Του Δημήτρη Γ. Απόκη*
Η χώρα διανύει πλέον την εποχή του τέταρτου ταπεινωτικού μνημονίου το οποίο υπέγραψε μια κυβέρνηση και ένας Πρωθυπουργός, ο οποίος στήριξε την εντυπωσιακή άνοδο του ιδίου και του κόμματός του στην εξουσία, στην καταδίκη των μνημονίων και στις κατηγορίες εναντίον των προηγούμενων κυβερνήσεων για ξεπούλημα της χώρας.
Ταυτόχρονα το ευρωπαϊκό και διεθνές σκηνικό βρίσκεται σε καθεστώς πλήρους αποσύνθεσης αν όχι διάλυσης. Η γειτονιά μας θα μπορούσε άνετα να χαρακτηριστεί εύφλεκτη ζώνη. Συρία, Τουρκία, Μέση Ανατολή και Περσικός Κόλπος βρίσκονται σε ένταση με όλα τα ενδεχόμενα ανοικτά. Μόνο η ένταση που επικρατεί στη Χερσόνησο της Κορέας θα μπορούσε να συγκριθεί με την ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου.
Το εθνικό θέμα της Κύπρου βρίσκεται σε πορεία επίλυσης εν μέσω ισχυρών πιέσεων για την επίτευξη μια καθαρά φιλοτουρκικής λύσης και το γεγονός απασχολεί μια, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί, ρομαντική ομάδα ατόμων, που επιμένουν κόντρα στο κύμα να ασχολούνται με τα εθνικά θέματα και το εθνικό συμφέρον, σε μια χώρα που σε καθημερινή βάση ασχολείται με το τι είπε ο Γιούνγκερ, η Λαγκάρντ, ο Νταϊσενμπλουμ, ο Ρέγκλινγκ, ο Μοσκοβισί, και το δίδυμο των ουσιαστικών αφεντικών Μέρκελ, και Σόϊμπλε.
Η πολιτική αντιπαράθεση έχει περιοριστεί πλέον σε έναν ανταγωνισμό στο ποιος θα επιδείξει την καλύτερη υπακοή στις επιταγές των Βρυξελλών και του Βερολίνου, με αλληλοκατηγορίες ότι ο τρόπος εφαρμογής είναι λάθος.
Την ίδια στιγμή η κοινωνία παρακολουθεί με απάθεια και πλήρη αδιαφορία αυτή την αντιπαράθεση έχοντας παραιτηθεί από οποιαδήποτε διάθεση αντιπαράθεσης στον κατήφορο χωρίς επιστροφή που έχει μπει η χώρα.
Βλέποντας τα αποτελέσματα των πρόσφατων εκλογών σε ευρωπαϊκό επίπεδο και κυρίως στη Γαλλία, αντιλαμβάνεται κανείς ότι αυτή η απέχθεια για το πολιτικό σκηνικό και το σύστημα το οποίο κινεί τα νήματα στην Ευρώπη, έχει αρχίσει να εκφράζεται με τα προκλητικά υψηλά ποσοστά αποχής από την κάλπη. Μόνο που καμία ευρωπαϊκή χώρα δεν βρίσκεται στο χάλι το οποίο έχει περιέλθει πλέον η Ελλάδα.
Το ελληνικό πολιτικό σκηνικό, με εξαίρεση το ΚΚΕ που οι θέσεις του είναι γνωστές, και το επικίνδυνο γκρουπ της Χρυσής Αυγής, χαρακτηρίζεται από μια Ευρωλαγνεία, χωρίς ίχνος κριτικής ανάλυσης απέναντι σε μια Ευρώπη η οποία τα τελευταία χρόνια κινείται σε μια πορεία αυτοκαταστροφής και ενάντια στα συμφέροντα των ευρωπαϊκών κοινωνιών. Μια Ευρώπη που δεν είναι σε καμία περίπτωση προς το συμφέρον της Ελλάδας, εκτός και εάν το εθνικό μας συμφέρον περιορίζεται πλέον στο να λαμβάνουμε κάθε λίγο και λιγάκι τα δανεικά για να ζούμε ξεπουλώντας εθνικό πλούτο και υποθηκεύοντας το μέλλον των παιδιών, ίσως ακόμη και για τα εγγόνια μας.
Ειδικά σήμερα η κατάσταση έχει ξεφύγει και αυτή η αδυσώπητη διαμάχη για το ποιος θα εισπράξει τα εύσημα των Βρυξελλών και του Βερολίνου αγγίζει τα όρια της τραγωδίας.
Δυστυχώς οι υπογραφές όταν μπαίνουν δεν παίρνονται πίσω και οποιαδήποτε και να είναι η κυβέρνηση που θα προκύψει από τις επόμενες εκλογές, δεν θα είναι σε θέση να εφαρμόσει διαφορετική πολιτική.
Η μάχη, ειδικά στον τομέα της οικονομίας, δεν μπορεί να δοθεί ανάμεσα στην Αθήνα και τις Βρυξέλλες – Βερολίνο. Το τέταρτο μνημόνιο που υπέγραψε η σημερινή κυβέρνηση έχει θέσει τέρμα σε οποιαδήποτε ελπίδα για κάτι τέτοιο.
Από εδώ και στο εξής μόνο σε κεντρικό επίπεδο υπάρχει δυνατότητα για μια αλλαγή πορείας και ανάσχεση του κατήφορου στον οποίο έχει μπει η χώρα.
Η εκλογή έκπληξη του Κυριακού Μητσοτάκη στην Προεδρία του Κόμματος της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης συνοδεύτηκε από ελπίδα για κάτι νέο και μια ώθηση για τη μεταρρυθμιστική πορεία της χώρας. Η σκληρή καθημερινότητα που βιώνει η ελληνική κοινωνία και ο κατήφορος στον οποίο έχει μπει η χώρα, κινδυνεύει να αφαιρέσει αυτή τη δυναμική και αυτή την ελπίδα. Το κουρασμένο και απελπιστικά φθαρμένο πολιτικό σκηνικό της χώρας, κινδυνεύει να φθείρει την αύρα του νέου και μεταρρυθμιστικού που συνόδευσε την εκλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη στην ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας.
Αποτελεί μονόδρομο για τον Αρχηγό της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, εάν θέλει να κερδίσει την εμπιστοσύνη της ευρείας πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας να ανοίξει την συζήτηση γύρω από τη σημερινή Ευρώπη και την πορεία που ακολουθεί.
Όταν μάλιστα μπορεί να οικοδομήσει στην σκληρή και με αποτελέσματα προσπάθεια του πρώην Πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά, στον οποίο το σύστημα των Βρυξελλών, υπό τις ευλογίες του Βερολίνου, τράβηξε το χαλί στην κρίσιμη στιγμή που η χώρα θα μπορούσε να κάνει το άλμα προς την έξοδο από τα μνημόνια.
Το σύστημα των Βρυξελλών και τα αφεντικά του στο Βερολίνο, φρόντισαν με την πολιτική τους εκείνη την κρίσιμη στιγμή να ενισχύσουν την Κίρκη του λαϊκισμού, με αποτέλεσμα να ζούμε τη σημερινή ζοφερή πραγματικότητα.
Ο Κυριακός Μητσοτάκης, δεν θα μπορέσει να κερδίσει την ουσιαστική στήριξη της ελληνικής κοινωνίας εάν άμεσα δεν αρχίσει με σοβαρότητα και επιχειρήματα να ασκεί κριτική στην άνευρη, άοσμη και στην πραγματικότητα καταστροφική για το μέλλον της Ελλάδας, αλλά συνολικά της Ευρώπης, χρυσοπληρωμένη γραφειοκρατία των Βρυξελλών και την γερμανικών προδιαγραφών Ευρώπη. Και αυτό σε καμία περίπτωση δεν θα τον καταστήσει αντιευρωπαίο, λαϊκιστή και αντιγερμανό. Το αντίθετο θα τον καταστήσει ένα νέο πολιτικό ο οποίος ρίχνοντας μια κριτική ματιά στη σημερινή Ευρώπη, ανοίγει μια ουσιαστική συζήτηση για το μέλλον του εγχειρήματος της Ενωμένης Ευρώπης, έχοντας μάλιστα την εμπειρία να προέρχεται από μια χώρα η οποία έχει βιώσει και συνεχίζει καθημερινά να βιώνει την παταγώδη αποτυχία των πολιτικών του σημερινού ευρωπαϊκού συστήματος.
Όταν μάλιστα η πολιτική της σημερινής Ευρώπης που έχει, στον οικονομικό τομέα, οδηγήσει τη χώρα σε αδιέξοδο και καταστροφική πορεία, αρχίζει να αγγίζει επικίνδυνα τα εθνικά θέματα, Κυπριακό, ελληνοτουρκικά, ενέργεια, τότε η ευθύνη είναι ακόμα μεγαλύτερη και η ανάγκη για μια τέτοια στρατηγική παραπάνω από επιτακτική.
Και όχι, όσοι ασκούν κριτική στις σημερινές Βρυξέλλες και ζητούν αλλαγή πορείας δεν είναι ούτε λαϊκιστές, ούτε εθνικιστές, ούτε πράκτορες των Αμερικανών. Είναι προβληματισμένοι, σκεπτόμενοι άνθρωποι που πονάνε τη χώρα, την Ευρώπη, και τη Δύση ευρύτερα.
Και όχι δεν είναι κακό για την Ελλάδα να κοιτάζει με φιλικό μάτι προς την Ουάσιγκτον. Ο ομφάλιος λώρος μεταξύ Ελλάδας και ΗΠΑ είναι ιδιαίτερα ισχυρός και ειδικά σήμερα θα μπορούσε να αποτελέσει πλεονέκτημα για την Ελλάδα και για την Ευρώπη συνολικά.
Η άμεση απαλλαγή από την τυφλή Ευρωλαγνεία, και το άνοιγμα μιας συζήτησης για το εάν η σημερινή Ευρώπη είναι αυτό που θέλουμε είναι εθνική ανάγκη και ο Κυριακός Μητσοτάκης βρίσκεται σε προνομιακή θέση έτσι ώστε να ανοίξει αυτή τη συζήτηση δίνοντας στη χώρα μια νέα εθνική στρατηγική, κάτι που σήμερα απουσιάζει παταγωδώς.
Ο Δημήτρης Απόκης, είναι Διεθνολόγος, Απόφοιτος του The Paul H. Nitze School of Advanced International Studies, The Johns Hopkins University.πηγή
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.
Δημοσίευση σχολίου