Τσιλιόπουλος Ευθύμιος
Οι “Συμφωνίες του Αβραάμ” με τις οποίες αραβικές χώρες βρήκαν ένα modus vivendi με το Ισραήλ, οι προσπάθειες του Ερντογάν να τα βρει με όλους όσους είχε προσβάλει, οι συνεχιζόμενες συνομιλίες της Δύσης με το Ιράν, αλλά ακόμη και η επίσκεψη Άσαντ στη Σαουδική Αραβία (μέσα Μαρτίου), έχουν θεωρηθεί από κάποιους αναλυτές ως σημάδια ότι η πολύπαθη Μέση Ανατολή έχει βρει μια ισορροπία. Πολλές φορές, όμως, τα πράγματα δεν είναι όπως φαίνονται, ή όπως κάποιοι θέλουν να τα βλέπουν.
Όλη αυτή η διπλωματική και οικονομική δραστηριότητα αρέσει πολύ σε κύκλους της Ουάσιγκτον που ενθουσιάζονται με όρους, όπως “περιφερειακή αποκλιμάκωση” και “επανευθυγράμμιση”. Από την εποχή που οι ΗΠΑ πρωτοσκέφτηκαν την ιδέα της μετατόπισης του στρατηγικού τους βάρους στον Ειρηνικό, μέχρι που αυτή άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά, το σκεπτικό ήταν η Αμερική να απαγκιστρωθεί από τη Μέση Ανατολή, εφόσον οι περιφερειακοί παράγοντες συμπεριφέρονται υπεύθυνα και επιλύουν τις διαφορές τους. Στις ΗΠΑ, Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικάνοι ομονοούν στην ανάγκη απαγκίστρωσης από την Μέση Ανατολή. Αυτές οι φωνές έγιναν πιο δυνατές όταν το ISIS ηττήθηκε.
Η αποκαλούμενη Αραβική Άνοιξη καθυστέρησε την απαγκίστρωση, όξυνε, αλλά δεν δημιούργησε τα σημερινά στρατόπεδα στη Μέση Ανατολή. Στην μεταπολεμική εποχή οι χώρες της περιοχής χωρίζονταν σ’ αυτές που ασπάζονταν την δυτική τάξη πραγμάτων και στις άλλες που είχαν διαφορετικές πολιτικές. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 μια ομάδα χωρών τάχθηκε είχε στενή σχέση με τις ΗΠΑ. Οι χώρες αυτές ενστερνίζονται έβλεπαν τη Δύση ως εγγυητή της ασφάλειας και προσέβλεπαν στη ειρηνική διευθέτηση των αραβο-ισραηλινών συγκρούσεων και στη συνύπαρξη με το Ισραήλ.
Οι άλλες χώρες έβλεπαν τη Δύση ως ιμπεριαλιστική δύναμη. Ασπαζόμενες τον αραβικό εθνικισμό κι αργότερα τον ισλαμισμό, ήταν πιο επιρρεπείς στην ένοπλη σύγκρουση με το Ισραήλ και ταυτόχρονα επεδίωκαν να εξάγουν επαναστατικές πολιτικές στις φιλοδυτικές συντηρητικές χώρες. Θα ήταν λάθος, πάντως, να συνδέουμε την προσκόλληση στη Δύση με την μετριοπάθεια και την αντιδυτική κατεύθυνση με την επιθετικότητα. Αρκετές φορές συνέβη το αντίθετο.
Οι “Συμφωνίες του Αβραάμ” με τις οποίες αραβικές χώρες βρήκαν ένα modus vivendi με το Ισραήλ, οι προσπάθειες του Ερντογάν να τα βρει με όλους όσους είχε προσβάλει, οι συνεχιζόμενες συνομιλίες της Δύσης με το Ιράν, αλλά ακόμη και η επίσκεψη Άσαντ στη Σαουδική Αραβία (μέσα Μαρτίου), έχουν θεωρηθεί από κάποιους αναλυτές ως σημάδια ότι η πολύπαθη Μέση Ανατολή έχει βρει μια ισορροπία. Πολλές φορές, όμως, τα πράγματα δεν είναι όπως φαίνονται, ή όπως κάποιοι θέλουν να τα βλέπουν.
Όλη αυτή η διπλωματική και οικονομική δραστηριότητα αρέσει πολύ σε κύκλους της Ουάσιγκτον που ενθουσιάζονται με όρους, όπως “περιφερειακή αποκλιμάκωση” και “επανευθυγράμμιση”. Από την εποχή που οι ΗΠΑ πρωτοσκέφτηκαν την ιδέα της μετατόπισης του στρατηγικού τους βάρους στον Ειρηνικό, μέχρι που αυτή άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά, το σκεπτικό ήταν η Αμερική να απαγκιστρωθεί από τη Μέση Ανατολή, εφόσον οι περιφερειακοί παράγοντες συμπεριφέρονται υπεύθυνα και επιλύουν τις διαφορές τους. Στις ΗΠΑ, Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικάνοι ομονοούν στην ανάγκη απαγκίστρωσης από την Μέση Ανατολή. Αυτές οι φωνές έγιναν πιο δυνατές όταν το ISIS ηττήθηκε.
Η αποκαλούμενη Αραβική Άνοιξη καθυστέρησε την απαγκίστρωση, όξυνε, αλλά δεν δημιούργησε τα σημερινά στρατόπεδα στη Μέση Ανατολή. Στην μεταπολεμική εποχή οι χώρες της περιοχής χωρίζονταν σ’ αυτές που ασπάζονταν την δυτική τάξη πραγμάτων και στις άλλες που είχαν διαφορετικές πολιτικές. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 μια ομάδα χωρών τάχθηκε είχε στενή σχέση με τις ΗΠΑ. Οι χώρες αυτές ενστερνίζονται έβλεπαν τη Δύση ως εγγυητή της ασφάλειας και προσέβλεπαν στη ειρηνική διευθέτηση των αραβο-ισραηλινών συγκρούσεων και στη συνύπαρξη με το Ισραήλ.
Οι άλλες χώρες έβλεπαν τη Δύση ως ιμπεριαλιστική δύναμη. Ασπαζόμενες τον αραβικό εθνικισμό κι αργότερα τον ισλαμισμό, ήταν πιο επιρρεπείς στην ένοπλη σύγκρουση με το Ισραήλ και ταυτόχρονα επεδίωκαν να εξάγουν επαναστατικές πολιτικές στις φιλοδυτικές συντηρητικές χώρες. Θα ήταν λάθος, πάντως, να συνδέουμε την προσκόλληση στη Δύση με την μετριοπάθεια και την αντιδυτική κατεύθυνση με την επιθετικότητα. Αρκετές φορές συνέβη το αντίθετο.
Αλλάζουν στρατόπεδο
Ενώ η σύνθεση κάθε στρατοπέδου έχει αλλάξει με την πάροδο του χρόνου, η βασική διαίρεση έχει επιζήσει. Για παράδειγμα, τη δεκαετία του 1970, η Αίγυπτος, υπό τον Σαντάτ, μεταπήδησε στο φιλοδυτικό στρατόπεδο, ενώ η Ισλαμική Επανάσταση μετακίνησε το Ιράν στην άλλη πλευρά. Πιο πρόσφατα, η Τουρκία του Ερντογάν, παρότι μέλος του ΝΑΤΟ, έχει γίνει αναθεωρητική. Το Κατάρ έχει επίσης παρεκκλίνει από το Συμβούλιο Συνεργασίας του Κόλπου (Σαουδική Αραβία, Εμιράτα, Κουβέιτ, Ομάν και Μπαχρέιν) σε πιο ισλαμιστικό προσανατολισμό.
Πριν την Αραβική Άνοιξη, η στάση κάθε χώρας στη Μέση Ανατολή καθοριζόταν κυρίως από το Παλαιστινιακό. Το ένα στρατόπεδο υποστήριζε την ειρήνη με το Ισραήλ ως τη πιο στρατηγικά συμφέρουσα επιλογή για τα αραβικά κράτη, ενώ το άλλο αντιτάχθηκε, θεωρώντας ότι το Ισραήλ είναι ένα παράνομο κράτος που συμπεριφέρεται επιθετικά. Η Αραβική Άνοιξη όξυνε τον περιφερειακό διχασμό με δύο τρόπους:
Πρώτον, σαν επαναστατικό κύμα, ενδυνάμωσε τους αντιδυτικούς. Το Ιράν και η Τουρκία πανηγύρισαν την Αραβική Άνοιξη ως ισλαμική αφύπνιση που θα δημιουργούσε περισσότερες ισλαμιστικές κυβερνήσεις. Και οι δύο χώρες προσπάθησαν να αποκτήσουν πλεονέκτημα από το κενό ισχύος που δημιουργήθηκε από την αποχώρηση των ΗΠΑ και την αποδυνάμωση των φιλοδυτικών αραβικών καθεστώτων. Το έπραξαν άμεσα, ή μέσω πληρεξούσιων, σε Συρία, Ιράκ, Υεμένη και Λιβύη.
Δεύτερον, η Αραβική Άνοιξη προκάλεσε μια ριζική ανακατανομή ισχύος. Οι ΗΠΑ δεν παρείχαν πλέον επαρκή υποστήριξη, ενώ από το 1979, το Ιράν μετατράπηκε στον κύριο πόλο των αντιδυτικών κρατών. Τα κράτη του Κόλπου, αντίθετα –μέσω του άφθονου χρήματος και των παγκόσμιας εμβέλειας ΜΜΕ– είχαν άλλες ευκαιρίες να προβάλουν την ισχύ τους στο εξωτερικό, κυρίως σε χώρες που ήθελαν να παραμείνουν στο φιλοδυτικό στρατόπεδο, αλλά δοκιμαζόντουσαν οικονομικά, όπως η Αίγυπτος και η Ιορδανία.
Τα περισσότερα από τα ευθυγραμμισμένα με τη Δύση αραβικά κράτη του Κόλπου ένιωσαν ότι απειλούνται από τις λαϊκές διαμαρτυρίες που πυροδότησε η Αραβική Άνοιξη και το ενδεχόμενο το Ιράν να εκμεταλλευτεί την αναταραχή, όπως έγινε στο Μπαχρέιν. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την απροθυμία των ΗΠΑ να παρέμβουν υπέρ τους, ώθησε την Σαουδική Αραβία και τα Εμιράτα να εμπλακούν σε πολιτικές και στρατιωτικές προσπάθειες κατά των αντιδυτικών στις συγκρούσεις σε Συρία, Λιβύη και Υεμένη.
Η Άγκυρα ρίχνει γέφυρες
Πρόσφατα, πέραν των “Συμφωνιών του Αβραάμ”, οι οποίες εξομάλυναν τις σχέσεις του Ισραήλ με μετριοπαθείς αραβικές χώρες, η Άγκυρα επιδόθηκε σε μία εργώδη προσπάθεια να εξομαλύνει τις σχέσεις με κράτη της περιοχής, τις οποίες ο ίδιος ο Ερντογάν είχε καταστρέψει με την ρητορική αμετροέπεια του και κυρίως με τη στήριξη τζιχαντιστικών ομάδων. Η Τουρκία έριξε διπλωματικές γέφυρες προς όλα τα κράτη της περιοχής, εκτός από δύο: την Ελλάδα και την Κύπρο. Κι αυτό έχει τη σημασία του.
Επιπλέον, η οικονομική κρίση στην Τουρκία έχει οξυνθεί με τον επίσημο πληθωρισμό να έχει φτάσει στο 70%. Ευρισκόμενος υπό πίεση, ο “σουλτάνος” έπαψε να αποκαλεί τους εμίρηδες πειρατές, αδαείς και ανίκανους. Mετέφερε επίσης τη δίκη (ερήμην) για τη δολοφονία του Κασόγκι στη Σαουδική Αραβία, βάζοντας τέλος σε κάθε πιθανότητα οι ένοχοι να λογοδοτήσουν. Με τις κινήσεις αυτές ελπίζει σε επενδύσεις από τα τεράστια κρατικά επενδυτικά ταμεία των κρατών του Κόλπου, εμπορικές συμφωνίες, swap χρεών και ίσως πωλήσεις drones.
Η τουρκική προσέγγιση με το Ισραήλ δεν αφορά οικονομικά οφέλη. Η Άγκυρα δεν το θέλει απέναντί της και κυρίως σύμμαχο της Ελλάδας. Επίσης, πιστεύει ότι εάν τα βρει με το Ισραήλ θα εκτονωθεί η πίεση που ασκεί στην Τουρκία η Ουάσιγκτον. Οι Τούρκοι φαίνεται να πιστεύουν ότι οι εβραϊκές οργανώσεις στις ΗΠΑ θα τους υποστηρίξουν, ή τουλάχιστον δεν θα τους ανταγωνίζονται εάν αποκατασταθούν οι σχέσεις τους με το Ισραήλ. Το εβραϊκό λόμπι, όμως, δεν θα βοηθήσει την Άγκυρα για την άρση των αμερικανικών κυρώσεων για την αγορά των S-400, ούτε για τις τουρκικές παραβιάσεις των αμερικανικών κυρώσεων κατά του Ιράν, ούτε για το σκάνδαλο της τουρκικής Halkbank.
Καχυποψία για τον Ερντογάν
Όσον αφορά την προοπτική άρσης των κυρώσεων στο Ιράν, τα Εμιράτα έχουν ενδιαφέρον για επενδυτικές ευκαιρίες εκεί, ιδίως για ένα έργο ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Οι σχέσεις Ριάντ-Τεχεράνης δεν έχουν φτάσει μέχρι εκεί. Πίσω, όμως, από τα χαμόγελα και τις συνομιλίες για συνεργασία, είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι έχει εξαφανιστεί η αμοιβαία καχυποψία, αν όχι εχθρότητα. Μετά από τόσα χρόνια εκατέρωθεν εκτόξευσης κατηγοριών και ύβρεων, οι διακηρύξεις περί αδελφικών σχέσεων εγείρουν μεγάλες επιφυλάξεις.
Μην μπορώντας να επιβληθούν στους αντιπάλους τους με τη βία, οι χώρες της περιοχής προσπαθούν τώρα με διαφορετικό τρόπο. Δεν έχει αλλάξει κάτι στην γνώμη των Εμιράτων ή της Σαουδικής Αραβίας για τον Ερντογάν. Τα χαμόγελα των Αράβων ηγετών στις συναντήσεις τους με τον “σουλτάνο” απλά δείχνουν πόσο καλά γνωρίζουν την απεγνωσμένη ανάγκη του για επενδύσεις και οικονομική βοήθεια με σκοπό να στηρίξει την συνεχώς μειούμενη δημοτικότητά του εν όψει των κρίσιμων εκλογών της άνοιξης του 2023. Αυτό δίνει στους Άραβες του Κόμπου δυνατότητα άσκησης επιρροής στην Άγκυρα μέσω του οικονομικού εργαλείου, κάτι που δεν μπόρεσαν να κάνουν, υποστηρίζοντας τον Χαφτάρ στη Λιβύη.
Αλλά και οι Ισραηλινοί είναι επιφυλακτικοί με την Τουρκία. Δεν εμπιστεύονται τον Ερντογάν, αλλά θέλουν να πάρουν ό,τι μπορούν από τη νέα πολιτική του, ιδίως να σταματήσει να στηρίζει τη Χαμάς. Οι Ισραηλινοί δεν είναι διατεθειμένοι να εγκαταλείψουν τους ισχυρούς οικονομικούς και αμυντικούς δεσμούς με Ελλάδα και Κύπρο για χάρη της βελτίωσης των σχέσεών τους με την Άγκυρα. Παρομοίως, το φλερτ του Ερντογάν με την Αίγυπτο, δεν φαίνεται να αποδίδει καρπούς.
Ο χρόνος μετράει αντίστροφα
Η τουρκική κυβέρνηση θέλει να αποκαταστήσει τις σχέσεις της με Ισραήλ και Αίγυπτο, κυρίως για να αποστερήσει Ελλάδα και Κύπρο από δύο ισχυρούς φίλους. Το ίδιο ισχύει και για τα αραβικά κράτη του Κόλπου. Ενώ η προσοχή είναι στραμμένη στην Ουκρανία, ελάχιστοι έχουν παρατηρήσει την πρόσφατη απότομη αύξηση των τουρκικών εισβολών στον ελληνικό εναέριο χώρο στο Αιγαίο. Φαίνεται ότι η Τουρκία αποκλιμακώνει σε ορισμένα μέτωπα, ώστε να κλιμακώσει αλλού.
Αναφορικά με την αντιπαράθεση του Ιράν με τα Εμιράτα και τη Σαουδική Αραβία, είναι εμφανές ότι τα δύο αραβικά κράτη είναι ευάλωτα έναντι της Τεχεράνης. Έχουν, λοιπόν, λόγους να μειώσουν τις εντάσεις με την Τεχεράνη, τώρα που δικαιολογημένα θεωρούν ότι δεν μπορούν πλέον να υπολογίζουν στη βοήθεια των ΗΠΑ. Αυτή η αποκλιμάκωση έχει σκοπό να εξοικονομήσει χρόνο στη Σαουδική Αραβία και στα Εμιράτα για να δουν πώς θα αντιμετωπίσουν την ιρανική απειλή. Στο πλαίσιο αυτό προσέγγισαν το Ισραήλ και συνεργάζονται με την Κίνα και τη Ρωσία, ενώ δεν αποκλείεται να αναπτύξουν και πυρηνικά όπλα.
Το Ιράν βλέπει με ανησυχία τις στρατιωτικές κινήσεις της Τουρκίας στο Ιράκ και στη βορειοανατολική Συρία. Ωθεί, μάλιστα, σιιτικές πολιτοφυλακές να εκτελούν επιθέσεις εναντίον της τουρκικής παρουσίας. Η στάση του Ερντογάν στο Ουκρανικό ενισχύει την κρίση εμπιστοσύνης των Δυτικών έναντί του. Το γεγονός, μάλιστα, ότι η Άγκυρα απειλεί Ελλάδα και Κύπρο σε κάθε ευκαιρία δεν προοιωνίζεται κάτι καλό για την περιοχή. Ο “σουλτάνος” χρησιμοποιεί την απειλή βέτο για την ένταξη Σουηδίας και Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ σαν “πολυεργαλείο” για να πετύχει παραχωρήσεις από τους Σκανδιναβούς, να κεντρίσει το εθνικιστικό αίσθημα και να έρθει σε επαφή με τον Μπάιντεν. Αυτός ο ωμός εκβιασμός δεν περνάει απαρατήρητος από κανέναν.
Δημοσίευση σχολίου