Νίκος Βασιλόπουλος
Στην αρχή ήταν η δήλωση των ΗΠΑ για αναγνώριση της Γενοκτονίας των Αρμενίων. Στη συνέχεια ήταν η προσπάθεια από πλευράς ΗΠΑ να ξαναμπεί η Τουρκία στην αγορά των F-35 μέσα από διμερή συμφωνία κι όχι μέσα από το επίσημο πρόγραμμα εξοπλισμών του ΝΑΤΟ για τα συγκεκριμένα αεροσκάφη (από το οποίο είχε αποπεμφθεί λόγω της αγοράς των S-400 από τη Ρωσία). Στα πρόσφατα γεγονότα του παλαιστινιακού η στάση της Τουρκίας οδήγησε τις ΗΠΑ να δηλώσουν ότι ο Ερντογάν είναι έμπλεος αντισημιτισμού. Τέλος, είναι η απόφαση που αναμένεται να γίνει -σύμφωνα με τις δηλώσεις Πομπέο- ώστε να τον Σεπτέμβριο σημαντικό μέρος των στρατιωτικών δύναμεων της βάσης του Ιντσιρλίκ, θα μεταφερθεί στην Ελλάδα.
Μέσα στην «κρύο-ζέστη» συμπεριφορά των ΗΠΑ απέναντι στον Ερντογάν, διακρίνονται τα εξής: Πρώτον, ότι η στρατηγική επιλογή της Τουρκίας για τον ηγεμονικό ρόλο που επιθυμεί στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο δεν μπορεί να είναι ολοκληρωμένη χωρίς «αποδέσμευση» της Τουρκίας από τις «δυτικές αξίες». Δεύτερον, ότι μια τέτοια κίνηση από πλευράς Τουρκίας αυξάνει και δεν μειώνει τους κινδύνους στην ευρύτερη περιοχή και τέλος, ότι για να υπάρξει νέα διαπραγμάτευση της θέσης της Τουρκίας στο υπό διαμόρφωση πλαίσιο χρειάζεται κάποιος άλλος ηγέτης στην Τουρκία και όχι ο Ερντογάν.
Από τη δημοφιλία στην απαξίωση
Ο Ερντογάν ήταν για ένα διάστημα το enfant terrible της διεθνούς πολιτικής και αυτό είναι κάτι που οφείλουμε να το αναγνωρίσουμε. Πριν 20 χρόνια αναλάμβανε μια Τουρκία με μια οριακή οικονομία, μέσα στο ΔΝΤ και με κακές σχέσεις με όλους. Με μεθοδικότητα έχτισε ένα σημαντικό κοινωνικό συμβόλαιο για την τούρκικη οικονομία το οποίο για πρώτη φορά αφορούσε όλους τους Τούρκους και όχι μόνο την Κωνσταντινούπολη, δηλαδή τις ανώτερες τάξεις και όσους διέβλεπαν ότι η ένταξη στην Ε.Ε. πρέπει να γίνει με κάθε κόστος. Οι διεθνείς σχέσεις υπό τον Ερντογάν ήταν απρόβλεπτες, αλλά δυναμικές και διαφαινόταν να κερδίζει συνεχώς έδαφος στο διεθνές παιχνίδι. Ειδικά από το 2016 και μετά, όπου και πέτυχε τη Συμφωνία με την Ε.Ε. για το προσφυγικό και απέκτησε και στενούς δεσμούς με τον Ντόναλντ Τραμπ, όλα έδειχναν ότι το ερντογανικό υπόδειγμα διεθνών σχέσεων ήταν αποδοτικό και -γιατί όχι;- παράδειγμα προς μίμηση.
Στα 20 χρόνια ηγεμονικής παρουσίας του στην τούρκικη και διεθνή πολιτική σκηνή η συμπεριφορά του enfant terrible σταμάτησε να έχει αντίκρισμα και έγινε σφόδρα προβληματική όταν ξεκίνησε η πανδημία και άλλαξαν οι γεωπολιτικές προτεραιότητες. Εκτός αυτού, ήδη από την προηγούμενη δεκαετία, ο Ερντογάν μπερδεύοντας τη σκιά του για μπόι του, εξήγγειλε τη στρατηγική ηγεμονίας στη ΝΑ Μεσόγειο (την οποία οι περισσότεροι εσφαλμένα αποδίδουν ως νέο-οθωμανισμό). Η στροφή από την ανορθόδοξη πολιτική (με την έννοια του out-of-the-box) στην εκκεντρική πολιτική (με την έννοια του κακομαθημένου παιδιού) ταυτίστηκε με μια νέο-εθνικιστική ανάγνωση του Οθωμανικού παρελθόντος: Οι Οθωμανοί ηγέτες δεν ήταν προνεωτερικοί κατακτητές, αλλά ήταν πρωτοπόροι μιας νέας πολιτιστικής τάξης που βασιζόταν στη δίκαιη διακυβέρνηση και στη συμπόνοια. Το γεγονός ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία κατέρρευσε (μεταξύ άλλων) γιατί υπήρξε ένα εθνικιστικό κίνημα (Κεμάλ Ατατούρκ) το οποίο είχε προοδευτικά αιτήματα απέναντι στην παλιά πολιτική και πολιτισμική τάξη, αποσιωπάται εντελώς.
Σήμερα, ο Ερντογάν είναι ένας ηγέτης-πονοκέφαλος για όλους στο εξωτερικό αλλά κυρίως μη δημοφιλής στο εσωτερικό της χώρας του. Η Τουρκία αντιμετωπίζει μια σοβαρή οικονομική κρίση με διψήφιο πληθωρισμό, απότομη πτώση της αξίας της λίρας και υψηλή ανεργία. Τα παραπάνω έχουν σαν αποτέλεσμα τη φυγή κεφαλαίων και την αύξηση της φτώχειας. Για πρώτη φορά εδώ και δεκαετίες, οι οικονομολόγοι φοβούνται την κρίση του ισοζυγίου πληρωμών στην Τουρκία. Η εσωτερική αναταραχή έχει αντίκτυπο στην εκλογική βάση του Ερντογάν. Σε δημοσκόπηση που έγινε τον μήνα Απρίλιο, λιγότερο από το 30 τοις εκατό των ερωτηθέντων δήλωσαν ότι θα υποστηρίξουν το AKP εάν διεξαχθούν εκλογές εκείνη την εβδομάδα, πολύ κάτω από το 49% που ψήφισε το κόμμα το 2015.
Πώς θα έρθει η επόμενη ημέρα;
Μια από τις ικανότητες του Ερντογάν στην εξωτερική πολιτική ήταν να βρίσκει ρήγματα στην στρατηγική των άλλων και να τα εκμεταλλεύεται. Το ίδιο έκανε σε μια σειρά περιπτώσεων (π.χ. Συρία, Λιβύη κ.α.). Όμως αυτή η στρατηγική δυνατότητα φαίνεται να τελειώνει. Μπορεί να μην είναι εντελώς απομονωμένος από τους δυτικούς συμμάχους του ο Ερντογάν, κυρίως λόγω των αναγκών της Δύσης στην περιοχή, όμως σίγουρα είναι πολιτικά αποξενωμένος πλέον.
Στο εσωτερικό της Τουρκίας, ο Ερντογάν έχει οπαδούς που είναι καχύποπτοι απέναντι στη Δύση και τις ΗΠΑ, όμως σε αντίθεση με τον Τούρκο ηγέτη, δεν επιδιώκουν η Τουρκία να αποξενωθεί πλήρως από αυτούς. Ας μην ξεχνάμε ότι η ένταξη στην Ε.Ε. για τους Τούρκους δεν είναι ζήτημα πολιτισμικής ταυτότητας, αλλά οικονομικής. Δεν νιώθουν Ευρωπαίοι, αλλά καταλαβαίνουν ότι η ένταξη στην Ε.Ε. θα σημάνει καλύτερη διακυβέρνηση και πιο σταθερή οικονομία. Εξ ου και σε πρόσφατες δημοσκοπήσεις, η ιδέα της ένταξης στην Ε.Ε. βρίσκει ακόμα απήχηση σε ένα 60% του τουρκικού εκλογικού σώματος. Ένα σημαντικό στοιχείο της αυξανόμενης αντιδημοφιλίας του Ερντογάν είναι και το γεγονός ότι η φιλόδοξη εξωτερική του πολιτική δεν έχει ακόμα «κάνει ταμείο» στο εσωτερικό και ο κόσμος δεν βλέπει ούτε να είναι αποτελεσματική, ούτε να τον ωφελεί με κάποιον τρόπο.
Όλα αυτά σημαίνουν ότι η πολιτική αλλαγή στην Τουρκία κυοφορείται. Η αντιδημοφιλία του Ερντογάν είναι μεγάλη και το οικονομικό σύστημα πιέζεται. Ο ίδιος ο Ερντογάν δεν έχει παίξει όλα του τα χαρτιά. Κρατά στο χέρι την πρόταση για συνταγματική Εθνοσυνέλευση την οποία προσπαθεί να συγκαλέσει από το 2013, με αφορμή το γεγονός ότι το πιο πρόσφατο σύνταγμα στην Τουρκία (1982) έχει γραφτεί από τη Χούντα του Εβρέν. Με ορίζοντα τις Προεδρικές Εκλογές του 2023, ο ισχυρός άνδρας της Τουρκίας, έχει πολλές φορές δηλώσει την ανάγκη για βαθιές μεταρρυθμιστικές τομές στο Σύνταγμα της χώρας.
Πολλοί αναλυτές (κυρίως από ΗΠΑ, Ε.Ε.) πιστεύουν ότι η Τουρκία έχει ξεπεράσει ένα αυταρχικό όριο στη δημόσια ζωή, που η δημοκρατική μετάβαση δεν είναι πλέον δυνατή για την Τουρκία. Στην Τουρκία από την άλλη, οι αναλυτές επιμένουν ότι οι κινήσεις του Ερντογάν δεν εγγυώνται νίκη στις επόμενες εκλογές, που έχουν προγραμματιστεί για το 2023. Φυσικά, ακόμα δεν έχει βγει μπροστά η αντιπολιτευτική μορφή που θα πλασαριστεί ως ο αντι-Ερντογάν. Όμως, όπως φαίνεται φτιάχνεται σιγά σιγά, το πολιτικό πρόγραμμα που ο αντι-Ερντογάν θα έχει: επιδιόρθωση των δεσμών με το ΝΑΤΟ, ομαλοποίηση των σχέσεων με τους γείτονες και κυρίως με την Αίγυπτο, ανανέωση της διαδικασίας ένταξης στην Ε.Ε. κ.α.
Να είμαστε βέβαιοι ότι ο αντι-Ερντογάν, όποτε κι αν εμφανιστεί δεν θα έχει μια ανεπιφύλακτα φιλοδυτική στάση, γιατί και το κύρος του ΝΑΤΟ και της Ε.Ε. δεν είναι αυτό που ήταν. Μακροπρόθεσμα, η ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική της Τουρκίας θα διατηρηθεί με ή χωρίς τον τρέχοντα πρόεδρο γιατί το να ευθυγραμμίζεται κανείς πιστά με τις επιταγές του ΝΑΤΟ, δεν έχει την αίγλη που είχε κάποτε αλλά και δεν ταιριάζει με την εικόνα της Τουρκίας για τον εαυτό της.
Δημοσίευση σχολίου