Το 2010 δεν το πρόφτασε ο Νίκος Κακαουνάκης. Αν μείνουμε συμβατικά στο «ο νεκρός δεδικαίωται» θα αναλωθούμε στη μεγέθυνση των αναμφισβήτητων θετικών ενός ξεχωριστού δημοσίου προσώπου.
Όμως το δικό του ξεχωριστό, ο τρόπος δηλαδή που ο ίδιος έζησε, διακρίθηκε και εν τέλει σημάδεψε τα πυκνά, αντιφατικά, ανατρεπτικά κοντά 50 χρόνια από το 1960, ήταν αντισυμβατικός, ουσία ξενιστικός. Του χρωστάμε λοιπόν εντίμως, κάτι περισσότερο από διθυράμβους......
Τη ζωή του την έζησε και στον ιδιωτικό και στον δημόσιο βίο. Άφησε το χνάρι του και πάτησε τη γη.
Εκπροσωπεί στη δημοσιογραφία, ξεκινώντας από τη μεγάλη σχολή του Συγκροτήματος, την άνοδο και την πτώση της.
Την άνοδο της μεταδικτατορικής περιόδου, του ΠΑΣΟΚ της άλλης μισής Ελλάδας, του ραδιοφώνου και της πρώτης τηλεόρασης.
Αυτό δηλαδή που κάθε τίμιος πολιτικός επιστήμονας θα αποκαλούσε «οργανικό διανοούμενο» και κάθε αυθεντικός μετα-γιάπης «διαμορφωτή κοινής γνώμης».
Ήταν ο εκφραστής της λαϊκής ψυχής, τότε που το λαϊκό σήμαινε πέντε καθαρά πράγματα. Και τα μαζικά κόμματα επίσης.
Όταν η δεκαετία του 90 έστριψε και το πολιτικό μας σύστημα δεν άντεξε την απορρύθμιση που έφεραν οι γεωπολιτικές και τεχνολογικές αλλαγές, άλλαξαν και τα κόμματα και τα Μέσα και οι άνθρωποι.
Στην πτώση τώρα της δημοσιογραφίας, στη νέα άγρια μάχη εξουσίας, που έφερε και νέα ήθη ο Κακαουνάκης επιβίωσε γιατί ήταν Κρητίκαρος αλλά και γιατί είχε πάντα κάτι να δώσει. Να δώσει νόημα και ερμηνεία στις συγκλονιστικές αλλαγές που ο αυτός ο ίδιος, λαϊκός κόσμος δεν καταλάβαινε. Δεν τους πρόδωσε, τους ακολούθησε η μάλλον τους οδήγησε στη νέα εποχή, με άλλα σύμβολα, με κουρελιασμένες σημαίες.
Οι αλλαγές το έχουν αυτό. Κάνουν τους φτωχούς φτωχότερους και τους πλούσιους πλουσιότερους. Όχι μόνο ή τόσο σε λεφτά, αλλά πιο πολύ σε πρώτη ύλη, δηλαδή σε σκέψη, σε αντίληψη, σε κατανόηση σε εκλογίκευση των συναισθημάτων. Κάπως έτσι σιγά σιγά περάσαμε από την διαχείριση της ελπίδας στη διαχείριση των φόβων. Και εκεί άνθισαν πολλά λουλούδια. Με κεντρικό μότο τις θεωρίες συνωμοσίας, την καταγγελία, τον κατευθυνόμενο τραμπούκο-εκφοβισμό. Η ερτζιανή δημοσιογραφία με τα σημειώματα, τους στόχους και αργότερα τα Ποντίκια, τις Γάτες, τα Καρφιά και τα πέταλα.
Εκεί ο Κακαουνάκης υπηρέτησε πολλούς αφέντες. Επειδή πάντα ήταν ικανός τους εξυπηρέτησε καλά…., επαγγελματικά. Το μεταλλαγμένο κομματικό σύστημα, τους νέους άρχοντες των Μέσων.
Ένα δεν άλλαξε, ο Νίκος. Το ακροατήριο. Ο ίδιος λαϊκός κόσμος, το κρέας για τα κανόνια του Βίσμαρκ, κάτι πάνω από την Αυριανή, κάτι πάντα Αριστερά, κάτι θολό και πια γερασμένο, ίσως φολκλορικό και ουσιωδώς ανήμπορο, ψιλό-κομπιναδόρο και δημοσιοϋπαλληλικό, απολήξεις από την τεράστια γενετική δεξαμενή του Βενιζέλου και της Εθνικής Αντίστασης.
Τους ακολούθησε πιστά και το 89 και το 2004 αλλά και το 1996 .
Έτσι έγινε το πρόσωπο, η «περσόνα», ο ρόλος του Λαϊκιστή αγκιτάτορα, του ενδο-συστημικού αμφισβητία, της ανοίκειας οικειότητας του Ενικού που συνθλίβει τη θέση, το ρόλο, τη σχέση στο δημόσιο χώρο. Έγινε ο «πες τα Νίκο αγιάσει το στόμα σου» που αντηχούσε σταθερά στις λαϊκές αγορές.
Ο Κακαουνάκης είναι ένα από τα λίγα πρόσωπα, που τόσο καθαρά και με συνέπεια έκφρασαν την απομάγευση της Ελληνικής κοινωνίας, την κατάρρευση μύθων κυρίως της Αριστεράς. Οδυνηρή για πολλούς αλλά και απολύτως ρεαλιστική επιβεβαίωση ότι κάθε κόμμα εξουσίας έχει ανάγκη από στρατό για μάχες σε «όλα τα πεδία».
Κατά κάποιο τρόπο ο αφοριστικός, απόλυτος λόγος του ήταν η επιβεβαίωση για το ακριβώς αντίθετο. Το τέλος της αυθεντίας , την αποδοχή ότι οι «καλοί» υπάρχουν παντού , όπως και οι «κακοί». Ότι το μέτρο, ο αναστοχασμός και η κριτική σκέψη είναι αναγκαία για να είμαστε πιο άνθρωποι, να μην αισθανόμαστε αιώνια ενεργούμενα, πρόβατα.
Ο Κακαουνάκης μας άφησε και κάτι άλλο. Ήταν εντέλει δημοσιογράφος, έκανε δηλαδή ρεπορτάζ και είχε γνώμη. Καμιά σχέση με τα video-clubs που ονομάζονται Κυριακάτικες εφημερίδες, καμιά σχέση με την δήθεν αδιαμεσολάβητη δημοσιογραφία, την ψευδαίσθηση δηλαδή, που πουλάν οι διάφοροι «νεοεκδότες» πως μεταφέρουν δήθεν στον αναγνώστη ότι ξέρουν κι εκείνοι, μοιράζονται τάχα όλες τις πληροφορίες τους και τον αφήνουν ελεύθερο να κρίνει.
Εκείνος είχε γνώμη. Κουτσή, φτωχή, κατευθυνόμενη ενδεχομένως, αλλά γνώμη. Δηλαδή σεβασμό στη θέση και στο ρόλο του.
Κι έτσι τελικά φτάνουμε για ανάμνηση, δηλαδή για να κάνουμε το ξένο, τον θάνατο, οικείο και φίλιο, να ανάγουμε το πρόσωπο σε σύμβολο.
Όπως ο χορός στη Μαρία Νεφέλη, ο Νίκος Κακαουνάκης αξίζει να τον αποστραφούμε με τον χαιρετισμό: κάθε εποχή και το Κακαούνι της. Κι ας πει ό,τι θέλει ο αντιφωνητής.
Δημοσίευση σχολίου