Η αμερικανική εμπλοκή με τη Κίνα ξεκίνησε πριν από τέσσερις δεκαετίες, όταν ο τότε πρόεδρος Νίξον προσπάθησε να τη καταστήσει αντίβαρο απέναντι στη σοβαρή απειλή της ΕΣΣΔ. Στο διάστημα που πέρασε η ΕΣΣΔ εξαφανίστηκε, και οι σχέσεις ΗΠΑ-Κίνας αναπτύχθηκαν. Από εκεί που ήταν περιορισμένες απλά και μόνο σε σχέσεις μυστικής διπλωματίας, κατέληξαν σε μια εμπορική σχέση αξίας $400 δισ. ετησίως, πολιτιστικές, ακαδημαϊκές, ακόμη και στρατιωτικές επαφές.
Σε όλο αυτό το διάστημα, η αμερικανική πολιτική βασίστηκε σε μια σταθερή υπόθεση:
Όσο οι ΗΠΑ συναναστρέφονται τη Κίνα σε επίπεδο ομαλών σχέσεων, ενθαρρύνοντας τη συμμετοχή της σε διεθνείς θεσμούς, και στηρίζοντας την ευμάρειά της, τόσο θεωρείται πιο πιθανό η Κίνα να εξελιχτεί σε δύναμη ειρήνης και σταθερότητας.
Μέχρι σήμερα, η εντυπωσιακή εξέλιξη της Κίνας υπήρξε σχετικά φιλειρηνική. Τόσο, που πολλοί παραδοσιακοί ανταγωνιστές της στην Ασία, όπως η Ιαπωνία και η Κορέα, άρχισαν να τη βλέπουν ως μια εναλλακτική λύση στη θέση της παρηκμασμένης Αμερικής, στο ρόλο του περιφερειακού «εγγυητή». Μια άλλη φήμη ήταν πως η Αμερική θα μπορούσε ίσως να σχηματίσει μια συνεργασία τύπου G-2 με τη Κίνα στη διαχείριση των παγκοσμίων ζητημάτων.
Τις τελευταίες όμως εβδομάδες, η συμπεριφορά της Κίνας έχει υπενθυμίσει στον κόσμο πως η χώρα παραμένει απολυταρχική, με ανοιχτά εθνικά και κυριαρχικά θέματα, και ιδιαίτερες απόψεις όσον αφορά στο πως θα μπορούσε να προωθήσει σε πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο τη νέα οικονομική της ισχύ.
Οι σχέσεις με την Ιαπωνία είναι ένα παράδειγμα. Οι δυο χώρες πολέμησαν μεταξύ τους επί 15 χρόνια στη διάρκεια του 20ου αιώνα, σήμερα όμως, η Ιαπωνία αποτελεί τον μεγαλύτερο ξένο επενδυτή στη κινεζική οικονομία. Με την επιμονή της Κίνας να απελευθερωθεί ένας Κινέζος πλοίαρχος που πρόσφατα συγκρούστηκε με ιαπωνικό σκάφος σε αμφισβητούμενα ύδατα, το Πεκίνο μετατρέπει ένα ήσσονος σημασίας περιστατικό σε μια γεωπολιτική διαμάχη, και μάλιστα τη συνοδεύει με εθνικιστικές διαδηλώσεις υπό την αιγίδα του κράτους, σε διάφορες κινεζικές πόλεις. Το χειρότερο είναι η φήμη πως η Κίνα απείλησε να στερήσει την ιαπωνική βιομηχανία από σπάνια πολύτιμα μεταλλεύματα, μέχρι αυτή να συμμορφωθεί. Η Κίνα πάντως το διέψευσε.
Η Ιαπωνία τελικά ενέδωσε και υποσχέθηκε να απελευθερώσει τον καπετάνιο, όμως τώρα η Κίνα κλιμακώνει ζητώντας και μια δημόσια συγγνώμη. Παράλληλα, συνεχίζει να αμφισβητεί την αμερικανική επιθυμία για επιβολή κυρώσεων εναντίον του Ιράν, και πιέζει για τη κατασκευή πυρηνικού αντιδραστήρα στο Πακιστάν, μια πιθανή παραβίαση της διεθνούς νομοθεσίας περί εξάπλωσης των πυρηνικών. Και βέβαια, δεν δείχνει καμία ένδειξη να επιτρέψει στο υποτιμημένο νόμισμά της να αυξηθεί σε αξία, παρά τις προσπάθειες του Ομπάμα, αλλά και άλλων εμπορικών εταίρων της, των οποίων οι οικονομίες πλήττονται από τη κινεζική στάση στο θέμα της ισοτιμίας των νομισμάτων.
Όλα αυτά, κάθε άλλο παρά μια μετριοπαθή χώρα, που θέλει να ταιριάξει με το διεθνές σύστημα κανόνων, δείχνει. Η Κίνα μοιάζει πιο πολύ με μια μερκαντιλιστική χώρα του 19ου αιώνα. Η πρόσφατη σύγκρουση με τους Ιάπωνες, είναι πολύ πιθανό να αποτελεί απλά μια καιροσκοπική δοκιμασία της νέας ιαπωνικής ηγεσίας, και της αντοχής της συνεργασίας ασφάλειας που υφίσταται μεταξύ Ιαπωνίας-ΗΠΑ.
Ευτυχώς, η κυβέρνηση του Ομπάμα, παρά τις κάποιες αρχικές αμφιταλαντεύσεις, δείχνει να στηρίζει πλήρως αυτή τη συμμαχία. Και από τη πλευρά τους, η Ιαπωνία, η Νότιος Κορέα, και άλλες χώρες σύμμαχοι της Αμερικής στην περιοχή, φαίνεται πως ανακάλυψαν εκ νέου τη σοφία των σχέσεων με την Αμερική, βλέποντας τον τρόπο με τον οποίο συμπεριφέρεται η Κίνα.
Δημοσίευση σχολίου