Μίχας Ζαχαρίας
Η δημόσια συζήτηση στην Ελλάδα αναφορικά με την εξέλιξη των σχέσεων με τις ΗΠΑ στον τομέα της άμυνας έχει πλέον μπει στην ορθή της βάση. Αυτό που έχει γίνει αντιληπτό είναι ότι η Ελλάδα νομιμοποιείται να διεκδικεί ανταλλάγματα για την “αμυντική επένδυση” των ΗΠΑ στον ελληνικό χώρο. Αυτό προκύπτει με βάση την ιστορική εμπειρία των χρυσοφόρων ανταλλαγμάτων στην Τουρκία για διάστημα δεκαετιών, όπως και η ετήσια δωρεάν βοήθεια 3,8 δισ. και δύο δισ. δολαρίων αντίστοιχα, προς το Ισραήλ και την Αίγυπτο.
Ωστόσο, η εικόνα που υπάρχει –σύμφωνα με τα ρεπορτάζ έμπειρων δημοσιογράφων– παραπέμπει σε μια “διαπραγμάτευση αλά γκρέκα”. Για την ακρίβεια, υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι παραβιάζονται θεμελιώδεις κανόνες μιας τέτοιας διαπραγμάτευσης, αν όχι της λογικής. Το τελευταίο ρεπορτάζ υπογράφεται από τον δημοσιογράφο Βασίλη Νέδο στην kathimerini.gr και έχει τίτλο “Παζάρι μέχρι το πάρα ένα για τις αμερικανικές βάσεις”.
Αναφέρεται, λοιπόν, στο ρεπορτάζ: «Από την Ελλάδα γίνονται μεγάλες προσπάθειες προκειμένου να επεκταθεί η παρουσία των αμερικανικών Ενόπλων Δυνάμεων στις εγκαταστάσεις των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων (αεροπορικές και ναυτικές) στη Σκύρο και σε κάποιες τοποθεσίες στη Θράκη, όπως και στην Ανδραβίδα. Από την αμερικανική πλευρά τα αιτήματα έχουν αντιμετωπιστεί έως τώρα με αρκετό σκεπτικισμό, ωστόσο οι συζητήσεις συνεχίζονται».
Λανθασμένα μηνύματα
Αυτό σημαίνει ότι η Ελλάδα έχει ζητήσει ως αντάλλαγμα από τους Αμερικανούς την παρουσία τους σε διάφορες στρατιωτικές βάσεις ανά την επικράτεια. Το αίτημα αυτό προφανώς εδράζεται στη λογική της αποτροπής. Το κόστος για να πλήξει ο αντίπαλος τις βάσεις αυτές θα ήταν από πολύ υψηλό έως απαγορευτικό, εάν σε αυτές σταθμεύουν αμερικανικές δυνάμεις. Αυτή η λογική, όμως, πάσχει:
Πρώτον, διαβιβάζει το μήνυμα ότι οι ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις δεν έχουν τη δυνατότητα να υπερασπίσουν αποτελεσματικά τις βάσεις αυτές σε περίπτωση σύγκρουσης και η λύση που προκρίνουν δεν είναι η εξασφάλιση των μέσων που θα το καταστήσουν δυνατό, αλλά ψάχνουν ομπρέλα προστασίας. Αυτό εισπράττει δικαιολογημένα η αμερικανική, καθώς φυσικά η τουρκική πλευρά.
Δεύτερον, μετατρέπει την παρουσία των αμερικανικών δυνάμεων σε αντάλλαγμα(!), ενώ πρόκειται για προσφορά της ελληνικής πλευράς στην αμερικανική, η οποία θέλει τις διευκολύνσεις και θα έπρεπε γι’ αυτές να προσφέρει ανταλλάγματα. Οι Αμερικανοί έχουν βάσεις στην Ελλάδα, επειδή αυτό υπαγορεύουν τα συμφέροντά τους κι όχι για να προστατεύσουν τις ελληνικές αμυντικές εγκαταστάσεις. Γι’ αυτό και οφείλουν να προσφέρουν ανταλλάγματα, όπως δίνουν και σε άλλες χώρες.
Ενθουσιασμένοι οι Αμερικανοί!
Η αμερικανική πλευρά είναι ενθουσιασμένη με την παράδοξη ελληνική προσέγγιση, έστω κι αν δεν το δείχνει για διοαπραγματευτικούς λόγους. Και είναι ενθουσιασμένη επειδή παίρνει αυτό που θέλει, χωρίς να πληρώνει αντίτιμο. Και το επιχείρημα της το δίνει η Αθήνα! Σύμφωνα με το ίδιο ρεπορτάζ: «Από την αμερικανική πλευρά τα αιτήματα έχουν αντιμετωπιστεί έως τώρα με αρκετό σκεπτικισμό, ωστόσο οι συζητήσεις συνεχίζονται»!
Γιατί να αποκαλύψουν την ικανοποίησή τους και να μην παίξουν θέατρο με σκοπό να μεγιστοποιήσουν την αξία του “ανταλλάγματος” που στην πραγματικότητα είναι προσφορά κι άλλων διευκολύνσεων; Με άλλα λόγια, αντί να πληρώσουν, όπως αλλού, για να εξασφαλίσουν τις στρατιωτικές διευκολύνσεις που θέλουν, με ελληνική ευθύνη όσα ζητούν και εξασφαλίζουν έχουν μετατραπεί από προσφορά της Ελλάδας σε αντάλλαγμα προς τις ΗΠΑ! Ακόμα κι αν η Αθήνα ισχυριστεί ότι αυτό δεν ισχύει για όλες τις βάσεις, έχει αφελώς αναγορεύσει σε κύριο κριτήριο την όποια αποτρεπτική αξία της αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας!
Σ’ αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και η προσπάθεια αξιοποίησης της επαναπροσέγγισης ΗΠΑ-Τουρκίας. Ενώ ουδείς αμφιβάλλει ότι η προσπάθεια της Ουάσινγκτον είναι να κερδηθεί χρόνος και να μη χαθεί το “οικόπεδο Τουρκία”, η ελληνική διαπραγματευτική αυτοκτονία διευκολύνει απολύτως την αμερικανική πλευρά. Αυτό έπρεπε να αποφευχθεί πάση θυσία και να υπενθυμίζεται σε κάθε ευκαιρία το παράλογο, δηλαδή ότι η βασική απειλή για την εθνική ασφάλεια της Ελλάδας προέρχεται από χώρα που τυπικά είναι σύμμαχος στο ΝΑΤΟ. Σύμφωνα με το ίδιο δημοσίευμα, όμως: «Οι επαφές Δένδια καταγράφονται σε μια περίοδο κατά την οποία διαφαίνεται ότι υπάρχει σαφής μεταστροφή της αμερικανικής πολιτικής έναντι της Τουρκίας».
Αυτοκαταστροφική στάση
Αυτοκαταστροφική είναι και η στάση της ελληνικής πλευράς στα στρατηγικά ζητήματα της Ανατολικής Μεσογείου. Το εν λόγω δημοσίευμα αναφέρει στη συνέχεια: «Τα σήματα περί μη αναγκαιότητας προώθησης ενός νέου, δεύτερου EastMedAct από το Κογκρέσο, που θα περιλάμβανε και προβλέψεις για τη στήριξη του ομώνυμου αγωγού, ουσιαστικά έχουν ως αποδέκτη την Άγκυρα. Στην Ουάσιγκτον φαίνεται πως υπάρχει μια ατμόσφαιρα χαλάρωσης των τόνων στην αντιπαράθεση με την Τουρκία».
Όταν η ελληνική πλευρά προβαίνει σε τέτοια διαπίστωση, ακόμα κι αν γίνει αποδεκτό το αίτημα παρουσίας αμερικανικών δυνάμεων π.χ. στην αεροπορική βάση της Σκύρου (135 Σμηναρχία Μάχης), το αποτρεπτικό αποτέλεσμα που προσδοκά η ελληνική πλευρά θα έχει πολλές “υποσημειώσεις” και η αξιοπιστία του μηνύματος θα αποδειχθεί προβληματική. Όταν η ίδια η Ελλάδα δεν εκπέμπει αποφασιστικότητα για την προστασία των νομίμων δικαιωμάτων της και την αξιοποίηση των όποιων κοιτασμάτων περιέχονται σε περιοχές δικής της δικαιοδοσίας, τί να περιμένουμε από την Ουάσινγκτον;
Εδώ φθάσαμε στο σημείο οι Αμερικανοί να κάνουν πίσω από την πρόθεση τους να χρηματοδοτήσουν με 40-50 εκατ. δολάρια την αναβάθμιση της βάσης στη Σούδα. Αναβάθμιση που οι ίδιοι επιθυμούν για τις δικές τους επιχειρησιακές ανάγκες. Ας σημειωθεί ότι μέχρι πρότινος οι Αμερικανοί ζητούσαν πενταετή κι όχι μονοετή αμυντική συμφωνία με το επιχείρημα ότι με την πενταετή το Κογκρέσο θα εγκρίνει το ποσό για την προτιθέμενη αναβάθμιση της βάσης στη Σούδα.
Ο μη ξεκάθαρος όμως διαχωρισμός της διαπραγμάτευσης της διμερούς αμυντικής συμφωνίας (MDCA) από την αντίστοιχη για το πρόγραμμα φρεγατών του Πολεμικού Ναυτικού έχει δημιουργήσει έναν απίστευτο αχταρμά, από τον οποίο επωφελείται ξεκάθαρα η αμερικανική διαπραγματευτική ομάδα! Η συζητούμενη παραχώρηση από τις ΗΠΑ των καταδρομικών Ticonderoga συνδέεται με την ελληνοαμερικανική αμυντική συμφωνία ή με την αγορά φρεγατών; Ας σημειωθεί ότι στελέχη του Πολεμικού Ναυτικού θεωρούν πως η παραχώρηση των παραπάνω αμερικανικών πλοίων θα δημιουργήσει περισσότερα προβλήματα από όσα θα λύσει.
Δεδομένη η Αθήνα
Και μια τελευταία παρατήρηση: Σύμφωνα με το δημοσίευμα, «η “τελευταία στιγμή” θα είναι η 14η Οκτωβρίου, καθώς, όπως σημείωσε χθες ο εκπρόσωπος του υπουργείου Εξωτερικών Αλέξανδρος Παπαϊωάννου, τότε ο Νίκος Δένδιας θα μεταβεί στην Ουάσιγκτον προκειμένου να υπογράψει την MDCA… θα συμπίπτει, μεταξύ άλλων, με τον τρίτο γύρο του Στρατηγικού Διαλόγου Αθήνας-Ουάσιγκτον, όπου θα παρευρίσκεται και ο Αμερικανός ομόλογός του Άντονι Μπλίνκεν».
Εάν ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών προαναγγέλει ότι θα μεταβεί στην Ουάσιγκτον για να υπογράψει τη νέα πενταετή αμυντική συμφωνία, η διαπραγμάτευση της οποίας δεν έχει ολοκληρωθεί, στέλνει το μήνυμα ότι η κατάληξή της θεωρείται δεδομένη. Και προφανώς θεωρείται δεδομένη, επειδή θα υποχωρήσει η ελληνική πλευρά. Αυτό δεν αποτελεί “βούτυρο στο ψωμί” της αμερικανικής διαπραγματευτικής ομάδας;
Εν κατακλείδι, η ελληνική πλευρά έπρεπε να βλέπει τη διαπραγμάτευση με τις ΗΠΑ με λιγότερο “παρεΐστικο” τρόπο και πολύ περισσότερο επαγγελματικά. Έπρεπε να θέσει επίσημα το ερώτημα “τι ακριβώς ζητάτε;” κι όταν λάβει συγκεκριμένη απάντηση να ανταπαντήσει “τόσο κοστίζει” (σε επίπεδο δωρεάν βοήθειας και παραχώρησης οπλικών συστημάτων). Από εκεί και πέρα θα είχαμε πραγματική διαπραγμάτευση με τους Αμερικανούς, χωρίς να τους δίνουμε το δικαίωμα να έχουν στο πίσω μέρος του μυαλού τους το “beggars cannot be choosers” του πρώην Αμερικανού Ακολούθου Άμυνας στην Ελλάδα…
Δημοσίευση σχολίου