Λυγερός Σταύρος
Η ιδεολογική αντιπαράθεση Δύσης-Ρωσίας μπορεί να αποτελεί οριστικά παρελθόν, αλλά ο γεωπολιτικός ανταγωνισμός τους ζει και βασιλεύει. Μετά την κατάρρευση του σοβιετικού καθεστώτος, οι Δυτικοί επεδίωξαν να κρατήσουν, εάν ήταν δυνατόν εσαεί, τη Ρωσία στα γόνατα, όπως συνέβαινε επί Γιέλτσιν. Με τη βοήθεια και των υψηλών τιμών του πετρελαίου, του φυσικού αερίου και άλλων πρώτων υλών, όμως, ο Πούτιν κατάφερε να ξαναστήσει την “Αρκούδα” στα πόδια της. Όταν, μάλιστα, ένοιωσε ότι είναι αρκετά ισχυρή, διεκδίκησε δυναμικά πρωταγωνιστικό ρόλο στη διεθνή σκηνή. Το είδαμε στον Καύκασο, το βλέπουμε στην Ουκρανία, αλλά και στη Συρία και στη Λιβύη.
Οι Δυτικοί ποτέ δεν εγκατέλειψαν το σχέδιό τους να περικυκλώσουν γεωπολιτικά τη Ρωσία, ώστε να περιορίσουν τον ρόλο της. Η επέκταση της ΕΕ και του ΝΑΤΟ στην Ανατολική Ευρώπη δημιούργησαν θετικά για τη Δύση τετελεσμένα και στρίμωξαν τη Μόσχα. Οι Αμερικανοί, όμως, δεν τα πήγαν εξίσου καλά στην Κεντρική Ασία. Ο Πούτιν κατάφερε σε σημαντικό βαθμό να ανακτήσει τη γεωπολιτική επιρροή στο μαλακό υπογάστριο της χώρας του.
Είναι ακριβές ότι ο Τραμπ είχε υιοθετήσει ένα διαφορετικό δόγμα. Σωστά εκτιμούσε ότι η Ρωσία, μπορεί να παραμένει μία στρατιωτική υπερδύναμη, αλλά δεν έχει ούτε τις οικονομικές δυνατότητες ούτε τον δημογραφικό όγκο για να ανταγωνισθεί τις ΗΠΑ. Αυτό που διεκδικεί είναι να γίνεται σεβαστός ο ρόλος της και να σταματήσει η στρατηγική γεωπολιτικής περικύκλωσής της.
Ο Τραμπ ήταν διατεθειμένος να τα προσφέρει στον Πούτιν, με σκοπό να τον ρυμουλκήσει σε μία από κοινού στρατηγική ανάσχεσης της Κίνας. Κι αυτό, επειδή ο “Δράκος” έχει δυνάμει όλες τις προϋποθέσεις όχι απλώς να ανταγωνισθεί τις ΗΠΑ, αλλά και να τις εκτοπίσει από την πρωτοκαθεδρία στο διεθνές σύστημα. Γι’ αυτό, άλλωστε, και ακολουθεί εξωτερική πολιτική σχετικά χαμηλών τόνων, θεωρώντας ότι ο χρόνος εργάζεται υπέρ της.
Το τρίγωνο ΗΠΑ-Ρωσία-Κίνα
Δεν είναι, όμως, μόνο οι Αμερικανοί που φοβούνται την συνεχώς ενισχυόμενη Κίνα. Είναι και η Ρωσία, η οποία νοιώθει την κινέζικη πίεση στα αραιοκατοικημένα νοτιοανατολικά σύνορά της. Ο φόβος της Μόσχας για τον “Δράκο” δυνητικά θα μπορούσε να την οδηγήσει σε μία συνεργασία με την Ουάσιγκτον για την ανάσχεση της Κίνας. Αυτό, όμως, προϋποθέτει την πραγματική υπέρβαση του ψυχροπολεμικού κλίματος και την εγκαθίδρυση σχέσεων εμπιστοσύνης.
Όπως προανέφερα, ο Τραμπ είχε εκφράσει την πρόθεση να κινηθεί προς αυτή την κατεύθυνση, αλλά το αμερικανικό “βαθύ κράτος” όχι απλώς ήγειρε εμπόδια, αλλά και κατάφερε να ακυρώσει στην πράξη αυτή την αναθεώρηση στρατηγικής. Το κατεστημένο που διαμορφώνει και καθορίζει την αμερικανική εξωτερική πολιτική και την πολιτική ασφάλειας παραμένει εγκλωβισμένο στο νεοψυχροπολεμικό δόγμα.
Τα σχετικά στερεότυπα κυριαρχούν και στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ και στο Πεντάγωνο και στη CIA. Η διάθεση για προσωπική συνεννόηση Τραμπ-Πούτιν δεν στάθηκε ικανή να τα αλλάξει. Εξ ου και στρατηγική γεωπολιτικής περικύκλωσης της Ρωσίας παρέμεινε σε ισχύ, έστω κι αν λόγω Λευκού Οίκου είχαν αποφευχθεί κινήσεις κλιμάκωσης. Το Ουκρανικό παρέμεινε μεγάλο “αγκάθι”, οι δυτικές κυρώσεις κατά της Ρωσίας για την προσάρτηση της Κριμαίας διατηρήθηκαν, αλλά μέχρις εκεί.
Ουκρανία, μία διχασμένη χώρα
Όλα αυτά άλλαξαν με την εκλογή του Μπάιντεν. Πριν μιλήσουμε για την αμερικανική στροφή, όμως, ας εστιάσουμε στο Ουκρανικό. Υπενθυμίζουμε ότι η φιλοδυτική “πορτοκαλί επανάσταση” κατάφερε να ανατρέψει το μετασοβιετικό φιλορωσικό καθεστώς. Το διεφθαρμένο και αυταρχικό καθεστώς του Γιανουκόβιτς είχε τροφοδοτήσει τις αντιδράσεις της “άλλης Ουκρανίας”.
Οι αντιδράσεις είχαν προσλάβει διαστάσεις εξέγερσης όταν η εκλεγμένη ουκρανική κυβέρνηση είχε αρνηθεί να υπογράψει συμφωνία σύνδεσης με την ΕΕ. Αναμφίβολα, οι δυτικές υπηρεσίες είχαν βάλει ποικιλοτρόπως το χέρι τους. Αναμφίβολα, τη βρώμικη δουλειά στην τελική φάση της εξέγερσης είχαν κάνει τα ένοπλα ακροδεξιά κομάντο. Η εξέγερση εκείνη, όμως, δεν ήταν ένα στημένο πραξικόπημα. Απλώς αντανακλούσε τα “θέλω” της δυτικής και δυτικόφιλης Ουκρανίας. Έτσι προέκυψε το αντιρωσικό καθεστώς αρχικά Ποροσένκο και στη συνέχεια Ζελένσκι.
Η Ουκρανία, όμως, ήταν και παραμένει μία διχασμένη χώρα. Οι δυτικές και βορειοδυτικές επαρχίες διαπνέονται από βαθύ αντιρωσισμό και είναι στραμμένες προς δυσμάς. Αντιθέτως, οι βιομηχανικές ανατολικές και νοτιοανατολικές επαρχίες είναι στραμμένες προς τη Ρωσία. Εκεί, άλλωστε, ο πληθυσμός είναι Ρώσοι και Ουκρανοί που κατά κανόνα θεωρούν τον εαυτό τους παρακλάδι του ρωσικού έθνους.
Ο κόμπος στο χτένι
Για τη Μόσχα, ο κόμπος έφθασε στο χτένι όταν εκδηλώθηκε η σαφής πρόθεση του Κιέβου να προσδέσει την Ουκρανία στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ, γεγονός που θα δημιουργούσε γεωπολιτικό τετελεσμένο. Ο Πούτιν είχε συνείδηση πως εάν δεν αντιδρούσε θα έχανε οριστικά την Ουκρανία. Δεν μπορούσε, όπως στο παρελθόν, να ελπίζει σε μελλοντική εκλογική νίκη των φιλορωσικών δυνάμεων.
Η κατάληψη και προσάρτηση της γεωπολιτικά κρίσιμης Κριμαίας ήταν η πρώτη απάντηση της Ρωσίας. Χωρίς την Κριμαία, η ρωσική παρουσία στη Μαύρη Θάλασσα και πολύ περισσότερο στη Μεσόγειο θα συρρικνωνόταν δραματικά. Ο Πούτιν δεν περιορίσθηκε σ’ αυτό. Άναψε το πράσινο φως και ενίσχυσε τις φιλορωσικές δυνάμεις στην ανατολική Ουκρανία, με αποτέλεσμα σήμερα, μετά από συγκρούσεις, να υπάρχει μία περιοχή, το Ντονμπάς, η οποία βρίσκεται έξω από τον έλεγχο του Κιέβου.
Οι Δυτικοί είχαν αντιδράσει με υψηλούς τόνους, αλλά στην πραγματικότητα δεν είχαν τότε ούτε έχουν σήμερα επιλογή στρατιωτικής αντίδρασης. Περιορίσθηκαν, λοιπόν, στην επιβολή κυρώσεων. Αναμφίβολα, η Ρωσία είχε παραβιάσει τότε τη διεθνή νομιμότητα, αλλά οι σχετικές καταγγελίες των Δυτικών βρωμάνε υποκρισία. Για όσα κατηγορούσαν και κατηγορούν τον Πούτιν τα έχουν κάνει επανειλημμένως και οι ίδιοι. Γιατί άραγε είναι δόγμα η ακεραιότητα της Ουκρανίας και δεν ήταν η ακεραιότητα της Γιουγκοσλαβίας; Εξίσου κραυγαλέο είναι και το γεγονός ότι δεν δίστασαν να συμμαχήσουν με τους νεοναζί, προκειμένου να προωθήσουν τα σχέδιά τους.
Μπούμεραγκ για τη Δύση
Αυτά, ωστόσο, είναι συνήθη στη διεθνή πολιτική. Το ανησυχητικό είναι το τοξικό κλίμα που δημιούργησε η προσωπική επίθεση του Μπάιντεν εναντίον του Πούτιν. Δεν ήταν μόνο μία επίσημη κήρυξη του νέου Ψυχρού Πολέμου, αλλά και ενείχε υψηλό βαθμό επικινδυνότητας, με την έννοια ότι εμποδίζει τη συνεννόηση μεταξύ των δύο στρατιωτικών υπερδυνάμεων. Ευτυχώς, όπως έδειξε η πρωτοβουλία του Αμερικανού προέδρου να τηλεφωνήσει στον Ρώσο ομόλογό του, στην Ουάσινγκτον φαίνεται πως επικράτησαν δεύτερες σκέψεις.
Αυτό δεν σημαίνει ότι το νεοψυχροπολεμικό κλίμα θα υποχωρήσει. Απλώς σημαίνει πως το κανάλι επικοινωνίας επανενεργοποιείται. Οι νηφάλιοι Δυτικοί πολιτικοί, στρατιωτικοί και διπλωμάτες συνειδητοποιούν τουλάχιστον ότι εάν επιχειρήσουν να χρησιμοποιήσουν το στρατιωτικό εργαλείο για να στριμώξουν τη Ρωσία πιθανότατα θα τους γυρίσει μπούμεραγκ. Γι’ αυτό και όλα δείχνουν πως το στρίμωγμα θα περιορισθεί στο πεδίο των οικονομικών κυρώσεων και της διπλωματίας.
Αλλά και έτσι, η Δύση το μόνο που θα καταφέρει είναι να ρίξει τη Μόσχα στην αγκαλιά του Πεκίνου, παρά τους ρωσικούς φόβους. Δεδομένου ότι η Κίνα έχει ήδη προσδέσει στο άρμα της το Ιράν, στην Ευρασία δημιουργείται ένα ισχυρό γεωπολιτικό τρίγωνο, το οποίο αναπόφευκτα θα κάνει τη ζωή και των Αμερικανών και των Ευρωπαίων πολύ δύσκολη. Η ειρωνεία της υπόθεσης, μάλιστα, είναι ότι αυτό είναι κατ’ αντιδιαστολή έργο της ίδιας της Δύσης…
Δημοσίευση σχολίου