
Αν δεν το πάρουμε απόφαση ότι το «κράτος – πατερούλης» πέθανε (όχι τώρα που έγινε η επίσημη ταφή, αλλά από τις αρχές της δεκαετίας όταν εισαγάγαμε το ευρώ ως το εθνικό νόμισμα), τόσο οι αριθμητικές του Υπουργείου Οικονομικών θα συνεχίζουν να είναι εκτός πραγματικότητας. Το πρόβλημα βέβαια είναι ότι παρασύρουν μαζί τους και τη χώρα.
Η εξίσωση είναι δραματικά απλή: μεγάλο κράτος σημαίνει μεγάλους φόρους. Στην δε ελληνική περίπτωση το κράτος δεν είναι μόνο μεγάλο αλλά και εντυπωσιακά «σπάταλο» και αναποτελεσματικό και ανοργάνωτο και υπέρμετρα γραφειοκρατικό. Κρατικά ελεγχόμενη και κρατικοδίαιτη οικονομία σημαίνει μικρή ανταγωνιστικότητα και συνεχή παραγωγή ελλειμμάτων.
Το τραγικό είναι ότι σήμερα ΟΛΕΣ σχεδόν οι πολιτικές δυνάμεις επιμένουν στη διατήρηση της «καθεστηκυίας τάξης». Η μεταχείριση των δημόσιων υπάλληλων σε αντίθεση με την πραγματικότητα που βιώνουν οι απασχολούμενοι στον ιδιωτικό είναι σαφώς προνομιακή. Το ευφυολόγημα για το «ξεπούλημα» της δημόσιας περιουσίας είναι όχι μόνο έωλο αλλά και από ένα σημείο και πέρα ξεκαρδιστικό, διότι εάν είναι να «ξεπουληθεί» μια δημόσια επιχείρηση που έχει βάλει μέσα τον φορολογούμενο δισεκατομμύρια, το σωστό είναι μάλλον να… δωριστεί, μήπως και αυτό που θα την πάρει έχει τον τρόπο να την επιστρέψει στην κερδοφορία και αντί να μπαίνει μέσα το κράτος, δηλαδή ο φορολογούμενος, να εισπράττει κιόλας φόρους.
Το δημόσιο μέχρι κάποιον καιρό δεν γνώριζε ούτε πόσους υπαλλήλους έχει ούτε ακόμη και σήμερα γνωρίζει τι περιουσία έχει (θυμάται άραγε κανείς το περιβόητο κτηματολόγιο;). Οι δε κρατικά ελεγχόμενες επιχειρήσεις στη συντριπτική τους πλειοψηφία απλώς παράγουν συνεχώς ελλείμματα. Η δε θεωρία της «στρατηγικής σημασίας δημόσιων επιχειρήσεων» (η οποία περιλαμβάνει σχεδόν όλες, δηλαδή όλους σχεδόν τους τομείς οικονομικής δραστηριότητας) είναι το ίδιο φαιδρή. Η παραχώρηση της χρήσης ενός λιμένα ή ενός αεροδρομίου πόσο επηρεάζει τη στρατηγική κατάσταση της χώρας; Ο φόβος ότι μπορεί ο ιδιώτης επενδυτές να «το πάρει και να φύγει» εκ των πραγμάτων δεν έχει βάση, ενώ ουδείς εμποδίζει το κράτος να λάβει μέτρα και να θεσπίσει κανόνες όταν τεθεί το θέμα της εθνικής ασφάλειας.
Με το να χαρακτηρίζονται όλες οι δημόσιες επιχειρήσεις συλλήβδην ως «στρατηγικής σημασίας» πετυχαίνουμε δύο πράγματα: Αφενός χάνουμε κάθε ίχνος αξιοπιστίας διότι ουδείς σοβαρός άνθρωπος στο εξωτερικό μπορεί να παρακολουθήσει τέτοια επιχειρηματολογία (όλοι οι υπόλοιποι είναι τρελοί εκτός από εμάς τους γνωστικούς) και αφετέρου να γελοιοποιούμαστε… σε στρατηγικό επίπεδο, αφού όταν εμφανίζεσαι αυτό που αποκαλείς με αυτό τον τρόπο να το έχεις καταστήσει μη βιώσιμο οικονομικά, είσαι πραγματικά το άκρων άωτον της ανυποληψίας και ένας εξ ορισμού ΑΧΡΗΣΤΟΣ εταίρος.
Το ίδιο συμβαίνει και με τη φορολογία. Νέοι φόροι και τέλη επιβάλλονται και οι υπάρχοντες αυξάνουν, αλλά ουδείς ασχολείται με τη διασφάλιση της είσπραξης τους. Φυσικά το ζήτημα δεν λύνεται νομικά (οι τελευταίες πληροφορίες αναφέρουν την αυστηροποίηση της σχετικής νομοθεσίας), αλλά με την ουσιαστική παρέμβαση του «εισπράκτορα» στη αλυσίδα της οικονομικής δραστηριότητας.
Σε προηγούμενα σημειώματα μας (http://www.defence-point.gr/news/?p=64259 και http://www.defence-point.gr/news/?p=56518) έχουμε παρουσιάσει τις γενικές γραμμές ενός νέου συστήματος που φορολογεί τον πολίτη ανάλογα με το καθαρό του εισόδημα (δηλαδή τη διαφορά μεταξύ εσόδων και εξόδων) και ταυτόχρονα με τη γενίκευση και αποκλειστική χρήση του «πλαστικού χρήματος» για όλες απαρέγκλιτα τις συναλλαγές διασφαλίζει την άμεση και αυτόματη είσπραξη των φόρων από το δημόσιο.
Φαίνεται όμως ότι η πολιτικοί μας ταγοί αλλά και η γραφειοκρατία αρέσκονται περισσότερο στα να προσφέρουν «χάρες» στους «υπηκόους» (φοροαπαλλαγές, εξαιρέσεις, ειδικά καθεστώτα, κ.λπ.) και εκ των υστέρων να αντικρίζουν εκστασιασμένοι το «Έβερεστ» των περιβόητων ληξιπρόθεσμων οφειλών, που συνέχεια αυξάνει, προσπαθώντας να ανακαλύψουν ευρηματικούς τρόπους για να τις εισπράξουν.
Το «δις εξαμαρτείν ουκ ανδρός σοφού».
πηγή
Δημοσίευση σχολίου