Άγγελος Συρίγος
Είναι πολλά τα σημάδια που δείχνουν ότι οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις έχουν εδώ και καιρό εισέλθει σε ένα άλλο επίπεδο σε σύγκριση με το καθεστώς που υπήρχε όλες τις προηγούμενες δεκαετίες. Είναι γνωστό ότι η Ουάσινγκτον αντιμετώπιζε την Τουρκία και την Ελλάδα σαν πακέτο από την εποχή ακόμα που οι δύο χώρες εντάχθηκαν στο ΝΑΤΟ, στις αρχές της δεκαετίας του 1950. Το δόγμα αυτό έχει ρηγματωθεί, εάν δεν έχει ολοσχερώς σπάσει. Αιτία είναι οι τεκτονικές αλλαγές που συντελούνται στην Ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή.
Για την ακρίβεια, αιτία είναι η χρονικά παρατεινόμενη κρίση στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις. Λόγω της γεωγραφικής θέσης της, η Τουρκία ήταν στρατηγικά κρίσιμος κρίκος στο δυτικό σύστημα ασφαλείας. Εξισορροπούσε τη Ρωσία στον Καύκασο και στον Εύξεινο Πόντο, του οποίου ελέγχει την πρόσβαση. Εκτός αυτού κατέχει δεσπόζουσα θέση στη Μέση Ανατολή και παλαιότερα είχε θεωρηθεί από τη Δύση ως χώρα-πρότυπο για την προβολή ενός μετριοπαθούς και δυτικόφιλου Ισλάμ. Όλες αυτές οι βεβαιότητες, ωστόσο, αποτελούν παρελθόν. Φρόντισε γι’ αυτό ο Ερντογάν.
Η ελληνική κοινή γνώμη αντιμετωπίζει μάλλον με αμηχανία την εμφανή σύσφιξη των σχέσεων Ουάσινγκτον-Αθήνας και μάλιστα από μία κυβέρνηση, όπως αυτή του Αλέξη Τσίπρα. Από τη μία πλευρά είναι διάχυτη μία ικανοποίηση από την επιδείνωση των αμερικανοτουρκικών σχέσεων, αλλά από την άλλη επιβιώνει ο παραδοσιακός αντιαμερικανισμός της μεταπολίτευσης. Είναι αληθές, βεβαίως, πως αυτός είχε υποχωρήσει πριν εκδηλωθεί η βελτίωση των ελληνοαμερικανικών σχέσεων. Τα μνημόνια και η λιτότητα είχαν στρέψει την αντιπάθεια της ελληνικής γνώμης προς τη Γερμανία.
Ο λόγος που οι Αμερικανοί έχουν αναβαθμίσει τις σχέσεις τους με την Ελλάδα, όπως προκύπτει και από τον στρατηγικό διάλογο που θα αρχίσει αυτές τις ημέρες, είναι ότι προετοιμάζονται για το ενδεχόμενο να χάσουν την Τουρκία. Η χώρα του Ερντογάν ήδη διολισθαίνει απομακρυνόμενη από το δυτικό σύστημα ασφαλείας, χωρίς, όμως, να το εγκαταλείπει. Η Ουάσιγκτον κάνει ό,τι μπορεί για να επαναφέρει την Τουρκία, αλλά ο Ερντογάν δεν φαίνεται διατεθειμένος να συναινέσει. Ακριβώς γι’ αυτό και οι ΗΠΑ διαμορφώνουν στην Ανατολική Μεσόγειο μία εναλλακτική λύση.
Ευνοούνται Ελλάδα και Κύπρος
Οι εξελίξεις αυτές αναμφισβητήτως ευνοούν και την Ελλάδα και την Κυπριακή Δημοκρατία. Και οι δύο έχουν στο παρελθόν υποστεί την προτίμηση των ΗΠΑ προς τη στρατηγικά σημαντικότερη Τουρκία. Η υποτιθέμενη ουδετερότητά τους και στο Κυπριακό και στο ζήτημα του Αιγαίου ουσιαστικώς λειτουργούσε προς όφελος της Άγκυρας, η οποία κλιμάκωνε τις διεκδικήσεις της και στα δύο μέτωπα.
Το ρήγμα που έχει προκληθεί στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις δημιουργεί τις προϋποθέσεις να αλλάξουν τα πράγματα. Τόσο η ελληνική όσο και η κυπριακή διπλωματία οφείλουν να διαχειρισθούν τις νέες προκλήσεις με ιδιαίτερη προσοχή, δεδομένου ότι είναι άδηλο πώς θα καταλήξουν να διαμορφωθούν το επόμενο διάστημα οι σχέσεις Ουάσιγκτον-Άγκυρας. Αυτό επιβάλλει μία ετεροβαρή ισορροπία όσον αφορά τις σχέσεις με τις ΗΠΑ και τη Ρωσία, δεδομένου του ρόλου που παίζει η Μόσχα στην περιοχή.
Η Ελλάδα δεν πρέπει να μετατραπεί απλώς σε χώρα εγκαταστάσεως αμερικανικών βάσεων. Εάν η Ουάσινγκτον επιδιώκει την αναβάθμιση των διμερών σχέσεων, αυτή θα πρέπει να γίνει με στρατηγικούς όρους, κι όχι με όρους τακτικών ανταλλαγμάτων, χωρίς να υποτιμάται κι αυτή η πτυχή. Η στρατηγική σχέση πρέπει να περιλαμβάνει όχι μόνο μία νέα αμερικανική προσέγγιση των ελληνοτουρκικών και του Κυπριακού, αλλά και του ρόλου της Ελλάδας στα Βαλκάνια. Υπενθυμίζουμε ότι η Συμφωνία των Πρεσπών κινήθηκε στο πλαίσιο που η αμερικανική διπλωματία είχε διαμορφώσει, προ δεκαετίας, και την οποία προώθησε μέσω του Νίμιτς
πηγή
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.
Δημοσίευση σχολίου