VoxEU
Των Jeremy Bulow και Kenneth Rogoff
Η Ελλάδα, ένα ευρωπαϊκό κράτος με περήφανη κληρονομιά, είναι παρόλα αυτά μια αναδυόμενη αγορά από πολλές απόψεις, και η οικονομία της έχει υποστεί μια επική ύφεση που οι χώρες με υψηλότερο εισόδημα έχουν καταφέρει να αποφύγουν, ακόμη και στη Μεγάλη Ύφεση. Το κατά κεφαλή ΑΕΠ της Ελλάδας (σε δολάρια), το οποίο είχε αυξηθεί από το 41% του γερμανικού επιπέδου το 1995 στο 75% το 2009, και διαμορφώθηκε ξανά στο 47% το 2014. Με βάση την αγοραστική δύναμη, η μείωση ήταν εξίσου σημαντική, από το 77% των γερμανικών επιπέδων το 2008, στο 57% το 2013.
Η συμβατική σοφία, σίγουρα στην Ελλάδα, είναι ότι η χώρα έχει υποφέρει μέσα σε πέντε χρόνια ακραίας λιτότητας που επιβλήθηκε από το ΔΝΤ και την ΕΕ (κυρίως από την Γερμανία), σε μια άστοχη προσπάθεια να πληρωθούν οι ιδιώτες επενδυτές της χώρας. Αυτή η άποψη, αν και συχνά ενισχύεται από ορισμένους ακαδημαϊκούς σχολιαστές, είναι λάθος. Ο στόχος αυτού του άρθρου είναι να θέσει τα γεγονότα όπως καλύτερα μπορούμε. Με αυτόν τον τρόπο, ελπίζουμε να βοηθήσουμε να φωτιστούν κάποια από τα βασικά ζητήματα στρατηγικής διαπραγμάτευσης με έναν τρόπο που ελπίζουμε ότι θα είναι προς όφελος τόσο των ακαδημαϊκών όσο και των παρατηρητών των διαπραγματεύσεων χρέους της ευρωζώνης. (θα κοιτάξουμε πιο άμεσα την θεωρία του κρατικού χρέους και πώς η υπόθεση της Ελλάδας μπορεί να διαφωτιστεί, με ένα ξεχωριστό συνοδευτικό κομμάτι που θα απευθύνεται πιο στενά σε ερευνητές).
Κίνητρα για την χορήγηση δανεισμού προς την Ελλάδα
Είναι αλήθεια πως ένα σημαντικό πρώιμο κίνητρο για την ΕΕ να δανείσει στην Ελλάδα, ήταν η επιδότηση των τραπεζών της, αλλά δεν είναι αλήθεια ότι οι πιστωτές της Ελλάδας έβγαζαν τα χρήματα από τη χώρα, τουλάχιστον μέχρι που οι Έλληνες αποφάσισαν να αναβάλλουν ή να σταματήσουν να τηρούν τους όρους της δεύτερης συμφωνίας διάσωσης, στο β΄ μισό του 2014. Η Ευρώπη συνέχισε να παρέχει μετρητά στην Ελλάδα μέχρι εκείνη τη στιγμή, εκτός από την στήριξη που ακόμη παρέχει στο τραπεζικό σύστημα, και ομολογουμένως δεν αναμένει στα αλήθεια να είναι καθαρός αποδέκτης πολλών (ή και καθόλου) χρημάτων στα επόμενα χρόνια τουλάχιστον. Η συμφωνία διάσωσης που διαπραγματεύθηκε με την Ελλάδα, της έδωσε τα κεφάλαια που χρειαζόταν για να διευκολύνει την μετάβαση από τα πρωτογενή ελλείμματα στα χρόνια του υψηλού δανεισμού και να βοηθήσει να παραμείνουν βιώσιμες οι τράπεζές της και οι ιδιώτες επενδυτές. Τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Ελλάδα οφείλονται στην έλλειψη εμπιστοσύνης στο κράτος, όχι μόνο από τους ξένους ιδιώτες επενδυτές, αλλά επίσης από τους ίδιους τους πολίτες της Ελλάδας. πραγματικά, οι τελευταίοι έχουν αποσύρει περισσότερα από 100 δισ. ευρώ από το τραπεζικό σύστημα από το 2010 όταν ξέσπασε η κρίση. Ενώ η Ευρώπη έχει αντικαταστήσει μεγάλο μέρος των χρημάτων μέσω των δανείων του Target2 (τώρα κυρίως μέσω του ELA), οι ελληνικές τράπεζες έχουν επίσης αποδυναμωθεί από το 33,5% των δανείων τους που είναι μη εξυπηρετούμενα, μειώνοντας την ικανότητά τους να αναλάβουν νέα ριψοκίνδυνα δάνεια. Για αυτόν τον λόγο εν μέρει, καθώς επίσης και διότι οι απώλειες που υπέστησαν οι ελληνικές τράπεζες το 2012 από τη συμμετοχή τους στα ελληνικά κρατικά ομόλογα, ότι ένα σημαντικό μέρος των νέων κεφαλαίων που έλαβε η Ελλάδα τα τελευταία πέντε χρόνια, έπρεπε να χρησιμοποιηθούν για την ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών.
Είναι αλήθεια πως ένα σημαντικό πρώιμο κίνητρο για την ΕΕ να δανείσει στην Ελλάδα, ήταν η επιδότηση των τραπεζών της, αλλά δεν είναι αλήθεια ότι οι πιστωτές της Ελλάδας έβγαζαν τα χρήματα από τη χώρα, τουλάχιστον μέχρι που οι Έλληνες αποφάσισαν να αναβάλλουν ή να σταματήσουν να τηρούν τους όρους της δεύτερης συμφωνίας διάσωσης, στο β΄ μισό του 2014. Η Ευρώπη συνέχισε να παρέχει μετρητά στην Ελλάδα μέχρι εκείνη τη στιγμή, εκτός από την στήριξη που ακόμη παρέχει στο τραπεζικό σύστημα, και ομολογουμένως δεν αναμένει στα αλήθεια να είναι καθαρός αποδέκτης πολλών (ή και καθόλου) χρημάτων στα επόμενα χρόνια τουλάχιστον. Η συμφωνία διάσωσης που διαπραγματεύθηκε με την Ελλάδα, της έδωσε τα κεφάλαια που χρειαζόταν για να διευκολύνει την μετάβαση από τα πρωτογενή ελλείμματα στα χρόνια του υψηλού δανεισμού και να βοηθήσει να παραμείνουν βιώσιμες οι τράπεζές της και οι ιδιώτες επενδυτές. Τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Ελλάδα οφείλονται στην έλλειψη εμπιστοσύνης στο κράτος, όχι μόνο από τους ξένους ιδιώτες επενδυτές, αλλά επίσης από τους ίδιους τους πολίτες της Ελλάδας. πραγματικά, οι τελευταίοι έχουν αποσύρει περισσότερα από 100 δισ. ευρώ από το τραπεζικό σύστημα από το 2010 όταν ξέσπασε η κρίση. Ενώ η Ευρώπη έχει αντικαταστήσει μεγάλο μέρος των χρημάτων μέσω των δανείων του Target2 (τώρα κυρίως μέσω του ELA), οι ελληνικές τράπεζες έχουν επίσης αποδυναμωθεί από το 33,5% των δανείων τους που είναι μη εξυπηρετούμενα, μειώνοντας την ικανότητά τους να αναλάβουν νέα ριψοκίνδυνα δάνεια. Για αυτόν τον λόγο εν μέρει, καθώς επίσης και διότι οι απώλειες που υπέστησαν οι ελληνικές τράπεζες το 2012 από τη συμμετοχή τους στα ελληνικά κρατικά ομόλογα, ότι ένα σημαντικό μέρος των νέων κεφαλαίων που έλαβε η Ελλάδα τα τελευταία πέντε χρόνια, έπρεπε να χρησιμοποιηθούν για την ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών.
Εάν η ΕΕ ήταν πραγματικά μια καθαρή πάροχος των κεφαλαίων στην Ελλάδα από την αρχή της κρίσης, δεν σημαίνει ότι το κίνητρό της ήταν εντελώς φιλανθρωπικό. Η Ελλάδα είχε τη δυνατότητα να συνδυάσει την απειλή της χρεοκοπίας (η οποία θα δημιουργούσε ένα άγνωστο και πιθανός μαζικό ρίσκο για την ΕΕ), μια δέσμευση στις οικονομικές μεταρρυθμίσεις που θα την τοποθετούσε σε τροχιά αυτάρκειας, και το "too small to fail" status της, για να κερδίσει μια έκτακτη οικονομική ενίσχυση. Με τον καιρό, οι κίνδυνοι του Grexit αν και είναι ακόμη άγνωστοι, φαίνεται να έχουν μειωθεί για τους περισσότερους παρατηρητές. Την ίδια στιγμή, οι Έλληνες έχουν προσφάτως εκλέξει ένα κόμμα που φαινομενικά σκοπεύει να πάρει πίσω ορισμένες από τις σκληρά κατακτηθείσες οικονομικές μεταρρυθμίσεις της χώρας, και οι διαπραγματεύσεις έχουν γίνει πιο δύσκολες. Παρόλα αυτά, φαίνεται απίθανο ότι σε οποιαδήποτε συμφωνία η Ελλάδα θα υποχρεωθεί να αποπληρώσει μεγάλο μέρος του κεφαλαίου που λαμβάνει ως καθαρές επιδοτήσεις από την ΕΕ, τουλάχιστον για μεγάλο διάστημα ακόμη.
Τραγωδία
Η τραγωδία για την Ελλάδα είναι ότι δανείστηκε πολύ τις καλές εποχές στις αρχές του 2000, αν και είχε ήδη υψηλή αναλογία χρέους προς το ΑΕΠ και θα μπορούσε να είχε χρησιμοποιήσει τον ταχύ ρυθμό ανάπτυξή της ως μια ευκαιρία για να μειώσει το φορτίο του χρέους της, και όχι για να το αυξήσει. Αντιθέτως, όπως πολλές χώρες, οι κυβερνήσεις της δανείστηκαν ό,τι μπορούσαν, και ο συνδυασμός της Μεγάλης Ύφεσης και η αποκάλυψη μεγάλων λογιστικών ατασθαλιών, έκλεισαν την πόρτα στον ιδιωτικό δανεισμό. Σε σχέση με άλλες χώρες που έχουν βρεθεί σε κρίσεις χρέους, η Ελλάδα ήταν σε θέση να μοχλεύσει τη θέση της στην Ευρώπη με δύο εξαιρετικά ογκώδη (από κάθε άποψη) προγράμματα διάσωσης που σκοπό είχαν να χορηγήσουν στην χώρα κεφάλαια, μεταρρυθμίζοντας παράλληλα την οικονομία της και τον κρατικό προϋπολογισμό. Αλλά ως μέλος της ΕΕ, η Ελλάδα δεν θα μπορούσε να υποτιμήσει το νόμισμά της και οι μεταρρυθμίσεις ήταν πολύ δύσκολες πολιτικά. Και ενώ με κάποιον τρόπο η Ελλάδα είχε πετύχει μια καλή συμφωνία, οι εταίροι της ασφαλώς είχαν εστιάσει στα δικά τους πολιτικά προβλήματα. Η δυσπιστία προς την ελληνική κυβέρνηση, από τους Ευρωπαίους εταίρους της αλλά –εξίσου σημαντικό- από τους ίδιους τους πολίτες της, έχει καταστήσει μια ανάκαμψη πιο βραδεία και ακόμη πιο επώδυνη από ό,τι σε άλλες χώρες της ευρωζώνης.
Η τραγωδία για την Ελλάδα είναι ότι δανείστηκε πολύ τις καλές εποχές στις αρχές του 2000, αν και είχε ήδη υψηλή αναλογία χρέους προς το ΑΕΠ και θα μπορούσε να είχε χρησιμοποιήσει τον ταχύ ρυθμό ανάπτυξή της ως μια ευκαιρία για να μειώσει το φορτίο του χρέους της, και όχι για να το αυξήσει. Αντιθέτως, όπως πολλές χώρες, οι κυβερνήσεις της δανείστηκαν ό,τι μπορούσαν, και ο συνδυασμός της Μεγάλης Ύφεσης και η αποκάλυψη μεγάλων λογιστικών ατασθαλιών, έκλεισαν την πόρτα στον ιδιωτικό δανεισμό. Σε σχέση με άλλες χώρες που έχουν βρεθεί σε κρίσεις χρέους, η Ελλάδα ήταν σε θέση να μοχλεύσει τη θέση της στην Ευρώπη με δύο εξαιρετικά ογκώδη (από κάθε άποψη) προγράμματα διάσωσης που σκοπό είχαν να χορηγήσουν στην χώρα κεφάλαια, μεταρρυθμίζοντας παράλληλα την οικονομία της και τον κρατικό προϋπολογισμό. Αλλά ως μέλος της ΕΕ, η Ελλάδα δεν θα μπορούσε να υποτιμήσει το νόμισμά της και οι μεταρρυθμίσεις ήταν πολύ δύσκολες πολιτικά. Και ενώ με κάποιον τρόπο η Ελλάδα είχε πετύχει μια καλή συμφωνία, οι εταίροι της ασφαλώς είχαν εστιάσει στα δικά τους πολιτικά προβλήματα. Η δυσπιστία προς την ελληνική κυβέρνηση, από τους Ευρωπαίους εταίρους της αλλά –εξίσου σημαντικό- από τους ίδιους τους πολίτες της, έχει καταστήσει μια ανάκαμψη πιο βραδεία και ακόμη πιο επώδυνη από ό,τι σε άλλες χώρες της ευρωζώνης.
Τι έγινε στην Ελλάδα μεταξύ 2006-2015;
Ξεκινάμε συγκρίνοντας τις καθαρές εισροές ρευστού που έλαβε η Ελλάδα στη διάρκεια των τεσσάρων τελευταίων ετών, όταν μπορούσε να δανειστεί από την αγορά, 2006-2009, στα τέσσερα πρώτα χρόνια που στηριζόταν στην χρηματοδότηση της ΕΕ, 2010-2013, και στη συνέχεια δείχνουμε τι έχει συμβεί το 2014 μέχρι τις αρχές του 2015, καθώς η Ελλάδα και οι πιστωτές της βρίσκονται σε αδιέξοδο. Οι πίνακες 1 και 2 εμφανίζουν τις σχετικές πληροφορίες για την οικονομία της Ελλάδας σε δισ. ευρώ για τις περιόδους 2006-2009 και 2010-2013 αντιστοίχως.
Ξεκινάμε συγκρίνοντας τις καθαρές εισροές ρευστού που έλαβε η Ελλάδα στη διάρκεια των τεσσάρων τελευταίων ετών, όταν μπορούσε να δανειστεί από την αγορά, 2006-2009, στα τέσσερα πρώτα χρόνια που στηριζόταν στην χρηματοδότηση της ΕΕ, 2010-2013, και στη συνέχεια δείχνουμε τι έχει συμβεί το 2014 μέχρι τις αρχές του 2015, καθώς η Ελλάδα και οι πιστωτές της βρίσκονται σε αδιέξοδο. Οι πίνακες 1 και 2 εμφανίζουν τις σχετικές πληροφορίες για την οικονομία της Ελλάδας σε δισ. ευρώ για τις περιόδους 2006-2009 και 2010-2013 αντιστοίχως.
Το σύνολο του 2010-2013 είναι διογκωμένο από τα 10,9 δισ. ευρώ για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών που έμειναν αχρησιμοποίητο και στη συνέχεια ανακτήθηκαν από τον ESM το 2015. Αλλά ακόμη και χωρίς αυτό, οι εισροές διαμορφώθηκαν κατά μέσο όρο στα 20 δισ. ευρώ ετησίως στο διάστημα 2010-2013 έναντι των 18 δισ. ευρώ στο διάστημα 2006-2009. Δηλαδή, οι ΕΕ, ΕΚΤ, ΔΝΤ συνεργάστηκαν για να καλύψουν όλες τις πληρωμές που έγιναν στους ιδιώτες πιστωτές και πρόσθεσαν και νέα κεφάλαια που ξεπέρασαν ελαφρώς αυτά που είχε δανειστεί η Ελλάδα τα προηγούμενα τέσσερα χρόνια. Ωστόσο, εάν το αφαιρέσουμε από το συνολικό κόστος του προγράμματος ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών –αναγκαίο εξαιτίας των τραπεζικών απωλειών στο ελληνικό χρέος- το ποσό που μένει για την εξυπηρέτηση των ελλειμμάτων, για την πληρωμών άλλων εκκρεμών υποχρεώσεων και τη δημιουργία ενός "μαξιλαριού" μετρητών, υποχωρεί στα 43 δισ. ευρώ. Επιπλέον, οι Έλληνες θα επωφεληθούν από το να έχουν το μεγαλύτερο μέρος του χρέους τους να μεταβιβάζεται από τους ιδιώτες στους επίσημους πιστωτές που είναι λιγότερο επικεντρωμένοι στην επιστροφή.
Η αντίθεση με τις χώρες που δεν είχαν τα διαπραγματευτικά πλεονεκτήματα της Ελλάδας, είναι έντονη. Οι μεγαλύτεροι δανειολήπτες της Λατινικής Αμερικής στη δεκαετία του 1980, με εξαίρεση την Αργεντινή, υποχρεώθηκαν να μετακινηθούν από πρωτογενή ελλείμματα σε πρωτογενή πλεόνασμα σχεδόν εν μία νυκτί, διότι οι διασώσεις των επίσημων δανειστών δεν ήταν επικείμενες, αν και η Ελλάδα ξεκίνησε με ένα πολύ μεγαλύτερο ποσοστό χρέους του ΑΕΠ σε σχέση με τους Λατίνους δανειολήπτες.
Οι ταμειακές ροές έγιναν αρνητικές το 2014 καθώς η Ελλάδα έπρεπε να πληρώσει κάποιες μακροπρόθεσμες οφειλές, μεταξύ των οποίων και ομόλογα που εκδόθηκαν υπό τη βρετανική νομοθεσία και που δεν συμμετείχαν στο PSI των 107 δισ. ευρώ, και η κυβέρνηση Σαμαρά δέχθηκε πολιτικές πιέσεις να υποχωρήσει από τις απαιτήσεις του προγράμματος της Τρόικας, ακόμη και με κόστος την αναβολή της εκταμίευσης κεφαλαίων διάσωσης. Αυτό έχει οδηγήσει σε μια περίοδο που η ελληνική κυβέρνηση έχει αποστραγγίσει τα ταμειακά αποθέματά της, ως προσωρινή εναλλακτική της στάσης πληρωμών από τη μια πλευρά και της συμμόρφωσης με τη δεύτερη συμφωνία διάσωσης από την άλλη.
Συνοψίζοντας, οι καθαρές ταμειακές ροές για το 2014 από ξένες πηγές (εξαιρώντας π.χ. τα repo), ήταν αρνητικές κατά 5,5 δισ. ευρώ. Να σημειωθεί ότι τα ANFA και SMP είναι προγράμματα που επιστρέφουν στην Ελλάδα τα "κέρδη που καταγράφουν οι επίσημοι πιστωτές από τα ελληνικά ομόλογα που έχουν αγοράσει και από οποιοδήποτε δάνειο, με την προϋπόθεση η Ελλάδα να τηρήσει τους όρους των συμφωνιών διάσωσης.
Όπως είναι γνωστό, οι επιστροφές συνεχίστηκαν στο α΄ τρίμηνο του 2015, αυτή τη φορά διότι ορισμένα χρέη του επίσημου τομέα έληξαν και ακόμη δεν υπήρχε συμφωνία για να ολοκληρωθεί το τρέχον σχέδιο διάσωσης και να ξεκινήσει το επόμενο:
Επομένως, για αυτή την περίοδο η Ελλάδα πλήρωσε περίπου 13,35 δισ ευρώ καθαρά, εκ των οποίων τα 10,9 δισ. ευρώ ήταν επιστροφές από το ΤΧΣ το οποίο στην πραγματικότητα η κυβέρνηση δεν ήταν ποτέ σε θέση να έχει στα χέρια της, γεγονός που συνεπάγεται καθαρές αποπληρωμές της τάξης των 2,5 δισ. ευρώ. (οι πιστωτές ίσως τελικά επαναπροσδιορίσουν τα εναπομείναντα τραπεζικά κεφάλαια και να επιτρέψουν στην Ελλάδα να τα χρησιμοποιήσει για να αποπληρώσει χρέη, στο πλαίσιο της παράτασης του προγράμματος διάσωσης).
Δεδομένου ότι η Ελλάδα ισχυρίζεται ότι εμφανίζει ένα μικρό πρωτογενές πλεόνασμα στο διάστημα 2013-2014, τι την εμπόδισε να κηρύξει στάση πληρωμών στα χρέη της; Σαφώς, είναι απίθανο ο λόγος να έχει κάποια σχέση με την διατήρηση κάποιας φήμης εξόφλησης που ίσως είχε χτίσει μετά από το PSI του 2012.
Η Ελλάδα θέλει μια συμφωνία
Αλλά υπάρχουν απτοί λόγοι για την Ελλάδα να θέλει μια συμφωνία:
Πρώτον, μια χρεοκοπία πιθανώς θα της κόστιζε 5 δισ. ευρώ ετησίως, όσα παίρνει από τις επιδοτήσεις της ΕΕ
Αλλά υπάρχουν απτοί λόγοι για την Ελλάδα να θέλει μια συμφωνία:
Πρώτον, μια χρεοκοπία πιθανώς θα της κόστιζε 5 δισ. ευρώ ετησίως, όσα παίρνει από τις επιδοτήσεις της ΕΕ
Δεύτερον, θα είχε θέσει σε κίνδυνο άλλα οφέλη που αντλούν οι Έλληνες πολίτες από το να είναι στην ΕΕ, συμπεριλαμβανομένης και της ικανότητας να εργάζονται σε άλλες χώρες, να μετακινούν κεφάλαια διασυνοριακά, και να εμπορεύονται ελεύθερα.
Τρίτον, ακόμη και όταν οι Ευρωπαίοι δεν παρείχαν άμεσα μετρητά στην ελληνική κυβέρνηση, παρείχαν χρηματοδότηση στον ελληνικό ιδιωτικό κλάδο, κυρίως για να αντισταθμίσει την φυγή κεφαλαίων από τις τράπεζες, με όρους που ήταν πολύ πιο γενναιόδωροι από αυτούς που θα ήλπιζαν να πετύχουν οι τράπεζες από τους ιδιώτες πιστωτές, οι οποίοι στην πραγματικότητα ίσως να μην ήταν πρόθυμοι να δανείσουν τόσα με τα ίδια collateral, ανεξαρτήτως του επιτοκίου.
Οι καταθέσεις του ιδιωτικού τομέα μειώθηκαν από τα 238 δισ. ευρώ στο τέλος του 2009 στα 134 δισ. ευρώ στο τέλος του Απριλίου 2015. Την ίδια στιγμή, η Ελλάδα έφτιαξε ένα ισοζύγιο Target2, που σε μεγάλο βαθμό απαρτιζόταν από περισσότερα των 80 δισ. ευρώ σε κεφάλαια έκτακτης ρευστότητας, που προσέγγισαν τα 99 δισ. ευρώ στο τέλος Απριλίου 2015. Αν και δεν είναι σαφές ότι ο μέσος ψηφοφόρος του ΣΥΡΙΖΑ καταλαβαίνει ότι οι πιστώτριες χώρες έχουν υπάρξει καθαροί δωρητές των χρημάτων και δεν αποκτούσαν στο μεγαλύτερο μέρος της κρίσης, και ότι μια χρεοκοπία διακινδυνεύει και άλλα πράγματα επίσης, σίγουρα αυτό είναι καλά κατανοητό από τους φορείς χάραξης πολιτικής (αν και, ωστόσο, αυτό το βασικό σημείο φαίνεται να διαφεύγει μεγάλης μερίδας του Τύπου, ακόμη και ακαδημαϊκών, που γράφουν για την Ελλάδα).
Η Ελλάδα ως μια αναπτυσσόμενη χώρα
Την ίδια στιγμή, η Ευρώπη έχει απογοητευτεί από την ελληνική πρόοδο στην εφαρμογή οικονομικών μεταρρυθμίσεων. Η Ελλάδα έχει βελτιώσει σημαντικά την κατάταξη της στην Παγκόσμια Τράπεζα αναφορικά με την ευκολία του επιχειρείν, αλλά η κατάταξή της στην 61η θέση την τοποθετεί ακόμη χαμηλότερα της Τυνησίας και πολύ πιο πίσω από την Ισλανδία (12), την Ιρλανδία (13), την Πορτογαλία (25) και την Ισπανία (33). Και σε επιμέρους μετρήσεις η επίδοσή της είναι επίσης φτωχή. Στην εφαρμογή των συμβάσεων βρίσκεται στην 155η θέση, μία πιο κάτω από το Μαλάουι. Στην πληρωμή φόρων είναι πίσω από τα νησιά του Σολομώντα. Στην έναρξη επιχειρήσεων πίσω από την Τόνγκα. Στις κατασκευαστικές άδειες πίσω από το Περού, στην καταχώριση ακινήτων πίσω από το Μαρόκο.Το γεγονός είναι πως η Ελλάδα είναι ακόμη μια αναπτυσσόμενη χώρα, και έχει στα αλήθεια σημειώσει σημαντική πρόοδο για να φτάσει εδώ που είναι τώρα, ή τουλάχιστον πριν από μερικούς μήνες. Αλλά δεν ήταν σε θέση να κάνει τα απαραίτητα βήματα για να έχει ένα επιχειρηματικό περιβάλλον εξίσου φιλικό με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες. Πολιτικά, οι κορυφαία Ευρωπαίοι ηγέτες ασφαλώς αντιλαμβάνονται ότι το αναμενόμενο κόστος των ελληνικών προγραμμάτων διάσωσης ήταν πολύ μεγαλύτερο και η πιθανότητα ενδεχόμενων μεγάλων μεταβιβάσεων από την Ελλάδα για την αποπληρωμή της Γαλλίας και της Γερμανίας, φαίνεται ακόμη μακρινή. Στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης, υπάρχει κόπωση από τη διάσωση και είναι δύσκολο για τους Ευρωπαίους βουλευτές σε πολλές χώρες να συμφωνήσουν να δώσουν περισσότερα στην Ελλάδα. Επομένως το κόστος του να δοθούν στην Ελλάδα περισσότερα κεφάλαια και να γίνει δεκτή μεγαλύτερη έκθεση μέσω του ELA, συνοδεύεται με το αυξημένο πολιτικό κόστος του να επιτευχθεί μια συμφωνία.
Την ίδια στιγμή, η Ευρώπη έχει απογοητευτεί από την ελληνική πρόοδο στην εφαρμογή οικονομικών μεταρρυθμίσεων. Η Ελλάδα έχει βελτιώσει σημαντικά την κατάταξη της στην Παγκόσμια Τράπεζα αναφορικά με την ευκολία του επιχειρείν, αλλά η κατάταξή της στην 61η θέση την τοποθετεί ακόμη χαμηλότερα της Τυνησίας και πολύ πιο πίσω από την Ισλανδία (12), την Ιρλανδία (13), την Πορτογαλία (25) και την Ισπανία (33). Και σε επιμέρους μετρήσεις η επίδοσή της είναι επίσης φτωχή. Στην εφαρμογή των συμβάσεων βρίσκεται στην 155η θέση, μία πιο κάτω από το Μαλάουι. Στην πληρωμή φόρων είναι πίσω από τα νησιά του Σολομώντα. Στην έναρξη επιχειρήσεων πίσω από την Τόνγκα. Στις κατασκευαστικές άδειες πίσω από το Περού, στην καταχώριση ακινήτων πίσω από το Μαρόκο.Το γεγονός είναι πως η Ελλάδα είναι ακόμη μια αναπτυσσόμενη χώρα, και έχει στα αλήθεια σημειώσει σημαντική πρόοδο για να φτάσει εδώ που είναι τώρα, ή τουλάχιστον πριν από μερικούς μήνες. Αλλά δεν ήταν σε θέση να κάνει τα απαραίτητα βήματα για να έχει ένα επιχειρηματικό περιβάλλον εξίσου φιλικό με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες. Πολιτικά, οι κορυφαία Ευρωπαίοι ηγέτες ασφαλώς αντιλαμβάνονται ότι το αναμενόμενο κόστος των ελληνικών προγραμμάτων διάσωσης ήταν πολύ μεγαλύτερο και η πιθανότητα ενδεχόμενων μεγάλων μεταβιβάσεων από την Ελλάδα για την αποπληρωμή της Γαλλίας και της Γερμανίας, φαίνεται ακόμη μακρινή. Στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης, υπάρχει κόπωση από τη διάσωση και είναι δύσκολο για τους Ευρωπαίους βουλευτές σε πολλές χώρες να συμφωνήσουν να δώσουν περισσότερα στην Ελλάδα. Επομένως το κόστος του να δοθούν στην Ελλάδα περισσότερα κεφάλαια και να γίνει δεκτή μεγαλύτερη έκθεση μέσω του ELA, συνοδεύεται με το αυξημένο πολιτικό κόστος του να επιτευχθεί μια συμφωνία.
Τέλος, το γεγονός ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν φαίνεται ικανή να αναλάβει μακροπρόθεσμες δεσμεύσεις (με πολλαπλές διαπραγματεύσεις διάσωσης, ένα ευμετάβλητο εκλογικό σώμα και ένα εριστικό και άπειρο κυβερνών κόμμα), αποτελεί επίσης έναν σημαντικό περιορισμό για την διαπραγμάτευση οποιασδήποτε συμφωνίας. Στο λεξιλόγιο των οικονομολόγων, οι συμφωνίες πρέπει να είναι renegotiation-proof. Μπορείς να κάνεις μια συμφωνία που υποτίθεται ότι θα διαρκέσει αρκετά χρόνια, αλλά πρέπει να γνωρίζεις ότι η μία πλευρά ίσως απαιτήσει επαναδιαπραγμάτευση ανά πάσα στιγμή. Αυτό εξηγεί την φύση (extend and pretend) των διαπραγματεύσεων, όπως επισήμαναν πριν από 25 χρόνια οι Bulow και Rogoff, όπου η διαπραγμάτευση περιλαμβάνει "συνεχές επαναπροσδιορισμό” και αφορά κυρίως τις ταμειακές ροές και τις δεσμεύσεις για το επόμενο έτος ή ακόμη και μήνα και όπως και το σχέδιο Baker κατά τα πρώτα χρόνια της κρίσης χρέους της Λατινικής Αμερικής το 1980, οι διαπραγματεύσεις για μία απομείωση της ονομαστικής αξίας του χρέους, ήρθε μόνο όταν εξαγοράστηκε ένας από τους πιστωτές. Αντιθέτως, είναι δύσκολο να ερμηνευθεί οτιδήποτε κάνει η Ελλάδα σα να επηρεάζεται από την επιθυμία να χτίσει μια φήμη ως συνεργαζόμενος οφειλέτης (ξανά, αναφερόμαστε στην ακαδημαϊκή συζήτηση σχετικά με το γιατί αποπληρωνουν οι χώρες).
Θα αποπληρώσει η Ελλάδα τους πιστωτές της;
Η πρόβλεψή μας είναι ότι η ΕΛλάδα, στο τέλος, δεν θα προχωρήσει σε μεγάλες αποπληρωμές στους πιστωτές της και ίσως είναι καλύτερα αν δεν πρέπει να το κάνει. Ελπίζουμε ότι η χώρα θα βασιστεί στην πρόοδο που κατέκτησε με δυσκολία στις αρχές αυτής της δεκαετίας και θα συνεχίσει να προχωρά και να γίνει μια οικονομικώς, πιο αναπτυγμένη χώρα, στην ιδανική περίπτωση, μία που να ταιριάζει με την επικρατούσα τάση της ευρωζώνης.
Η πρόβλεψή μας είναι ότι η ΕΛλάδα, στο τέλος, δεν θα προχωρήσει σε μεγάλες αποπληρωμές στους πιστωτές της και ίσως είναι καλύτερα αν δεν πρέπει να το κάνει. Ελπίζουμε ότι η χώρα θα βασιστεί στην πρόοδο που κατέκτησε με δυσκολία στις αρχές αυτής της δεκαετίας και θα συνεχίσει να προχωρά και να γίνει μια οικονομικώς, πιο αναπτυγμένη χώρα, στην ιδανική περίπτωση, μία που να ταιριάζει με την επικρατούσα τάση της ευρωζώνης.
Υπάρχουν τρεις διευκρινίσεις από τα τελευταία χρόνια που πρέπει να δοθούν, και συγκεκριμένα:
Πρώτον, σε αντίθεση με την ευρεία κοινή γνώμη, οι καθαρές ροές κεφαλαίων (νέα δάνεια και επιδοτήσεις μείον τις αποπληρωμές) πήγαν από την τρόικα στην Ελλάδα από το 2010 μέχρι τα μέσα του 2014, με μια μικρή ροή προς την άλλη κατεύθυνση αφότου η Ελλάδα σταμάτησε τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις.
Δεύτερον, οι διαπραγματεύσεις είναι πολύ ευαίσθητες σχετικά με το ποιον δρόμο ακολουθούν οι καθαρές ροές (η Ελλάδα σταμάτησε να παίζει μπάλα καθώς πλησίασε από το να είναι ένας καθαρός αποδέκτης σε έναν καθαρό πληρωτή νέων κεφαλαίων) και
Τρίτον, τα σημεία απειλής έχουν μικρή σχέση με την ελληνική ανησυχία για τη διατήρηση μιας φήμης για αποπληρωμές, και αυτό το επεισόδιο έχει πολλά να πει για την ακαδημαϊκή συζήτηση σχετικά με το γιατί πληρώνουν οι χώρες.
Η ελληνική κατάσταση είναι μια τραγωδία για την Ελλάδα και μια τραγωδία για την Ευρώπη. Οποιαδήποτε ανάλυση θα πρέπει να καθορίζει με σαφήνεια την κατεύθυνση των ροών, τόσο στο μυαλό των φορέων χάραξης πολιτικής όσο και στο μυαλό του ευρέως κοινού. Όπως μπορεί να δει κανείς από την προσπάθειά μας να ξεκαθαρίσουμε τα πράγματα, δεν είναι εύκολη υπόθεση.
πηγή
Δημοσίευση σχολίου