Λυκοκάπης Γιώργος
«Η Τουρκία δεν θα παραδώσει κανέναν άνθρωπο σε καμία χώρα που έχει θανατική ποινή και στερείται δίκαιης και διαφανούς δικαστικής εξουσίας» σημείωσε σύμβουλος του προέδρου Ερντογάν, σχολιάζοντας την απόφαση της τουρκικής κυβέρνησης να παραχωρήσει την τουρκική υπηκοότητα σε 700 Αιγύπτιους εξόριστους, ορισμένοι εκ των οποίων φέρονται να συνδέονται με την Μουσουλμανική Αδελφότητα.
Ο ίδιος τόνισε πως οι Αιγύπτιοι εξόριστοι (που έχουν καταφύγει στην Τουρκία μετά την άνοδο του στρατηγού Σίσι στην εξουσία) δεν αποτελούν μέρος της διαπραγμάτευσης στις διμερείς τουρκοαιγυπτιακές συνομιλίες που διεξάγονται σε χαμηλόβαθμο επίπεδο, την πρώτη σοβαρή προσπάθεια να βελτιωθούν οι ψυχροπολεμικές σχέσεις των δύο χωρών, από το 2013.
Ο Ταγίπ Ερντογάν έβλεπε στην ισλαμική κυβέρνηση της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, της ιστορικής οργάνωσης του πολιτικού Ισλάμ στον αραβικό κόσμο, ένα μοντέλο πολιτικής αναβίωσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, των «συνόρων της καρδιάς του», όπως έχει περιγράψει ο ίδιος ο Τούρκος πρόεδρος.
Το στρατιωτικό κίνημα του Σίσι έδωσε τέλος σε αυτά τα σχέδια, με το νέο καθεστώς να εξαπολύει ένα κύμα καταστολής εις βάρος της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, τερματίζοντας την πολυετή “πολιτική των ανοιχτών θυρών” (που είχε εγκαινιάσει ο Ανουάρ Σαντάτ) έναντι της ισλαμικής οργάνωσης και φέρνοντας τις σχέσεις Αιγύπτου και Τουρκίας σε ψυχροπολεμικά επίπεδα.
Η μεταστροφή του Ερντογάν
Όμως οι ραγδαίες εξελίξεις που σημειώθηκαν στην Μέση Ανατολή, με πιο χαρακτηριστική την απόφαση τεσσάρων αραβικών χωρών να αναγνωρίσουν το κράτος του Ισραήλ (μεταξύ άλλων και το Σουδάν, όπου η Μουσουλμανική Αδελφότητα ήταν άτυπος κυβερνητικός εταίρος του φιλότουρκου πρώην δικτάτορα της χώρας Ομάρ Μπασίρ) σηματοδότησαν την αποτυχία της μεσανατολικής πολιτικής του Ερντογάν, που βασίστηκε σε δύο σκέλη: στην συμμαχία του με την Μουσουλμανική Αδελφότητα και στην εργαλειοποίηση του παλαιστινιακού ζητήματος.
Είναι ο λόγος που ο Ερντογάν προσπαθεί να γεφυρώσει το χάσμα που χωρίζει την Τουρκία από σημαίνουσες χώρες της Μέσης Ανατολής, προχωρώντας σε επιθέσεις φιλίας προς την Σαουδική Αραβία, το Ισραήλ και την Αίγυπτο. Αν στην περίπτωση του εβραϊκού κράτους η Τουρκία δεν φάνηκε διατεθειμένη να επανεξετάσει την υποστήριξη της στην ισλαμική οργάνωση της Χαμάς, στην περίπτωση της Αιγύπτου ακολουθεί διαφορετική τακτική.
Η Τουρκία δεν περιορίστηκε, μέσω του ίδιου του Μεβλούτ Τσαβούσογλου, να “παζαρέψει” μία συμφωνία για τις θαλάσσιες ζώνες με την ηγέτιδα δύναμη του αραβικού κόσμου (όπως δήλωσε χαρακτηριστικά ο σύμβουλος του Τούρκου προέδρου Ιμπραχήμ Καλίν), ένα παζάρι φυσικά εις βάρος των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων. Ταυτόχρονα, φάνηκε να περιορίζει την υποστήριξη της προς την Μουσουλμανική Αδελφότητα, ως μία κίνηση καλής θέλησης έναντι του καθεστώτος Σίσι.
Ο Αιγύπτιος υπουργός Πληροφοριών χαιρέτισε την εντολή της Άγκυρας προς τα κανάλια της Μουσουλμανικής Αδελφότητας που εδρεύουν στην Κωνσταντινούπολη, να περιορίσουν την κριτική τους στο καθεστώς Σίσι, με τις τουρκικές αρχές μάλιστα να τα απειλούν μέχρι και με την επιβολή προστίμων. Ο Οσάμα Χεικάλ μίλησε για κίνηση που θα «μπορούσε να δημιουργήσει ένα ενθαρρυντικό κλίμα για διάλογο μεταξύ των δύο πλευρών».
Νέους “φίλους” θέλει η Τουρκία
Είναι χαρακτηριστικό πως η Τουρκία προσπαθεί για την αναθέρμανση των σχέσεων της με την Αίγυπτο, παρόλο που η τελευταία την ανταγωνίζεται την σε μία σειρά από περιφερειακά ζητήματα, όπως την Λιβύη. Όμως για τον Ερντογάν επείγει να περιορίσει την απομόνωση του στον αραβικό κόσμο, γνωρίζοντας πως ήδη υπάρχει ένα τμήμα του αιγυπτιακού βαθέους κράτους που επιδιώκει “γέφυρες” με την Άγκυρα.
Αυτό εξάλλου έδειξε το επεισόδιο με την επίμαχο χάρτη των αιγυπτιακών θαλάσσιων ερευνών, που δικαίωνε τους τουρκικούς ισχυρισμούς για την ΑΟΖ, ο οποίος τελικώς αποσύρθηκε έπειτα από τις διπλωματικές πρωτοβουλίες της ελληνικής πλευράς. Το επεισόδιο αυτό είδε ως ευκαιρία η τουρκική διπλωματία να σπεύσει να προσεγγίσει την Αίγυπτο. Δεν μοιάζει τυχαίο που αμέσως μετά δόθηκε η τουρκική εντολή να τερματίσουν τα κανάλια της Αδελφότητας τις επιθέσεις τους στον Σίσι.
Ο Τούρκος πρόεδρος γνωρίζει την ανασφάλεια του Σίσι από την δράση της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, ανασφάλεια που κάνει το αιγυπτιακό καθεστώς να χαρακτηρίζει την όποια κριτική δέχεται στο εσωτερικό του, με την υποστήριξη στην ισλαμική οργάνωση. Ο ίδιος ο Ερντογάν ανάφερε στην τελευταία του ομιλία ότι «η Τουρκία θέλει να αυξήσει τον αριθμό των φίλων της» και να «διευθετήσει τις εχθρότητες» με τρίτες χώρες (προφανώς εννοεί και την Αίγυπτο).
Πως μπορεί να συμβεί αυτό, όταν η Τουρκία παρέχει υπηκοότητα σε 700 Αιγύπτιους εξόριστους, πολλοί εκ των οποίων προφανώς και συνδέονται με την Μουσουλμανική Αδελφότητα; Αξίζει να αναφέρουμε πως το πρώτο πράγμα που έκανε η Τουρκία ήταν να καθησυχάσει την αιγυπτιακή κυβέρνηση, με Τούρκους διπλωμάτες να δηλώνουν πως αυτοί οι εξόριστοι, είτε δεν συνδέονται με την ισλαμική οργάνωση, είτε θα τερματίσουν κάθε πολιτική τους δραστηριότητα!
Αρκούν αυτές οι βεβαιώσεις να καθησυχάσουν την Αίγυπτο; Αντί επιλόγου, να παραθέσουμε ένα ιστορικό παράδειγμα: η Αίγυπτος, αν και υπήρξε πρωτοπόρος των αραβοϊσραηλινών πολέμων, υπήρξε η πρώτη αραβική χώρα που αναγνώρισε το Ισραήλ, αφού είχε προηγηθεί ο θάνατος του ιστορικού εθνικιστή ηγέτη Νάσερ. Δεν θα μπορούσε να γίνει το ίδιο με μία Τουρκία χωρίς τον Ερντογάν για παράδειγμα, όποτε έρθει αυτή η συγκεκριμένη μέρα;
Δημοσίευση σχολίου