Γράφει η ΚΡΙΝΙΩ ΚΑΛΟΓΕΡΙΔΟΥ
Ακόμα ηχούν παράταιρα στα αυτιά μου τα πρόσφατα λόγια του Νίκου Δένδια στην Επιτροπή Άμυνας και Εξωτερικών Υποθέσεων της Βουλής κατά τη συζήτηση του νομοσχεδίου Συνεργασίας μεταξύ Ελλάδας και ΗΠΑ:
– […] Η αμοιβαία αμυντική Συμφωνία Ελλάδας – ΗΠΑ είναι ένα εργαλείο για να αισθανθούμε ασφαλείς εσωτερικά και να μπορέσουμε να διευρύνουμε τους ορίζοντές μας…
Φευ!.. Η πρώτη σκέψη που κάνω είναι ότι, παρά την νομική και πολιτική εμπειρία του, ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών δείχνει να αγνοεί έναν βασικό κανόνα της διπλωματίας: ότι στις διεθνείς σχέσεις ο υπερβάλλων ζήλος δεν επιβραβεύεται.
Και εμείς δείχνουμε υπερβάλλοντα ζήλο στην ικανοποίηση των αιτημάτων των Αμερικανών, σε βαθμό που να μην καταγγέλλουμε τις προκλήσεις παραβατικότητας της συμμάχου στο ΝΑΤΟ Τουρκίας, η οποία — πέρα απ’ τις διαρκείς προκλήσεις παραβιάσεων στο FIR Αθηνών — κάνει επαναλαμβανόμενες ναυτικές ασκήσεις κοντά στα ελληνικά χωρικά ύδατα, όπως η τελευταία του τουρκικού λιμενικού μεταξύ Χίου και Λέσβου.
Αυτή η τακτική της αποσιώπησης εκ μέρους μας των παρεκτροπών της Τουρκίας στα διεθνή forum και στις επαφές μας με ξένους Αξιωματούχους όχι απλά δεν μας ευνοεί στα μάτια της διεθνούς γεωπολιτικής σκηνής, αλλά αντίθετα μας εκθέτει παρουσιάζοντάς μας επιρρεπείς στις υποχωρήσεις και τις γονυκλισίες έναντι των συμμάχων και των αντιπάλων μας.
Μας εκθέτει και μας φέρνει σε δυσμενέστερη θέση από εκείνην, γιατί μας παρουσιάζει ως δεδομένους στα μάτια των ΗΠΑ, οι οποίες για τον λόγο αυτό ρίχνουν όλο το βάρος στην τιθάσευση της Τουρκίας, ώστε να προλάβουν το ενδεχόμενο εξόδου της απ’ το ΝΑΤΟ, κάτι που θα τη σπρώξει ολοκληρωτικά στην αγκαλιά της Ρωσίας.
– Τα έθνη δεν έχουν σταθερούς φίλους ή εχθρούς. Έχουν μόνο σταθερά συμφέροντα, είχε πει ο Λόρδος Πάλμερστον.
Κι αυτό δείχνει να το αγνοεί επιδεικτικά η Ελλάδα προσαρμόζοντας τα συμφέροντά της στα συμφέροντα των ”προστατών” της με την ελπίδα ότι θα επιβραβεύσουν την πίστη της και την ”ηθικοπλαστική” ρότα της Εξωτερικής πολιτικής της.
Μέσα στο άναρχο και αβέβαιο γίγνεσθαι της διεθνούς γεωπολιτικής πραγματικότητας η ελληνική κυβέρνηση δείχνει να ονειροβατεί, έμπλεη από την πεποίθηση ότι θα την ανταμείψουν για τη στάση της στο Ουκρανικό και την κατευναστική πολιτική της απέναντι στην μονίμως παρανομούσα Τουρκία.
Παρανομούσα μεν, πολύτιμη δε — όπως αποδεικνύεται — για τους συμμάχους της Δύσης. Και γι’ αυτό θα έπρεπε να είχε δώσει μεγαλύτερη σημασία ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών στη στροφή υπέρ της εκ μέρους των ΗΠΑ λόγω της γεωστρατηγικής συγκυρίας που την… αναγόρευσε ειρηνοποιό-διαμεσολαβήτρια, για την κατάπαυση του πολέμου στην Ουκρανία.
Ήδη ο ΥΠΑΜ Νίκος Παναγιωτόπουλος το αποκάλυψε προ μηνός λέγοντας ότι ”Δεν είναι η καλύτερη εποχή να λες πράγματα εναντίον της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ”. Και η αλήθεια αυτή, αντί να ενοχλήσει τους καθ’ ύλην αρμόδιους και παρατρεχάμενους στο ΥΠΕΞ και το Μαξίμου, θα έπρεπε να τους έχει αφυπνίσει απ’ την κακή, διαχρονική συνήθεια να δεσμεύουν εκ προοιμίου την Ελλάδα, ώστε να έχει πάντα τους ίδιους φίλους και συμμάχους, ακόμα κι όταν τα συμφέροντά της βρίσκονται στον αντίποδα των συμμαχικών.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα για την τελευταία περίπτωση είναι η αφωνία των κυβερνώντων στο αμερικανο-γερμανικό αίτημα περί μείωσης του στρατιωτικού αποτυπώματος στα νησιά μας (βλ. Σεπτέμβριος 2020 και εντεύθεν) και ”συνεκμετάλλευσης” των φυσικών πόρων του Αιγαίου με την Τουρκία.
Αρκεί να θυμηθούμε ότι είχαν εκφραστεί κατά το παρελθόν θετικά για αμφότερα τόσο ο πρώην ΥΠΕΞ των ΗΠΑ Μάικ Πομπέο (επί Προεδρίας Ντόναλντ Τραμπ), όσο και η Βικτόρια Νούλαντ πριν την θητεία της στο ΥΦΕΞ (επί Προεδρίας Τζο Μπάιντεν) παρακινώντας μας δια της πλαγίας να κάνουμε βήματα υποχωρητικότητας μπροστά στους εκβιασμούς της Τουρκίας.
Τα ως άνω δεδομένα αποτελούν, κατ’ εμέ, τρανή απόδειξη του λάθους που κάνουμε κυβερνητικά να επενδύουμε στην αμυντική συμμαχία μας με τις ΗΠΑ με την ψευδαίσθηση ότι θα μας συντρέξουν οι Αμερικανοί σε περίπτωση σύγκρουσης με την Τουρκία.
Κι αυτό, ενώ είναι νωπή ακόμα στη μνήμη μας η συμπεριφορά τους έναντι των συμμάχων τους Κούρδων κατά την τουρκική εισβολή στη Συρία το 2019. Είναι νωπές και έωλες, πολύ περισσότερο, οι αμερικανικές μεγαλοστομίες που συνόδεψαν την πενταετούς διάρκειας αμυντική συμφωνία την οποία υπέγραψαν με την Ελλάδα (Οκτώβριος 2020), με στόχο την ανανέωσή της επ’ αόριστον μετά την παρέλευση της καταληκτικής ημερομηνίας.
Κάτι που συνιστά, κατ’ ουσίαν, εγκλωβισμό της πατρίδας μας στις καθεστηκυίες γεωστρατηγικές επιλογές, με την έννοια ότι υψώνει φράχτη στην προοπτική για πολυεπίπεδη Εξωτερική πολιτική την οποία βαυκαλίζεται μάταια ο Νίκος Δένδιας ότι ασκεί η Ελλάδα (βλ. σχετική δήλωσή του, Ιούνιος 2021), αν και όλα δείχνουν ότι η πατρίδα μας είναι ”υπερατλαντικά” ποδηγετούμενη.
Και το κακό είναι ότι δεν είμαστε απλά ποδηγετούμενοι, αλλά πισθάγκωνα δεμένοι στο άρμα της Αμερικής. Έτσι που να μην μας επιτρέπεται να διορθώσουμε ούτε ένα κόμμα στην υπογραφείσα συμφωνία, σε περίπτωση που αποδειχθεί ανώφελη αυτή αν φτάσουμε αβοήθητοι σε σύγκρουση με την Τουρκία.
Να μη μας επιτρέπεται οποιαδήποτε τροποποίηση των όρων της στρατηγικής συνεργασίας μας με τις ΗΠΑ, παρά μόνο ”κοινή συναινέσει”. Με δεδομένο αυτό, τίποτα δεν αποκλείει να βρεθούμε μελλοντικά στον αέρα, από την άποψη ότι διατελούμε υπό καθεστώς απειλής στο Αιγαίο και με τρέχουσα κυβερνητική πολιτική αυτήν που επαφίεται στις πλανητικές υποσχέσεις και ευθυγραμμίζει απόλυτα την γεωστρατηγική μοίρα της Ελλάδας με εκείνην των ΗΠΑ.
Όπερ σημαίνει ότι θα ήταν σοφότερο να εξασφαλίσουμε ”ελαστικότητα” στη διακρατική συμμαχία μας, ώστε να μην εκλαμβάνουμε την ελληνοαμερικανική συμφωνία ως ακρογωνιαίο λίθο πάνω στον οποίο θα χτίσουμε το αύριο της πατρίδας μας.
Είμαστε υποχρεωμένοι, άλλωστε, να λειτουργούμε προστατευτικά και διορατικά για τα εθνικά μας συμφέροντα βλέποντας την δυτική υπερδύναμη — μετά την οριστική ”ταφόπλακα” που έβαλε στον αγωγό EastMed — να επανατοποθετείται ξεκάθαρα υπέρ της Τουρκίας, με στόχο την αναθέρμανση των αμερικανο-τουρκικών σχέσεων και το πριόνισμα της στρατηγικής συμμαχίας Τουρκίας-Ρωσίας.
Κάτι ιδιαίτερα δύσκολο, φυσικά, δεδομένου του απρόβλεπτου χαρακτήρα του Ταγίπ Ερντογάν ο οποίος δρέπει δάφνες λόγω της διπλωματικής ”ευλυγισίας” του στο Ουκρανικό και αντιμετωπίζει σαν ίσος προς ίσον τον Αμερικανό Πρόεδρο που επιδιώκει να συμφιλιωθεί μαζί του.
Αυτός είναι ο λόγος, άλλωστε, για την ανοχή του Τζο Μπάιντεν στην αναθεωρητική πολιτική του Ταγίπ Ερντογάν, η οποία κινείται παράλληλα με την φιλοδοξία του να βάλει στις ράγες της γεωπολιτικής αναβάθμισης επί της περιφερειακής κλίμακας ισχύος την Τουρκία.
Φιλοδοξία που, σε συνδυασμό με την επιδίωξη της εξοπλιστικής της αυτάρκειας, καθιστά αυτήν στα μάτια της Ουάσιγκτον γεωπολιτικά ”πολύτιμη” σύμμαχο των ΗΠΑ, έστω κι αν είναι κοινή εκβιάστρια (βλ. άρνηση Ερντογάν για ένταξη της Σουηδίας και της Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ, με αιχμηρή αναφορά στο λάθος της Τουρκίας να συναινέσει στην επάνοδο της Ελλάδα στο ΝΑΤΟ το 1980).
”Πολύτιμη” σύμμαχος των ΗΠΑ η πανούργα και αφερέγγυα Τουρκία, σε αντίθεση με την ιστορική σύμμαχο Ελλάδα, η οποία επιλέγει τη γνωστή περιχαρακωμένη οδό της ακινησίας και της υπακοής στα συμμαχικά κελεύσματα.
Της ακινησίας στην Εξωτερική πολιτική μας η οποία ακολουθεί την αποτυχημένη συνταγή του κατευνασμού, του μινιμαλισμού και της δεύτερης θέσης στη γεωπολιτική σκακιέρα της Ανατολικής Μεσογείου έναντι της Τουρκίας.
Της δεύτερης θέσης λόγω εξάρτησης και ποδηγέτησής μας από τους ξένους, που μας μετατρέπει σε… πελάτες της Αμερικής μάλλον, παρά σε κομβικούς συμμάχους της, κάτι που πρέπει επειγόντως να ανατραπεί.
Και πρέπει να ανατραπεί, γιατί περιοριζόμαστε μόνιμα σε ρόλο θεατή της ξέφρενης δημιουργικότητας των Τούρκων, οι οποίοι κατακτούν με γοργούς ρυθμούς την εξοπλιστική τους αυτάρκεια. Περιοριζόμαστε στον ρόλο του ετεροκατευθυνόμενου λόγω της γεωπολιτικής μας εξάρτησης από τις ΗΠΑ χωρίς να αναγνωρίζονται έμπρακτα οι προσφερόμενες υπηρεσίας μας.
Κι αυτό είναι ένας ακόμα λόγος που πρέπει να μας υποχρεώσει να επιδιώξουμε στοιχειώδη ανεξαρτησία στην εθνική πορεία μας με πρώτιστο στόχο την προάσπιση των εθνικών μας δικαίων έναντι όλων. Γιατί το ”έναντι όλων” θα μας καθιστούσε ”ευέλικτους” στο θέμα επιλογής των συμμάχων μας και όχι περιορισμένους, όπως απαιτεί η ελληνοαμερικανική αμυντική συμφωνία.
Η συμφωνία που υπερψηφίστηκε με 181 ”ΝΑΙ” στην ελληνική Βουλή, για να επικυρώσει την γεωπολιτική μας εξάρτηση και το ότι είμαστε ”δεδομένοι φίλοι” των ΗΠΑ. Η συμφωνία που υπερψηφίστηκε με 181 ”ΝΑΙ”, κι ας είναι ”λεόντειος”, αφού γέρνει υπέρ των συμφερόντων των ΗΠΑ.
Η συμφωνία που επιβεβαιώνει το δίκαιο της πυγμής της ισχυρής Αμερικής έναντι της ανίσχυρης Ελλάδας, η οποία έδωσε γη και ύδωρ για τις αμερικανικές βάσεις, χωρίς να κατορθώσει να διασφαλίσει τις εγγυήσεις ασφάλειας που ζήτησε για κάποια από τα ευάλωτα στην τουρκική βουλιμία νησιά μας.
Εγγυήσεις για το Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο. Εγγυήσεις δια της εγκατάστασης Αμερικανικών βάσεων σε θέσεις-κλειδιά που απειλούνται απ’ τους Τούρκους, όπως η Σκύρος και η Κως, για παράδειγμα. Κάτι που δεν έγινε δεκτό απ’ τους Αμερικανούς (Οκτώβριος 2021), για δύο λόγους:Γιατί ακολουθούν το ”Δόγμα Λουνς”. Το δόγμα του ΓΓ του ΝΑΤΟ ο οποίος εξέδωσε το 1980 μια παράνομη και αυθαίρετη διαταγή σύμφωνα με την οποία απαγορεύονταν οι νατοϊκές ασκήσεις και η χρηματοδότηση υποδομών σε 19 ελληνικά νησιά (μεταξύ των οποίων η Σκύρος και η Κως), με τη δικαιολογία ότι αυτά τελούν υπό καθεστώς αποστρατιωτικοποίησης με βάση τη Συνθήκη της Λωζάνης (1923) και των Παρισίων (1947)”.
Κάτι που δεν ευσταθεί ασφαλώς. Όμως έκτοτε θεωρούνται αμφισβητούμενες για ΝΑΤΟϊκές ασκήσεις περιοχές τα 19 αυτά νησιά μας και γι’ αυτό δεν μπήκαν στο αμερικάνικο πλάνο προστασίας της ελληνοαμερικανικής συμφωνίας.Γιατίθα καταργούσε αυτόματα το αφήγημα της Τουρκίας για τον μη εξοπλισμό 16 νησιών του Ανατολικού Αιγαίου (εκ των 152 που διεκδικεί αυτή).
Στα παραπάνω δεδομένα θα πρέπει να προσθέσουμε και την τελευταία πρόταση του προεδρικού εκπροσώπου της Τουρκίας Ιμπραχίμ Καλίν για ανάγκη μεγάλης διαπραγμάτευσης Δύσης-Ρωσίας με θέμα το πώς θα είναι η ταραγμένη περιοχή της Ευρώπης μετά τον ρωσο-ουκρανικό πόλεμο (κάτι που υπονοεί σαφώς την εμπόλεμη Ανατολική και την δική μας περιοχή του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την αναθεώρηση των ελληνοτουρκικών συνόρων).
Έχοντας υπόψη τα παραπάνω, θα λέγαμε με σχετική βεβαιότητα ότι η ελληνοαμερικανική συμφωνία διαψεύδει μάλλον τις προσδοκίες μας, γιατί — σε αντίθεση με αυτό που πιστεύει ο κ. Δένδιας — δεν ”μας κάνει να νιώθουμε ασφαλείς εσωτερικά, για να μπορέσουμε να διευρύνουμε τους ορίζοντες μας”.
Και δεν μας κάνει να νιώθουμε ασφαλείς, γιατί δεν προστατεύει τα κυριαρχικά μας δικαιώματα απ’ την τουρκική βουλιμία και επιθετικότητα. Αντίθετα ανοίγει τον δρόμο (με αφορμή και το αναθεωρητικό πνεύμα που αναπτύχθηκε λόγω της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία) για ”μείωση του στρατιωτικού αποτυπώματος” στα νησιά του Αιγαίου (υπό την απειλή του τουρκικού casus belli), ενώ — στην εν λόγω συμφωνία — δεν γίνεται καμιά αναφορά στο άρθρο 51 του ΧΗΕ.
Στο άρθρο, δηλαδή, του Χάρτη του ΟΗΕ σύμφωνα με το οποίο δεν εμποδίζεται το φυσικό δικαίωμα της ατομικής ή συλλογικής νόμιμης άμυνας σε περίπτωση διακινδύνευσης της εδαφικής ακεραιότητας λόγω απειλής, απόπειρας ή επιχειρούμενης εχθρικής εισβολής. Και δεν γίνεται καμιά αναφορά στο άρθρο αυτό (με επιλογή των Αμερικανών), γιατί — αν γινόταν — θα επιβεβαίωνε ότι νομίμως είναι εξοπλισμένα τα ”γκιζαρισμένα” από την Τουρκία νησιά μας…
Δημοσίευση σχολίου