Πριν από μερικές μέρες ανακοινώθηκε ότι η τουρκική πολεμική βιομηχανία έκανε ένα ακόμη βήμα στην ανάπτυξη του εγχώριας σχεδίασης ηλεκτρομαγνητικού πυροβόλου (EM railgun) ŞAHİ 209 Block-1 της εταιρείας Yeteknoloji AS.
Γράφει ο Κωνσταντίνος Γρίβας*
Πολύ απλοϊκά, τα όπλα αυτής της κατηγορίας αποτελούνται από δύο μεταλλικούς πυλώνες που ανάμεσα τους τοποθετείται ένα μεταλλικό βλήμα, αποτελούμενο συνήθως από βολφράμιο. Με τη χρήση μιας πολύ ισχυρής πηγής ηλεκτρισμού παράγονται αντίρροπα ηλεκτρομαγνητικά πεδία στους δύο πυλώνες, με αποτέλεσμα το βλήμα που βρίσκεται ανάμεσά τους να εκτοξεύεται με πολύ μεγάλη ταχύτητα. Χοντρικά, η ίδια μεθοδολογία χρησιμοποιείται και για τα μαγνητικά τρένα υψηλών ταχυτήτων, όπως αυτά που χρησιμοποιούνται στην Ιαπωνία.
Αυτή η εξέλιξη τοποθετεί την Τουρκία στην μικρή ομάδα των χωρών που αναπτύσσουν παρόμοια όπλα και η οποία συμπεριλαμβάνει τις Ηνωμένες Πολιτείες, την Κίνα, τη Μεγάλη Βρετανία και τη Ρωσία.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες επιδιώκουν να αναπτύξουν παρόμοια όπλα με σκοπό να τα τοποθετήσουν σε πολεμικά πλοία, προσφέροντάς τους έτσι μεγάλες δυνατότητες αυτοάμυνας, με τη χρήση βλημάτων υπερυψηλής ταχύτητας (hypervelocity), εναντίον αντιπλοϊκών βαλλιστικών πυραύλων (ASBM), όπως είναι ο κινεζικός DF – 21D, αλλά και για την προσβολή στόχων εδάφους σε μεγάλες αποστάσεις.
Επισημαίνεται ότι η ταχύτητα των βλημάτων θα μπορεί να φθάνει ακόμη και τα οκτώ ή δέκα χλμ το δευτερόλεπτο. Όμως, οι υψηλές ενεργειακές απαιτήσεις ενός παρόμοιου όπλου δυσκολεύουν την τοποθέτηση του στον περιορισμένο χώρο ενός πολεμικού πλοίου και απαιτούν την ύπαρξη ολοκληρωμένων συστημάτων ηλεκτρικής ενέργειας (integrated electric propulsion systems / IEPS).
Παρόμοια συστήματα, σε πολεμικά πλοία, μέχρι στιγμής έχουν τοποθετηθεί μόνο στα τρία αμερικανικά αντιτορπιλικά DDG 1000 κλάσης Zumwalt και τα βρετανικά αντιτορπιλικά Type 45, τα οποία όμως αντιμετωπίζουν και τα δύο διάφορα προβλήματα. Πιο εύκολη λοιπόν είναι η τοποθέτηση παρόμοιων όπλων στην στεριά, όπως κάνει η Κίνα, επιδιώκοντας να χρησιμοποιήσει τα hypervelocity βλήματα που εκτοξεύουν ώστε να προσβάλει αμερικανικά πολεμικά σκάφη, ιδιαίτερα τις ομάδες μάχης των αμερικανικών αεροπλανοφόρων (CCG), σε αποστάσεις πολλών εκατοντάδων χλμ από τις ακτές της.
Το κρίσιμο ερώτημα είναι για ποιον λόγο η Τουρκία αναπτύσσει ένα παρόμοιο σύστημα και τι θα προσέφερε στην στρατιωτική της ισχύ και γεωπολιτική της στρατηγική.
Μια αρχική απάντηση είναι ότι η Τουρκία προχωρά στην ανάπτυξη αυτού του συστήματος για επικοινωνιακούς λόγους ώστε να δείξει ότι κατέχει υψηλή τεχνολογία και αποτελεί έναν από τους πρωταγωνιστές των εξελίξεων στην Ευρασία, όπως είναι ο κυρίαρχος γεωπολιτικός της στόχος.
Όμως, ενδέχεται να προκύψουν και σοβαρά επιχειρησιακά οφέλη για τις Τουρκικές Ένοπλες Δυνάμεις, που θα μπορούσαν να προκαλέσουν σοβαρούς πονοκεφάλους στην ελληνική Άμυνα.
Όπλο «στρατιωτικής τρομοκρατίας»
Καταρχάς, ένα παρόμοιο όπλο, στο περιορισμένων γεωγραφικών διαστάσεων ελληνοτουρκικό σύστημα, μπορεί να έχει στρατηγικό ρόλο μιας και πιθανώς θα δύναται να εξαπολύει βλήματα σε αποστάσεις εκατοντάδων χλμ. Αυτό σημαίνει ότι ενδέχεται να είναι σε θέση να προσβάλει στόχους υψηλής σημασίας σχεδόν σε όλη την ελληνική επικράτεια με βλήματα τα οποία θα είναι πολύ δύσκολο να εντοπιστούν και ακόμη πιο δύσκολο να αναχαιτιστούν, αφού αποτελούν αδρανή κομμάτια μετάλλου χωρίς δικό τους σύστημα πρόωσης και κινούνται με πολύ μεγάλες ταχύτητες. Η δε μεγάλη ταχύτητα εξασφαλίζει σε αυτούς τους «τεχνητούς μετεωρίτες» ότι θα μεταφέρουν στον στόχο πολύ υψηλή κινητική ενέργεια, επιτυγχάνοντας μεγάλο καταστρεπτικό πλήγμα. Επιπροσθέτως, ένα παρόμοιο όπλο θα λειτουργεί πολύ πιο οικονομικά σε σχέση με ένα πυραυλικό σύστημα, για παράδειγμα, ενώ και το απόθεμα των βλημάτων που θα έχει στη διάθεσή του θα είναι πολύ μεγαλύτερο.
Έτσι, μεταξύ των άλλων, η Τουρκία θα έχει τη δυνατότητα να ασκεί δράσεις «στρατιωτικής τρομοκρατίας» εναντίον της Ελλάδας για παρατεταμένα χρονικά διαστήματα, στο πλαίσιο συγκρούσεων που θα κινούνται κάτω από το κατώφλι μιας «πλήρους» πολεμικής αναμέτρησης.
Επιπροσθέτως, παρόλο που τα βλήματα δεν είναι κατευθυνόμενα, η πολύ υψηλή ταχύτητα που επιτυγχάνουν ενδέχεται να προσφέρει στα ηλεκτρομαγνητικά πυροβόλα, εάν ενταχθούν σε δικτυοκεντρικές δομές, τη δυνατότητα να προσβάλουν ακόμη και πολεμικά πλοία εν κινήσει, σε αποστάσεις δεκάδων ή και εκατοντάδων χλμ από τις τουρκικές ακτές. Εναντίον παρόμοιων απειλών τα πλοία επιφανείας έχουν ελάχιστες έως μηδενικές ικανότητες αυτοάμυνας ή ακόμη και προειδοποίησης. Βέβαια, τίθεται το κρίσιμης σημασίας ζήτημα της ακρίβειας πλήγματος παρόμοιων όπλων, ακόμη και εναντίον στατικών στόχων. Ωστόσο, πολλοί ειδικοί εκτιμούν ότι με τη χρήση ισχυρών αλγορίθμων, τους οποίους μπορούν να προσφέρουν οι πρόοδοι στην πληροφορική, ιδιαίτερα οι τεχνολογίες διαχείρισης μεγάλου όγκου δεδομένων (Big Data), είναι πιθανόν να μπορούν να επιτύχουν την απαιτούμενη ακρίβεια.
Ακόμη, σε αμυντικούς ρόλους, τα hypervelocity βλήματα παρόμοιων όπλων, μπορούν να συνεισφέρουν στη δημιουργία «φυσαλίδων» (‘bubbles’) αντιπρόσβασης και άρνησης περιοχής (A2/AD), προστατεύοντας κρίσιμης σημασίας περιοχές από την είσοδο εχθρικών αεροσκαφών ή πυραύλων.
Σε συνδυασμό με το υπό ανάπτυξη βαλλιστικό οπλοστάσιο της Τουρκίας και μεγάλου βεληνεκούς συστήματα αεράμυνας, όπως είναι το S – 400, τα ηλεκτρομαγνητικά πυροβόλα μπορούν να συνεισφέρουν στη δημιουργία ενός πλέγματος επιθετικών και αμυντικών ικανοτήτων, για τις οποίες η Ελλάδα ενδέχεται να μην έχει επαρκή αντίδοτα αν δεν αναπτύξει και αυτή νέες μαχητικές ικανότητες.
Βέβαια, θα πρέπει να επισημανθεί ότι το τουρκικό ηλεκτρομαγνητικό πυροβόλο βρίσκεται σε πολύ αρχικό στάδιο ανάπτυξης, ενώ καμία χώρα μέχρι σήμερα δεν έχει κατασκευάσει ένα λειτουργικό σύστημα και όλα βρίσκονται σε διάφορα στάδια ανάπτυξης. Έτσι, δεν μιλάμε για ένα όπλο που θα κατασκευάσει σίγουρα η Τουρκία αλλά για κάτι που ενδέχεται να κατασκευάσει κάποια στιγμή στο μέλλον. Σε κάθε περίπτωση, η εξέλιξη αυτή είναι ενδεικτική του τεχνολογικού δυναμισμού της γείτονος αλλά και των προωθημένων αντιλήψεων που έχει στην τέχνη, την επιστήμη και την τεχνολογία του πολέμου και θα πρέπει να μας προβληματίσει.
* Ο Κωνσταντίνος Γρίβας είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Γεωπολιτικής στην Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων. Διδάσκει επίσης «Γεωγραφία της Ασφάλειας στην Ευρύτερη Μέση Ανατολή» στο Τμήμα Τουρκικών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.
πηγή
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.
Δημοσίευση σχολίου