Γράφει ο ΣΤΕΡΓΙΟΣ ΘΕΟΦΑΝΙΔΗΣ
Η ελληνική πολιτική των δύο πηγών εξοπλισμών, η τουρκική “εναλλακτική” του Eurofighter και οι… αμείλικτοι αριθμοί. Η Τουρκία επέλεξε εδώ και αρκετά χρόνια την οδό της αυτονόμησης. Ένα δύσκολο δρόμο, υπό την έννοια ότι η διαπραγμάτευση με τις μεγάλες δυνάμεις, δεν αφήνει πολλά περιθώρια επί ίσοις όροις συνδιαλλαγής. Αργά ή γρήγορα η οικονομική, τεχνολογική, βιομηχανική, οικονομική και στρατιωτική ανωτερότητα και ισχύς, είναι οι παράγοντες που θα καθορίσουν τις εξελίξεις. Με βάση τη βούληση του ισχυρότερου πάντα… Αυτό αναγκάζεται πλέον και μάλιστα με οδυνηρό ως προς την αποδόμηση της εικόνας της ως τοπική υπερδύναμη, τρόπο, να αποδεχθεί η Τουρκία στην προσπάθεια της να αποκτήσει πραγματικά αξιόμαχα μαχητικά για την Αεροπορία της. Οι εναλλακτικές που έχει στη διάθεσή της είναι από εξαιρετικά περιορισμένες έως ανύπαρκτες. Η ρωσική δεν υφίσταται καν στην πραγματικότητα.
Οι Τούρκοι γνωρίζουν πολύ καλά ότι σε περίπτωση που υπογράψουν την αγορά ρωσικών μαχητικών αεροπλάνων, ανοίγουν τους ασκούς του Αιόλου, με απρόβλεπτες για αυτούς συνέπειες. Παράλληλα δε, χάνουν το ισχυρότερο διαπραγματευτικό τους χαρτί, αυτό του μέλους της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας (ΝΑΤΟ). Από εκεί και πέρα όμως, αντιλαμβάνονται κατά τον πλέον εμφατικό τρόπο, την ανάγκη απεξάρτησης από τις ΗΠΑ και στον κρίσιμο τομέα των μαχητικών αεροπλάνων και των αερομεταφερόμενων όπλων. Κανένα από τα δύο αυτά πράγματα που αποτελούν θεμελιώδεις προϋποθέσεις αεροπορικής ισχύος, δεν μπορεί να λειτουργήσει από μόνο του. Μεμονωμένα. Το ένα δίχως το άλλο….
Οι Τούρκοι έχουν, ομολογουμένως, καταβάλει τεράστιες προσπάθειες (χρήμα, ανθρώπινο δυναμικό, πόρους και χρόνο) αυτονόμησης στο χώρο των εξοπλιστικών. Ειδικά ως προς την αεροπορική τους ισχύ όμως, έμειναν προσκολλημένοι στις ΗΠΑ. Με όποιες συνέπειες έχει αυτό σήμερα, μέσω της πάγιας τα τελευταία 20 χρόνια τακτικής τους να προσπαθούν μέσω διαφόρων και αλλεπάλληλων εκβιασμών και “διαπραγματευτικών” αντικειμένων, να εξασφαλίσουν αυτό που κάθε φορά θέλουν. προφανώς, έπεσαν και οι ίδιοι θύμα της πεποίθησης περί της αναντικατάστατης αξίας του γεωγραφικού χώρου που καταλαμβάνουν για τη Συμμαχία. Πλέον, αρχίζουν να συνειδητοποιούν ότι όλα έχουν όριο. Άρα και η δυνατότητα αποδοχής από την πλευρά της Δύσης των τουρκικών ηγεμονικών φιλοδοξιών, σε βάρος προφανώς άλλων, που τυγχάνει να είναι και αυτοί ΝΑΤΟϊκοί σύμμαχοι, η γεωστρατηγική αξία των οποίων επίσης άλλαξε στη σύγχρονη εποχή, παράλληλα με τη μετάλλαξη που υφίσταται το διεθνές σύστημα.
Η ελληνική πλευρά από την άλλη, που από τα τέλη της δεκαετία του ‘60 βρέθηκε στη δυσάρεστη θέση να αντιληφθεί εκ των πραγμάτων ότι τα περιθώρια διαπραγμάτευσης με τις Ηνωμένες Πολιτείες είναι εξαιρετικά στενά, πήρε τη μεγάλη απόφαση να απευθυνθεί για τις εξοπλιστικές της ανάγκες και στην Ευρώπη (Γαλλία και Γερμανία). Εδώ και 50 τουλάχιστον χρόνια λοιπόν, διατηρεί σε υπηρεσία και αμερικανικά αλλά και ευρωπαϊκά (γαλλικά και γερμανικά) όπλα και συστήματα. Το Πολεμικό Ναυτικό εισήλθε σχεδόν παράλληλα με τον Ελληνικό Στρατό σε αυτή τη διαδικασία για να ακολουθήσει και η Πολεμική Αεροπορία στο πρώτο ήμισυ της δεκαετίας του ‘70. Την ίδια οδό ακολούθησαν και οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις με καθυστέρηση μίας δεκαετίας τουλάχιστον και σε μικρότερο βαθμό. Στο χώρο της Αεροπορίας σε μηδενικό σχεδόν… Εδώ είναι που εντοπίζεται και το πραγματικό πρόβλημα για τους Τούρκους.
Χρειάστηκε να περάσουν 50 ολόκληρα χρόνια για να πάει η Ελλάδα και η Πολεμική της Αεροπορία από τον συνδυασμό Mirage F 1CG και AIM-9 Sidewinder, στον συνδυασμό Rafale F3R και MICA (EM/IR), METEOR, AM-39 Exocet και SCALP-EG! Ακόμη και αν η γαλλική εξωτερική πολιτική διαφοροποιηθεί έναντι της Ελλάδας σε περίπτωση σύρραξης με την Τουρκία, η ελληνική πλευρά θα έχει τη δυνατότητα για κάποιο χρονικό διάστημα να αξιοποιήσει το Rafale F3R και τις Belhara FDI HN και τα όπλα τους…
Η προσφυγή στις δύο εξοπλιστικές πηγές της Δύσης δεν προσφέρει την αυτονομία που επιθυμεί η Τουρκία του Ερντογάν. Το ίδιο όμως ισχύει και για τα ρωσικά συστήματα και όπλα. Και η ρωσική πολιτική εξαγωγής οπλικών συστημάτων δηλαδή δεν διαφέρει επί της ουσίας. Επομένως και οι Ρώσοι δεν θα επιτρέψουν αποδέσμευση τεχνογνωσίας και κρίσιμων τεχνολογιών προς εξασφάλιση αυτονομίας. Ενδεικτικότερο παράδειγμα από την εμπλοκή της Ινδίας στο πρόγραμμα PAK-FA δεν υπάρχει.
Τον τελευταίο καιρό πληροφορίες αναφέρουν ότι η βρετανική αεροδιαστημική βιομηχανία θα συνδράμει αποφασιστικά στην ανάπτυξη του τουρκικού μαχητικού TF-X. Παράλληλα, οι Τούρκοι εμφανίζονται να εξετάζουν ως εναλλακτική προς άμεση αγορά το Eurofighter – Typhoon. Η ουσία είναι ότι σε καμία περίπτωση οι Βρετανοί, όπως και οι Αμερικανοί παλιότερα, δεν θα αποδέσμευαν ή δεν πρόκειται να αποδεσμεύσουν, τεχνολογίες κρίσιμες για την ανάπτυξη και τη μαζική παραγωγή του TF-X. Ενός επανδρωμένου μαχητικού που η Τουρκία θα αξιοποιήσει και ως εξαγωγικό προϊόν. Για ποιους ακριβώς λόγους θεωρεί κανείς ότι θα βοηθήσουν καθοριστικά στο να προκύψει άλλος ένας ανταγωνιστής είτε του Εurofighter, είτε του 6ης γενιάς μαχητικού Tempest, στην παγκόσμια αγορά;
Η περίπτωση του Eurofighter-Typhoon και οι “προοπτικές” του ως εναλλακτική
Σε παλαιότερο αφιέρωμα του DP είχαν εξηγηθεί αναλυτικά οι λόγοι για τους οποίους τα μεταχειρισμένα Εurofighter-Typhoon, διαμόρφωσης Tranche 1, δεν είναι κατάλληλα για την Τουρκική Αεροπορία. Επομένως δεν χρειάζεται να επανέλθουμε ιδίως από τη στιγμή που είχε επίσης αιτιολογηθεί με στοιχεία και το γιατί είναι πρακτικά αδύνατη η αγορά επαρκούς αριθμού (άνω των 80 έως 100 μονάδων), αεροσκαφών του τύπου αυτού, διαμόρφωσης Tranche 3 ή Tranche 4. Σε συνέχεια όσων είχαν αναφερθεί τότε, παραθέτουμε αριθμούς σχετικούς με το κόστος αγοράς νέας κατασκευής Eurofighter, για να αποδώσουμε μία εικόνα της πραγματικής κατάστασης με την οποία είναι αντιμέτωπη η αμετροεπής Τουρκία. Το Κουβέϊτ υπέγραψε συμβόλαιο ύψους 8,7 δισ. δολαρίων το 2016, πριν από εφτά περίπου χρόνια δηλαδή (!), για την αγορά 28 μόλις μαχητικών Eurofighter – Typhoon (22 μονοθέσια και έξι διθέσια), διαμόρφωσης Tranche 3A.
Παραδίδονται στη χώρα του Περσικού Κόλπου από την ιταλική Leonardo. Η αρχική εκπαίδευση ομάδας ιπταμένων του Κουβέϊτ, καθώς και τεχνικών, έγινε από την Ιταλική Αεροπορία στην Ιταλία, ενώ στο πακέτο περιλήφθηκε και υποστήριξη διάρκειας τριών ετών. Τα μαχητικά του Κουβέϊτ είναι διαμόρφωσης P3Eb (Phase 3 Enhancement Package b), εξοπλισμένα με την αρχική έκδοση παραγωγής (Μk.0) του ραντάρ AESA τύπου ECRS (E-Captor Radar System). Πρόκειται για σύστημα του οποίου η σταθερή στοιχειοκεραία περιστρέφεται και μηχανικά δεξιά και αριστερά προκειμένου να διασφαλίζεται σε αντίθεση με άλλα αερομεταφερόμενα συστήματα του είδους, εύρος σάρωσης 200 μοιρών. 100 μοιρών δηλαδή εκατέρωθεν του διαμήκη άξονα του αεροσκάφους. Τα Eurofighter του Κουβέιτ θα φέρουν επίσης ατρακτίδια στοχοποίησης SNIPER με ενσωματωμένο τερματικό ζεύξης δεδομένων (data link) και ατρακτίδια προσομοίωσης βολής πυραύλων IRIS-T, METEOR και ΑΙΜ-120C7, τύπου P5 ACMI.
Στο πακέτο όπλων της συμφωνίας που υπογράφηκε, περιλαμβάνονται μόνο βόμβες Mk.82, Mk.83, και Mk.84, καθώς και πύραυλοι αέρος – αέρος IRIS-T και ΑΙΜ-120C7! Τα αεροσκάφη θα αποκτήσουν δυνατότητα βολής METEOR, αναβαθμίσεις στο ραντάρ ECRS Mk.0 και στα ατρακτίδια P5 ACMI, καθώς και δυνατότητα αξιοποίησης πυραύλων Storm Shadow (SCALP-EG) και Brimestone σε δεύτερο χρόνο! Κατόπιν όλων αυτών και με τη διαδικασία των παραλαβών να βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη, σύμφωνα με δημοσιεύματα του defensenews και του The Eurasian Times, στο Κουβέιτ αυτή την περίοδο βρίσκεται επίσης σε εξέλιξη (από την Επιτροπή Καταπολέμησης της Διαφθοράς της χώρας) έρευνα με ύποπτους χρηματισμού δύο αξιωματικούς.
Το Κατάρ για 24 ίδιας διαμόρφωσης αεροσκάφη θα καταβάλλει συνολικά 6,9 δισ. δολάρια, ενώ η Γερμανία υπέγραψε το 2020 την παραγγελία 38 μαχητικών Eurofighter-Typhoon διαμόρφωσης Tranche 4 (30 μονοθέσιων και οκτώ διθέσιων), εξοπλισμένων με ραντάρ AESA της γερμανικής Hensoldt! Το ύψος του συγκεκριμένου προγράμματος, ανέρχεται σε 5,4 δισ. ευρώ (6,35 δισεκατομμύρια δολάρια με την τότε ισοτιμία). Τα κόστη είναι εξαιρετικά υψηλά επομένως και οι αριθμοί δείχνουν καθαρά ότι είναι μεγαλύτερα ακόμα και σε σχέση με τα αντίστοιχα (αγορά και αρχική υποστήριξη) του F-35 Lightning II!
Η Τουρκία επομένως δεν έχει να κερδίσει κάτι επιχειρησιακά απέναντι στα ελληνικά Rafale F3R υπό αυτές τις προϋποθέσεις. Γιατί ο αριθμός των μαχητικών Eurofighter που ενδεχομένως θα αγοράσει καινούρια, δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερος των 50 μονάδων. Από την άλλη πλευρά βέβαια, θα πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη ότι πολλά από τα συστήματα του ευρωπαϊκού πολυεθνικού μαχητικού χρησιμοποιούν αμερικανικά απάρτια. Κάτι που σημαίνει ότι μία τέτοια συμφωνία μπορεί να μπλοκαριστεί από την πλευρά των ΗΠΑ, οι οποίες θα έχουν κάθε κίνητρο να μην επιτρέψουν την υλοποίηση τέτοιας συμφωνίας.
Δημοσίευση σχολίου