Δυο χτυπητά παραδείγματα που χαρακτηρίζουν τους Έλληνες στη σύγχρονη ιστορική τους πορεία η οποία φτάνει μέχρι τις μέρες μας, είναι η απουσία πνευματικής ζωής και η αγωνία να ξαναβρούν την χαμένη αίσθηση του ”ανήκειν”.
Γράφει η Κρινιώ ΚαλογερίδουΑίσθηση που τους αναγκάζει, λόγω ανασφάλειας, να αναζητούν μονίμως προστάτες και να κρέμονται κυριολεκτικά απ’ τις διαθέσεις και αποφάσεις των ”Μεγάλων” συμμάχων τους.
Στην πρώτη περίπτωση, η απουσία πνευματικής ζωής στον τόπο μας εμποδίζει την πλειοψηφία των Ελλήνων να γίνει φορέας και εργάτης των αξιών και των δημιουργημάτων που αποκρυσταλλώνονται σε όλες τις εκφάνσεις του πολιτισμού μας. Με αποτέλεσμα να μην εξελίσσεται αυτός, αφού πνευματική ζωή χωρίς το υποκείμενο που τη ζει δεν νοείται.
Έτσι, χωρίς ροή, κίνηση, μεταβολή, εξέλιξη δεν προχωράμε εμείς οι Έλληνες, παρά μένουμε στάσιμοι στα λιμνάζοντα ύδατα ανθυγιεινών εστιών οι οποίες δεν μας βοηθούν να αναδημιουργήσουμε, να αναπλάσουμε τις αξίες του παρελθόντος με στόχο την προσαρμογή τους στις σύγχρονες ανάγκες της κοινωνίας μας.
”Τα πάντα ρει, μηδέποτε κατά τ’ αυτό μένειν”, έλεγε ο υλοζωιστής φιλόσοφος Ηράκλειτος και ροή σημαίνει εξέλιξη και εξέλιξη σημαίνει βελτίωση της ζωής όχι μόνο με βάση τις υλικές μας ανάγκες, αλλά και την ικανοποίηση των πνευματικών μας ροπών (θρησκευτικών, εθνικών, αισθητικών, πνευματικών, ψυχικών, θεωρητικών και πρακτικών).
Αυτή η ικανοποίηση σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο συντείνει στη διαμόρφωση κοινού ρυθμού πολιτιστικής αναβάθμισης και ενότητας των Ελλήνων. Η πνευματική τους ζωή, δηλαδή, λειτουργεί σαν επιπλέον συνεκτικός κρίκος ενότητας κοντά σε εκείνους που προσδιορίζουν — κατά τον Ηρόδοτο — το ελληνικό έθνος (”Το όμαιμον, το ομόθρησκον, το ομόγλωσσον και τα ομότροπα ήθη”).
Κρίκος ενότητας φυλετικής, κοινωνικής, εθνικής και θρησκευτικής με ιστορικό χαρακτήρα, γιατί είναι θεμελιωμένη στις αξίες του παρελθόντος με τις οποίες ερχόμαστε σε επαφή καθημερινά ατομικά και συλλογικά.
Με τον τρόπο αυτό η πνευματική μας ζωή διαιωνίζεται ως ουσία και αίσθηση προσαρμόζοντας τον πολιτισμό των παρωχημένων γενεών στις σύγχρονες απαιτήσεις και μεταλλάσσοντας τον ιστορικό χαρακτήρα της σε ατομικό και επίκαιρο…
Όσον αφορά τώρα την ελλειμματική αίσθηση του ”ανήκειν” που παρατηρείται στην εποχή μας και αναγκάζει εμάς τους Έλληνες (σε πολιτικό κυρίως επίπεδο) να αναζητούμε μονίμως προστάτες στο πρόσωπο των ”Μεγάλων” συμμάχων λόγω εθνικής ανασφάλειας, αυτό έχει να κάνει με την απομάκρυνσή μας από τις ρίζες, την καταγωγή μας.
Ας μην ξεχνάμε ότι και οι Ευρωπαίοι θαυμαστές της Ελλάδας από τα χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης τη δική τους καταγωγή έψαχναν να βρουν αγωνιζόμενοι για την ελληνική ανεξαρτησία. Τη δική τους καταγωγή έψαχναν κι όταν έλεγαν δια στόματος Shelley το ”Είμαστε όλοι Έλληνες”.
Τη δική τους καταγωγή αναζητούσαν στη γη μας και οι φιλέλληνες που, μαγεμένοι απ’ τον ”ελληνικό μύθο”, θυσίασαν τη ζωή τους για την πατρίδα μας (βλ. τελευταία λόγια του Byron: ”Έδωσα τα πάντα για την Ελλάδα, τώρα της δίνω και τη ζωή μου”).
”Η καταγωγή (το ”ανήκειν”) είναι ο σκοπός” έλεγε ο Αυστριακός συγγραφέας και δημοσιογράφος Karl Kraus και είχε δίκιο. Μόνο που αυτό συγκινούσε τους παλιούς Έλληνες περισσότερο από μας τους καινούργιους.
Τους καινούργιους που πασχίζουμε να διαφοροποιηθούμε από εκείνους μιμούμενοι τους Ευρωπαίους σε βαθμό κακοποίησης της γλώσσας μας με ξένες προσμίξεις και με αλλοίωση του συντακτικού και εννοιολογικού χαρακτήρα της. Σε βαθμό και πλήρους ακόμα αντικατάστασής της από την αγγλική γλώσσα.
Γιατί το κάνουμε αυτό; Γιατί, μέσα στην αγωνιώδη αναζήτηση του ”ανήκειν” που χάσαμε, ψάχνουμε να βρούμε αγκωνάρι να στηριχτούμε και γιατί δε θέλουμε να είμαστε διαφορετικοί από τους ξένους.
Θέλουμε να γίνουμε ένα με το συνονθύλευμά τους, την πολύχρωμη και πολύγλωσση μάζα τους, σαν να ντρεπόμαστε για την μοναδικότητά μας. Σαν να την βλέπουμε ως ελάττωμα, ενώ είναι προνόμιο από τα λίγα.
Κι αυτό είναι απόδειξη του συνδρόμου κατωτερότητας που μας κατατρύχει επειδή νιώθουμε ότι, όσο και να προσπαθήσουμε να τους μοιάσουμε, δεν θα γίνουμε ποτέ ”αρχαίοι”. Δεν θα γίνουμε ποτέ σπουδαίοι και δυνατοί σαν εκείνους, ώστε να κάνουμε παντιέρα την ιδιομορφία μας.
Αυτή ακριβώς η έλλειψη σιγουριάς που νιώθουμε, μας κάνει να αναζητούμε ξένους ”προστάτες” και να τους δίνουμε απλόχερα τη Γη και το Ύδωρ μας (σε βάσεις) με καθόλου ή ελάχιστα ανταλλάγματα, ίσα που να καλύπτουν αυτά την εθνική ανασφάλειά μας.
Μας κάνει να αναρωτιόμαστε συχνά κοιτάζοντας στον καθρέφτη ιχνηλάτησης της καταγωγής μας: ”Είμαστε καθαρόαιμοι Ευρωπαίοι ή Ευρωπαίοι της Ανατολής, αφού οι ‘Χαμένες Πατρίδες’ μας φτάνουν στα έσχατα της Μικρασίας; Είμαστε ο ανεπτυγμένος λαός του Νότου που ‘γονάτισε’ πρόσκαιρα στην οκταετία των μνημονίων ή οι μόνιμα υπανάπτυκτοι σε σύγκριση με τον Βορρά”;
Το κοίταγμα στον καθρέφτη προς αναζήτηση του αυτοπροσδιορισμού μας μέσα από το γενεαλογικό δέντρο των Νεοελλήνων θα μας κάνει να αποκτήσουμε, νομίζω, την αυτογνωσία και την αυτοσυνείδηση που έχουμε ανάγκη…
Θα μας κάνει να πατήσουμε πιο γερά στα πόδια μας, για να δώσουμε τέλος στην εσωστρέφεια, την εσωτερική καταπίεση και την εξάρτησή μας (η οποία μεγεθύνεται υπό την απειλή της Τουρκίας) από ξένες δυνάμεις.
Θα μας κάνει να συνειδητοποιήσουμε ότι τα ερείσματα αντίστασης στον δειλό εαυτό μας κρύβονται μέσα μας, στην ψυχή μας. Και τα ερείσματα αυτά είναι συστατικά της Ρωμιοσύνης.
Της Ρωμιοσύνης που, στις μέρες μας, δεν χρειάζεται μόνο την αρετή και την τόλμη που έλεγε ο Ανδρέας Κάλβος στην Ωδή του ”Εις Σάμον”, αλλά και ξεκάθαρη σκέψη, ωριμότητα, αγάπη για την πατρίδα και υπευθυνότητα.
Αυτά θα πρέπει να είναι τα καινούργια θεμέλια του ελληνικού κράτους, τα οποία — προστιθέμενα στα παλιά των παραδοσιακών αξιών και της συμπυκνωμένης σοφίας των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων — θα μας βοηθήσουν να χτίσουμε το μέλλον της πατρίδας μας. Θα μας βοηθήσουν να αλλάξουμε την μοίρα της σύγχρονης Ελλάδας!..
Δημοσίευση σχολίου