Anadolu Agency via Getty Images
Aμφιβάλλω σε ποιο βαθμό είναι δημοφιλής η άποψη ότι είναι προς όφελος της πατρίδας μας η διολίσθηση των ελληνο-τουρκικών σχέσεων σε ένα αέναο power game. Σε μια τέτοια περίπτωση θα καταστεί μακροπρόθεσμα ηττημένος ο παίκτης που επιθυμεί την τήρηση των κανόνων του διεθνούς δικαίου και νικητή την χώρα που έχει καθιερώσει ως βασική στρατηγική της εξωτερικής πολιτικής τον αναθεωρητισμό.
Συναινώντας στον ρεαλισμό της άποψης αυτής θα πρέπει να δούμε τους τρόπους με τους οποίους θα διατηρήσουμε την σχέση ανάμεσα στις δύο χώρες αν όχι επωφελή για τα συμφέροντα της πατρίδας μας, τουλάχιστον λειτουργική.
Σε αυτό το πλαίσιο οι συναντήσεις ανάμεσα σε πολιτειακούς παράγοντες των δύο χωρών, είτε αυτοί είναι υπουργοί είτε πρωθυπουργού είναι προς την θετική κατεύθυνση. Το ζητούμενο που θα πρέπει να μας απασχολήσει, κυρίως πριν την συνάντηση και όχι μετά όπως έγινε στην περίπτωση της πρόσφατης συνάντησης Ερντογάν-Τσίπρα, είναι κατά πόσο κυριάρχησε η agenda συζήτησης που επιθυμούσε η πατρίδα μας να κυριαρχήσει στο τραπέζι των συζητήσεων.
H διαχρονική στόχευση της Ελληνικής εξωτερικής πολιτικής για επίλυση των ελληνο-τουρκικών διαφορών, με βασικό πλαίσιο αναφοράς το διεθνές δίκαιο και τις διεθνείς συνθήκες, απαιτεί από την χώρα ιδιαίτερη προσοχή για την ατζέντα και την στάση που θα κρατήσει η απέναντι πλευρά του Αιγαίου στην επανέναρξη των διαπραγματεύσεων για την οικοδόμηση Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης.
Η προσπάθεια της Τουρκίας να κερδίσει όσο περισσότερα μπορεί και να αυξήσει την γεωπολιτική της επιρροή στην Μεσόγειο στο Αιγαίο αλλά κυρίως στην Ανατολική Μεσόγειο, θα πρέπει να έχει ως απάντηση ένα σαφές μήνυμα:Μόνο μέσα από την συνεργασία με το μοναδικό κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ στην περιοχή της Μεσογείου, θα μπορέσει η Τουρκία να αποκομίσει οφέλη από τις εξελίξεις που αναμένονται το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα στην περιοχή.
Την ίδια στιγμή η διαχείριση των μειονοτήτων είναι ένα ζήτημα που θα μας απασχολήσει στο μέλλον από την στιγμή κατά την οποία η γειτονική μας χώρα χρησιμοποιεί την Μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης ως ένα ακόμη μοχλό πίεσης προς την χώρα μας αλλά και επιβολής ενός νέο-οθωμανικού momentum όχι μόνο στην χώρα αλλά και στα Βαλκάνια εν γένει.
Ως εκ τούτου η σαφής οριοθέτηση των θεμάτων που πιθανόν να τεθούν προς συζήτηση το επόμενο χρονικό διάστημα είναι εμβληματικής σημασίας όχι μόνο για τις ελληνο-τουρκικές σχέσεις αλλά και για την θέση της χώρας μας στην περιοχή. Τα λάθη, οι παραλείψεις και η νέο-ελληνική χαλαρότητα, στο τομέα της εξωτερικής πολιτικής δύσκολα συγχωρούνται. Να το έχουν υπόψιν τους η ενοικιαστές της εξουσίας είτε αυτοί ανήκουν στην κυβερνώσα παράταξη είτε στην κατά επίφαση ‘’πατριωτική παράταξη’’ , που ιστορικά έχει κάνει τους πιο επώδυνους συμβιβασμούς.
*Αρθρογράφος/ πρώην συνεργάτης στη Hurriyet Daily News
πηγή
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.
Τα λάθη, οι παραλείψεις και η νέο-ελληνική χαλαρότητα, στο τομέα της εξωτερικής πολιτικής δύσκολα συγχωρούνται.
Χρήστος Λουτράδης*Aμφιβάλλω σε ποιο βαθμό είναι δημοφιλής η άποψη ότι είναι προς όφελος της πατρίδας μας η διολίσθηση των ελληνο-τουρκικών σχέσεων σε ένα αέναο power game. Σε μια τέτοια περίπτωση θα καταστεί μακροπρόθεσμα ηττημένος ο παίκτης που επιθυμεί την τήρηση των κανόνων του διεθνούς δικαίου και νικητή την χώρα που έχει καθιερώσει ως βασική στρατηγική της εξωτερικής πολιτικής τον αναθεωρητισμό.
Συναινώντας στον ρεαλισμό της άποψης αυτής θα πρέπει να δούμε τους τρόπους με τους οποίους θα διατηρήσουμε την σχέση ανάμεσα στις δύο χώρες αν όχι επωφελή για τα συμφέροντα της πατρίδας μας, τουλάχιστον λειτουργική.
Σε αυτό το πλαίσιο οι συναντήσεις ανάμεσα σε πολιτειακούς παράγοντες των δύο χωρών, είτε αυτοί είναι υπουργοί είτε πρωθυπουργού είναι προς την θετική κατεύθυνση. Το ζητούμενο που θα πρέπει να μας απασχολήσει, κυρίως πριν την συνάντηση και όχι μετά όπως έγινε στην περίπτωση της πρόσφατης συνάντησης Ερντογάν-Τσίπρα, είναι κατά πόσο κυριάρχησε η agenda συζήτησης που επιθυμούσε η πατρίδα μας να κυριαρχήσει στο τραπέζι των συζητήσεων.
H διαχρονική στόχευση της Ελληνικής εξωτερικής πολιτικής για επίλυση των ελληνο-τουρκικών διαφορών, με βασικό πλαίσιο αναφοράς το διεθνές δίκαιο και τις διεθνείς συνθήκες, απαιτεί από την χώρα ιδιαίτερη προσοχή για την ατζέντα και την στάση που θα κρατήσει η απέναντι πλευρά του Αιγαίου στην επανέναρξη των διαπραγματεύσεων για την οικοδόμηση Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης.
Η προσπάθεια της Τουρκίας να κερδίσει όσο περισσότερα μπορεί και να αυξήσει την γεωπολιτική της επιρροή στην Μεσόγειο στο Αιγαίο αλλά κυρίως στην Ανατολική Μεσόγειο, θα πρέπει να έχει ως απάντηση ένα σαφές μήνυμα:Μόνο μέσα από την συνεργασία με το μοναδικό κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ στην περιοχή της Μεσογείου, θα μπορέσει η Τουρκία να αποκομίσει οφέλη από τις εξελίξεις που αναμένονται το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα στην περιοχή.
Την ίδια στιγμή η διαχείριση των μειονοτήτων είναι ένα ζήτημα που θα μας απασχολήσει στο μέλλον από την στιγμή κατά την οποία η γειτονική μας χώρα χρησιμοποιεί την Μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης ως ένα ακόμη μοχλό πίεσης προς την χώρα μας αλλά και επιβολής ενός νέο-οθωμανικού momentum όχι μόνο στην χώρα αλλά και στα Βαλκάνια εν γένει.
Ως εκ τούτου η σαφής οριοθέτηση των θεμάτων που πιθανόν να τεθούν προς συζήτηση το επόμενο χρονικό διάστημα είναι εμβληματικής σημασίας όχι μόνο για τις ελληνο-τουρκικές σχέσεις αλλά και για την θέση της χώρας μας στην περιοχή. Τα λάθη, οι παραλείψεις και η νέο-ελληνική χαλαρότητα, στο τομέα της εξωτερικής πολιτικής δύσκολα συγχωρούνται. Να το έχουν υπόψιν τους η ενοικιαστές της εξουσίας είτε αυτοί ανήκουν στην κυβερνώσα παράταξη είτε στην κατά επίφαση ‘’πατριωτική παράταξη’’ , που ιστορικά έχει κάνει τους πιο επώδυνους συμβιβασμούς.
*Αρθρογράφος/ πρώην συνεργάτης στη Hurriyet Daily News
πηγή
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.
Δημοσίευση σχολίου