Τα τρία ορόσημα που έχει θέσει η Τουρκία για να καταστεί και να πείσει, πως είναι ισχυρή περιφερειακή δύναμη.
Θεμιστοκλής Ζ. Ζανίδης Διεθνολόγος – Δ. Ερευνητής στο ΙΔΙΣΜε αφορμή ένα παλαιότερο άρθρο του Καθηγητή και Βουλευτή κ. Α. Συρίγου στην Καθημερινή αναφορικά με το υπερφιλόδοξο όραμα του Ρ.Τ. Ερντογάν και κυρίως την ύπαρξη μιας μακροχρόνιας στρατηγικής για την υλοποίησή του, θα καταθέσω ορισμένες σκέψεις που αναδύονται με την τελευταία ελληνοτουρκική κρίση να βρίσκεται σε εξέλιξη.
Είναι δεδομένη η αναθεωρητική στάση της Τουρκίας η οποία επιχειρεί, εντονότερα το τελευταίο διάστημα, να ανατρέψει το statusquoτης περιοχής όπως αυτό καθιερώθηκε από τη Συνθήκη της Λωζάννης, στην απώτερη επιδίωξή της να αναδειχθεί σε περιφερειακό ηγεμόνα. Στο πλαίσιο αυτό, γίνεται ξεκάθαρος ο τουρκικός σχεδιασμός ο οποίος ”ξεδιπλώνεται” μέσω της χρήσης χρονολογιών-ιστορικών οροσήμων για τον τουρκικό λαό. Είναι χαρακτηριστικές οι, γραφικές, φιέστες που διοργανώνονται από το επίσημο τουρκικό κράτος κάθε χρόνο ανήμερα της επετείου Άλωσης των Κωνσταντινούπολης από τα Οθωμανικά στρατεύματα το 1453.
Το αφήγημα της μεγάλης Τουρκίας, η οποία είναι κληρονόμος της πάλαι ποτέ κραταιάς Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, σχετίζεται και με άλλες ημερομηνίες-ορόσημα αρχής γενομένης από το 2023 κατά το οποίο συμπληρώνονται 100 χρόνια από την ίδρυση του σύγχρονου τουρκικού κράτους. Ο μεγαλεπήβολος στόχος μέχρι τότε είναι η χώρα να ανήκει στα δέκα ισχυρότερα κράτη του κόσμου κάτι που μάλλον δεν θα κατορθώσει να πετύχει εξαιτίας της υπερβολικά αλαζονικής της συμπεριφοράς η οποία έχει ενοχλήσει άλλες σημαντικές δυνάμεις της περιοχής κι όχι μόνο. Το πρόγραμμα πυρηνικοποίησης της Τουρκίας με την κατασκευή, για την ώρα, πυρηνικών σταθμών παραγωγής ενέργειας εντάσσεται στον προαναφερθέντα στόχο.
Η επόμενη συμβολική χρονολογία είναι το 2053, έτος κατά το οποίο συμπληρώνονται 600 χρόνια από την Άλωση της Πόλης. Το Ισλαμικό Κόμμα του Προέδρου Ρ.Τ. Ερντογάν έχει θέσει ως στόχο μέχρι τότε η Τουρκία να πλασαριστεί στις πέντε ισχυρότερες οικονομίες παγκοσμίως, να είναι μόνιμο μέλος του ΣΑ/ΟΗΕ και να έχει αναπτύξει τόσο την τουρκική βιομηχανία, συμπεριλαμβανομένης της αμυντικής, ώστε να συγκαταλέγεται στις μεγαλύτερες του κόσμου.
Είναι προφανής η τουρκική επιδίωξη να καταστεί η χώρα εκτός από περιφερειακός ηγεμόνας, ηγέτιδα δύναμη ολόκληρου του μουσουλμανικού κόσμου κάτι που προκαλεί τις έντονες αντιδράσεις της πλειοψηφίας του αραβικού κόσμου.
Το τρίτο ορόσημο αφορά το 2071κατά το οποίο συμπληρώνονται 1000 (!) χρόνια από τη Μάχη του Ματζικέρτ κατά την οποία οι Σελτζούκοι Τούρκοι νίκησαν τη μεγαλύτερη χριστιανική δύναμη της εποχής, τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία κι εδραιώθηκαν στα εδάφη της.
Τα παραπάνω, όσο φιλόδοξα και υπερβολικά μπορεί να φαντάζουν δεικνύουν πως η γειτονική χώρα, υπό την ηγεσία των Ισλαμιστών, έχει έναν συγκεκριμένο στόχο και μια στρατηγική προκειμένου να τον υλοποιήσει. Φυσικά το τουρκικό δόγμα του νεο-οθωμανισμού πλήττει καίρια τα συμφέρονται αλλά και την ίδια την ύπαρξη συνολικά του ελληνισμού αλλά αναδεικνύει ταυτόχρονα την ένδεια της ελληνικής πλευράς όσον αφορά τους στόχους και το όραμα για το μέλλον τόσο σε επίπεδο εσωτερικό όσο και σε εξωτερικό. Η Ελλάδα επιδεικνύει τις τελευταίες δεκαετίες αδυναμία παραγωγής ενεργητικής πολιτικής αφού φαίνεται πως οι ελίτ του τόπου έχουν αποδεχθεί τη γεωπολιτική μας συρρίκνωση η οποία συνέβη τον προηγούμενο αιώνα (Μικρασιατική Καταστροφή- Ξεριζωμός, Πογκρόμ εναντίον ελληνικής μειονότητας Κων/πόλης το 1955,εισβολή στην Κύπρο το 1974) κι έκτοτε ακολουθείται ευλαβικά μια πολιτική κατευνασμού. Το φαινόμενο αυτό έχει τις αιτίες του στις διαχρονικές αδυναμίες του πολιτικού συστήματος αλλά και στην κοινωνία (αντιλήψεις, νοοτροπία, φοβικά σύνδρομα, απαισιοδοξία κ.α.), ενώ προφανέστατα εντάθηκε εξαιτίας της οικονομικής-κοινωνικής κρίσης που βίωσε η Ελλάδα από την οποία δεν έχει εισέτι εξέλθει. Εντούτοις, η χώρα δεν έχει την πολυτέλεια να επαναπαυτεί καθώς η Άγκυρα ξεδιπλώνει την ολοένα κι επιθετικότερη πολιτική της στη Μεσόγειο και το Αιγαίο αμφισβητώντας όχι μόνο τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα αλλά και τον ίδιο τον πυρήνα της ελληνικής κυριαρχίας.
Στην παρούσα κρίσιμη γεωπολιτική συγκυρία, με την τουρκική επιθετικότητα να βρίσκεται στα ύψη, χρειάζεται ένα νέο όραμα για το μέλλον το οποίο θα συνοδεύεται από τον σχεδιασμό της στρατηγικής για την υλοποίησή του. Δεν είναι δυνατόν η χώρα μας να βρίσκεται συνεχώς σε θέση άμυνας αναμένοντας την επόμενη τουρκική πρόκληση-αμφισβήτηση η οποία, όπως δείχνει η πράξη ως τώρα, είναι σοβαρότερη από την προηγούμενη.
Το νέο όραμα-αφήγημα οφείλει πρωτίστως να πείσει την ελληνική κοινωνία και το βασικότερο θα πρέπει να ανατρέψει την μέχρι τώρα γεωπολιτική μας θεώρηση σύμφωνα με την οποία αντιλαμβανόμαστε τον εαυτό μας κυρίως ως ένα μικρό κι περιορισμένων δυνατοτήτων κράτος. Ο σεβασμός στο Διεθνές Δίκαιο σαφώς θα πρέπει να είναι ο ακρογωνιαίος λίγος της στρατηγικής μας αλλά ταυτόχρονα η Ελλάδα θα πρέπει να καταστήσει σαφές, προς όλες τις κατευθύνσεις, πως είναι διατεθειμένη να φτάσει στα άκρα προκειμένου να το επιβάλλει. Επιπροσθέτως, η ελληνική πλευρά οφείλει να επιδείξει στην πράξη εξωστρέφεια αξιοποιώντας στο έπακρο τις δυνατότητές της οι οποίες είναι υπαρκτές.
Αν η εξωστρέφεια συνοδευτεί από την αποκόλλησή μας από μια αρχαιολατρεία η οποία πολλές φορές μετατρέπεται σε στείρα αρχαιολαγνεία θα είναι ευχής έργον. Υπάρχουν ευκαιρίες στο μέλλον προκειμένου να γίνει αυτή η εξωστρέφεια πράξη. Μια πρώτης τάξεως ευκαιρία συνιστά το 2021 η συμπλήρωση διακοσίων ετών από την έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης η οποία θα πρέπει να εορταστεί προσανατολισμένη και στο εξωτερικό.
Ο σκοπός θα είναι πλέον να ενημερωθούν οι πολίτες άλλων κρατών, συμπεριλαμβανομένης της Τουρκίας, για το τι ακριβώς πρεσβεύει ο ελληνισμός διαχρονικά και που αυτός συνέβαλλε αλλά και συμβάλλει στη διαμόρφωση του σύγχρονου κόσμου. Η κοινή γνώμη των άλλων κρατών εκτιμώ πως είναι το κλειδί προκειμένου η Ελλάδα να επηρεάσει περισσότερο τις αποφάσεις των κυβερνήσεών τους υπέρ των δικών της θέσεων. Έτσι θα κατορθώσει να εξουδετερώσει την τουρκική προπαγάνδα η οποία εντάσσεται στον υβριδικό πόλεμο που έχει εξαπολύσει η τουρκική πλευρά εις βάρος μας.
Εν κατακλείδι, η Ελλάδα αν επιθυμεί στο νέο διεθνές σύστημα που διαμορφώνεται να αποτελέσει μια υπολογίσιμη δύναμη, έναν πυλώνα ασφάλειας, σταθερότητας και δικαίου στην ευρύτερη περιοχή, οφείλει να καταστρώσει ένα ρεαλιστικό σχέδιο και να θέσει σε κίνηση την εφαρμογή του. Έτσι θα εξασφαλίσει την ευημερία για τον λαό της και θα πείσει Συμμάχους, ανταγωνιστές κι εχθρούς ότι διεκδικεί ενεργά την υπεράσπιση των συμφερόντων της.
Δημοσίευση σχολίου