Γράφει ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΟΥΒΑΡΔΑΣ*
Μία σειρά από κινήσεις τις Τουρκικής κυβέρνησης τις προηγούμενες ημέρες είναι τροχιοδεικτικές ως προς τις στοχεύσεις της στην παρούσα ελληνοτουρκική κρίση. Αυτές είναι:
- Η νέα NAVTEX (3η κατά σειρά από τις 10 Αυγούστου), με την οποία παρατείνεται η δραστηριότητα του ερευνητικού σκάφους Oruc Reis στην Ελληνική Υφαλοκρηπίδα (όπως αυτή διαμορφώνεται με βάση το Δίκαιο της Θάλασσας) έως τις 12 Σεπτεμβρίου. Η παρούσα NAFTEX, όπως και οι προηγούμενες, ΔΕΝ εισέρχεται στο τμήμα της Ελληνικής ΑΟΖ όπως αυτό προέκυψε μετά τη μερική οριοθέτηση ΑΟΖ Ελλάδας-Αιγύπτου. Μάλιστα με δηλώσεις του ο Τούρκος υπ. Εξωτερικών γνωστοποίησε την πρόθεση της κυβέρνησης του το Oruc Reis να συνεχίσει τις δραστηριότητες του στην περιοχή για ένα τρίμηνο, κινούμενο προς την ηπειρωτική Τουρκία.
- Η διεξαγωγή επιχείρησης διάσωσης σε περιοχή Ελληνικής δικαιοδοσίας στα Δωδεκάνησα, σε μια προσπάθεια της να εκμεταλλευτεί τη βύθιση ενός πλοίου που μετέφερε πρόσφυγες & μετανάστες. Η κίνηση αυτή μάλλον δεν πρέπει να ιδωθεί αποκομμένη από τη γενικότερη αντιπαράθεση Ελλάδας-Τουρκίας που συνόδευσε την εξαγγελία της Ελληνικής κυβέρνησης για επέκταση των χωρικών της υδάτων στα 12 ν.μ. στο Ιόνιο Πέλαγος και μελλοντικά στην Κρήτη. Χαρακτηριστική ως προς τη θέση της Τουρκίας στο συγκεκριμένο ζήτημα είναι η δήλωση του Τούρκου υπ. Εξωτερικών «Η Ελλάδα ενεργεί όπως εκείνη θέλει όπου έχει δικαιώματα. Δεν μας αφορά αυτό. Ωστόσο, στο Αιγαίο δεν μπορούν να επεκτείνουν τα σύνορά τους στα 12 μίλια. Αυτό αποτελεί αιτία πολέμου…»
- Η απόπειρα της να παρουσιάσει την ελληνοτουρκική κρίση στο εσωτερικό και το διεθνές ακροατήριο ως μέρος μιας ευρύτερης αντιπαράθεσης μεταξύ Τουρκίας και παλιών αποικιοκρατικών δυνάμεων (Γαλλία), οι οποίες, όπως λέει, υποκινούν τη δράση της Ελληνικής κυβέρνησης. Σε αυτό το πλαίσιο ο Πρόεδρος Ερντογάν εξαπολύει πολεμικές απειλές και απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς προς την Ελληνική και τη Γαλλική ηγεσία.
Με βάση αυτές τις κινήσεις μπορούμε να εκτιμήσουμε ότι η Τουρκική κυβέρνηση στοχεύει:
Στην κατοχύρωση όσο το δυνατό μεγαλύτερης δυνατότητας άσκησης κυριαρχικών δικαιωμάτων στα ανατολικά του 28ου Μεσημβρινού (πιο σωστά 27,59), όπου σταματά η ελληνοαιγυπτιακή συμφωνία, εντός της Ελληνικής και Κυπριακής ΑΟΖ-Υφαλοκρηπίδας (όπως αυτές διαμορφώνονται με βάση το Δίκαιο της Θάλασσας). Η Τουρκική ηγεσία, μέσω της δραστηριότητας του Oruc Reis, δηλώνει στον πλανήτη ότι αυτή η περιοχή, την οποία η Ελληνική κυβέρνηση άφησε ανοιχτή προς διαπραγμάτευση, επί της ουσίας με όλους τους γείτονες, έχοντας αναγνωρίσει ότι μεγάλα νησιά όπως η Κρήτη έχουν μειωμένη επήρεια στον καθορισμό ΑΟΖ-Υφαλοκρηπίδας, ενώ μικρά νησιά μηδενική ή ελάχιστη, της ανήκει, εξαιτίας του μεγέθους της Τουρκικής ακτογραμμής. Σημειώνεται ότι στη συμφωνία με την Αίγυπτο ο καθορισμός της ΑΟΖ φαίνεται πως προέκυψε όχι μόνο με βάση την αρχή της μέσης γραμμής, η οποία προβλέπεται από το Δίκαιο της Θάλασσας, αλλά και από την αρχή της αναλογικότητας, η οποία έχει αναγνωριστεί σε ορισμένες Ad Hoc (περιπτώσεις που παρεκκλίνουν από τη συνήθη θεσμική λειτουργία) νομολογίες διεθνών δικαστηρίων και της οποίας την εφαρμογή ζητά διαχρονικά η Άγκυρα.
Στην επέκταση του ελληνοτουρκικού «παζαριού», εκμεταλλευόμενη και την ανοχή των ΗΠΑ-ΝΑΤΟ-ΕΕ, στον καθορισμό των θαλάσσιων ζωνών (Αιγιαλίτιδα Ζώνη, Υφαλοκρηπίδα, ΑΟΖ) στο Αιγαίο και νοτίως της Κρήτης, θέτοντας ως αφετηρία συζήτησης το τουρκολυβικό μνημόνιο και την εξωφρενική θέση ότι τα νησιά δε δικαιούνται καθόλου ΑΟΖ και Υφαλοκρηπίδα. Η απόφαση της Ελληνικής κυβέρνησης να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα 12 ν.μ στο Ιόνιο και ίσως στην Κρήτη, όπως και το γεγονός ότι διαφημίζει τις συμφωνίες με Ιταλία-Αίγυπτο ως μοντέλο για μια μελλοντική ελληνοτουρκική συμφωνία, φαίνεται να εκλαμβάνονται από την Άγκυρα ως ευκαιρία για την απόσπαση υποχωρήσεων από την Αθήνα στο ανατολικό Αιγαίο και μέχρι τον 25ο Μεσημβρινό, όπου επί της ουσίας ζητά συνεκμετάλλευση-συνδιαχείριση της θαλάσσιας περιοχής. Άλλωστε η συμφωνία Ελλάδας-Ιταλίας, με την οποία δόθηκε το δικαίωμα στις Ιταλικές εταιρείες αλιείας να ψαρεύουν ακριβά αλιεύματα όχι μόνο εντός της Ελληνικής ΑΟΖ αλλά και εντός της Ελληνικής Αιγιαλίτιδας Ζώνης, όπως και ο τρόπος καθορισμού των ΑΟΖ στις συμφωνίες της Ελλάδας με Αίγυπτο-Ιταλία, δημιουργούν προηγούμενο προς αυτή την κατεύθυνση. Πρόσθετα η Τουρκία επιδιώκει να εντάξει και άλλα ζητήματα στο ελληνοτουρκικό «παζάρι», όπως το καθεστώς των νησιών του Αιγαίου και η κατάσταση στη Θράκη.
Στην εμπέδωση από τα κράτη της Αν. Μεσογείου και τις άλλες δυνάμεις που δραστηριοποιούνται στην περιοχή, ότι δε μπορούν να ασκούν πολιτική (π.χ. να συνάπτουν συμφωνίες) σε αυτή, δίχως να λαμβάνουν υπόψιν τις Τουρκικές θέσεις. Μάλιστα για την απόσπαση εσωτερικής και διεθνούς υποστήριξης σε αυτή την ηγεμονική πολιτική, η Άγκυρα επιχειρεί να παρουσιάσει τον εαυτό της ως σύμβολο αντίστασης ενάντια στην αποικιοκρατία, προβάλλοντας την Αθήνα ως όργανο των αποικιοκρατών. Παράλληλα η σκληρή ρητορική και η επίδειξη της στρατιωτικής της ισχύος στοχεύουν να καταδείξουν στο διεθνή παράγοντα και ιδίως σε ΝΑΤΟ-ΗΠΑ-ΕΕ ότι τα περιθώρια να της ασκήσουν επιτυχημένες πιέσεις, προκειμένου να υποχωρήσει και να διευκολυνθεί ένας ελληνοτουρκικός συμβιβασμός, είναι λιγοστά.
Στην επίτευξη των παραπάνω δίχως πολεμική σύγκρουση (όχι όμως απαραίτητα και χωρίς κάποιο πολύ σοβαρό επεισόδιο) ή τουλάχιστον δίχως να κατανοηθεί η ίδια ως υπαίτια γι’ αυτή από τον πλανήτη, εφόσον τελικά συμβεί. Σε αυτή την κατεύθυνση η Τουρκική κυβέρνηση συνεχίζει τις εκκλήσεις για διάλογο, ρίχνοντας το «φταίξιμο» για την ένταση στην Αθήνα, ενώ προβάλλει διαρκώς στους συμμάχους της σε ΝΑΤΟ-ΕΕ τα οφέλη που αποκομίζουν από τη συμμαχία τους με την Τουρκία.
Για την ώρα και σύμφωνα με τις δηλώσεις αξιωματούχων η Ελληνική κυβέρνηση εμφανίζεται διατεθειμένη να διαπραγματευτεί με την Τουρκία την οριοθέτηση των μεταξύ τους θαλάσσιων ζωνών ανατολικά του 28ου Μεσημβρινού και στο Αιγαίο, έχοντας ως παράδειγμα τις συμφωνίες με Ιταλία-Αίγυπτο και εφόσον αποσυρθεί το Oruc Reis και ο Τουρκικός στόλος που το συνοδεύει από την Ελληνική υφαλοκρηπίδα. Μάλιστα παρουσιάζει ως επιλογή και την προσφυγή στη Χάγη στη βάση συνυποσχετικού εγγράφου στο οποίο θα καταλήξουν οι δύο πλευρές, εάν δε τελεσφορήσουν οι διαπραγματεύσεις. Ταυτόχρονα δηλώνει ότι αντιτίθεται σε ένα «άνοιγμα» της ελληνοτουρκικής διαπραγμάτευσης και σε άλλα ζητήματα, όπως το καθεστώς των νησιών του Αιγαίου και η κατάσταση στη Θράκη, αλλά και στην επέκταση της διαπραγμάτευσης στην περιοχή που οριοθέτησε με την Αίγυπτο.
Από την άλλη πλευρά ΗΠΑ-ΝΑΤΟ-ΕΕ, ο οποίοι διευθύνουν και το ελληνοτουρκικό «παζάρι» στα πλαίσια της ευρύτερης απόπειρας τους να διευθετήσουν τις εκκρεμότητες μεταξύ των συμμάχων τους στην Αν. Μεσόγειο, επιθυμούν την αποκλιμάκωση της έντασης και την άμεση έναρξη των ελληνοτουρκικών διαπραγματεύσεων, φοβούμενοι μια αποσταθεροποίηση στη νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ. Συνεπώς προσανατολίζονται προς ένα αποτέλεσμα που θα μπορεί να γίνει αποδεκτό και από τις δύο πλευρές.
Έτσι καλούν την Τουρκία να σταματήσει τις προκλητικές ενέργειες, ενώ η ΕΕ την απειλεί με λήψη “περιοριστικών μέτρων”, διευκολύνοντας την Ελληνική κυβέρνηση. Ταυτόχρονα οι ισχυρές παραινέσεις τους προς την Αθήνα για απευθείας διάλογο με την Άγκυρα, στο έδαφος των χλιαρών αντιδράσεων τους στις ενέργειες της τελευταίας, αλλά και των δηλώσεων τους περί “διεκδικούμενης Ελληνικής Υφαλοκρηπίδας” και “διαφιλονικούμενων ζητημάτων δικαιου της θάλασσας” είναι το «τυρί» που προσφέρουν στην Τουρκία.
Άλλωστε όλοι οι ισχυροί παράγοντες του Ευρωατλαντικού συνασπισμού βρίσκονται και οι ίδιοι σε ένα «παζάρι» με την Άγκυρα. Στα πλαίσια αυτής της διαδικασίας φαίνεται να αποδέχονται έναν εξαιρετικά αναβαθμισμένο έως ηγεμονικό ρόλο της Τουρκίας στην Αν. Μεσόγειο, προκειμένου να εξασφαλίσουν την υποστήριξη της στον ανταγωνισμό τους με άλλα ιμπεριαλιστικά κέντρα, όπως η Ρωσία και η Κίνα, αλλά και σε άλλα κρίσιμα γι’ αυτούς ζητήματα, όπως είναι για την ΕΕ το προσφυγικό και η διαφοροποίηση των ενεργειακών εισαγωγών. Αυτό καταδεικνύει η στάση τους στις ενέργειες της Άγκυρας σε Συρία-Λιβύη-Ιράκ-Κυπριακή ΑΟΖ όλο το προηγούμενο διάστημα, αλλά και η επιλογή τους να μην την τιμωρήσουν για την αγορά των Ρωσικών πυραύλων S-400. Ωστόσο διαφωνούν μαζί της ως προς το βαθμό που θα μπορεί αυτή να ασκεί ηγεμονική πολιτική, δεδομένου ότι μια πολύ ισχυρή Τουρκία θα ήταν πιο δύσκολα διαχειρίσιμη και περισσότερο απρόβλεπτη.
Συνεπώς η δυνατότητα των ισχυρών μελών του ΝΑΤΟ και της ΕΕ να οδηγήσουν την Ελλάδα και την Τουρκία στο «τραπέζι» του διαλόγου περιορίζεται από την επιλογή τους να αποδεχτούν έναν εξαιρετικά αναβαθμισμένο ρόλο της Τουρκίας στην Αν. Μεσόγειο αλλά και από το βαθμό υποχωρητικότητας που μπορεί να επιδείξει η Ελληνική κυβέρνηση.
Ο τελευταίος συνδέεται με το διαχρονικό στόχος της Αθήνας, ο οποίος, όπως έχει επισημανθεί παλαιότερα, είναι να πετύχει την αναβάθμιση τη θέσης του Ελληνικού καπιταλισμού στην περιοχή, μέσω της επίτευξης ενός ευρύτερου συμβιβασμού με την Άγκυρα, ο οποίος θα αναγνωρίσει ορισμένα από τα συμφέροντά αυτού σε Βαλκάνια-Αν. Μεσόγειο και θα διευκολύνει την περιφερειακή διακρατική οικονομική συνεργασία. Εάν η Ελληνική κυβέρνηση κρίνει ότι ο στόχος της “αναβάθμισης” δεν εξυπηρετείται από μια συμβιβαστική προσέγγιση απέναντι στην Τουρκία, τότε θα πάψει να θεωρεί την τελευταία επωφελή επιλογή.
Στη βάση όλων των παραπάνω προκύπτει ότι ένας ελληνοτουρκικός συμβιβασμός δεν είναι εύκολη υπόθεση, παρότι και τα δύο μέρη αλλά και οι σύμμαχοι τους στον Ευρωατλαντικό συνασπισμό επιθυμούν μια τέτοια εξέλιξη. Παράλληλα η κρισιμότητα που έχει η παρούσα ελληνοτουρκική κρίση για τις στρατηγικές επιδιώξεις της Αθήνας και της Άγκυρας καθιστά δύσκολο και ένα αμοιβαίο «πάγωμα» των εκατέρωθεν κινήσεων στην Αν. Μεσόγειο, για το οποίο γίνεται λόγος από το διεθνή τύπο ότι συζητείται και ότι μάλιστα είχε κατά κάποιο τρόπο συμφωνηθεί τον Ιούλιο από τις δύο πλευρές, ενώ αναμένεται πως θα συντηρήσει σε υψηλά επίπεδα την ένταση ακόμη και σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο.
Συνακόλουθα διατηρείται στην περιοχή «χώρος» για τη χρήση στρατιωτικής ισχύος, την εκδήλωση «πειρατικών» ενεργειών και την άσκηση καταναγκαστικής πολιτικής, παράγοντες οι οποίοι ίσως τελικά να αποβούν καθοριστικοί για την επίτευξη του «πολυπόθητου» συμβιβασμού. Σε αυτά τα πλαίσια η Τουρκική ηγεσία είναι πιθανό όχι μόνο να συνεχίσει, αλλά και να κλιμακώσει τις επιθετικές της ενέργειες, «ποντάροντας» ότι η θέληση της Ελλάδας και της Δύσης να προκύψει αυτός ο συμβιβασμός θα τις ωθήσει σε μεγαλύτερη αποδοχή των θέσεων της.
*PhD© Διεθνολόγος-Πολιτικός Επιστήμονας
Δημοσίευση σχολίου