Όταν τους τα λέγαμε και τους τα γράφαμε, εισπράτταμε επιτιμητικά σχόλια από τους «καμένους» εγκεφάλους, ή στην καλύτερη περίπτωση εγκληματικά αφελείς εγκεφάλους που η συγκυρία τους έφερε να εκπροσωπούν το έθνος στο Κοινοβούλιο, ενώ στην πραγματικότητα είναι ανίκανοι να διοικήσουν ακόμα και συνοικιακό παραμάγαζο.
Του ΜΙΧΑΗΛ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Τώρα τα βλέπουν να εξελίσσονται μπροστά στα μούτρα τους και κοιτούν ενεοί, χωρίς ακόμα να συνειδητοποιούν ότι το βαλλιστικό οπλοστάσιο που αναπτύσσει η Τουρκία θα την καταστήσει ικανή να καταστρέψει ολοκληρωτικά τις κρίσιμες υποδομές της Ελλάδας σε μερικές ώρες, επιστρέφοντάς την στη δεκαετία του ’50.
Πολλοί εξ αυτών, όλοι τους ξέρουμε, δεν έχει νόημα να το προσωποποιούμε, αφού η ηλιθιότητα ενέσκηψε στην Ελλάδα από τη δεκαετία του ’90 σε συνέχεια του λαϊκισμού του ’80 και των απομειναριών του αυταρχισμού των προηγούμενων δεκαετιών, οδηγώντας την στο σημερινό χάλι εξακολουθούν, εξακολουθούν να μην καταλαβαίνουν τίποτα.
Δεν φταίνε όμως αυτοί. Κάποιοι τους εξέλεξαν. Διακομματικά. Έχουμε τους πολιτικούς που μας αξίζουν. Ας φροντίσουμε να πάψουμε να ακούμε τα «πολιτικά αηδόνια», αφού αν δεν καταλάβαμε ακόμα ότι τα παχιά λόγια οδηγούν νομοτελειακά σε τραγωδίες και πως μόνο αν βάλουμε το «σπίτι» μας σε τάξη θα αναπτυχθούμε, είμαστε άξιοι της μοίρας μας. ΑΠΟΛΥΤΑ.
Προς τι αυτή η εκτεταμένη εισαγωγή; Μα για τι άλλο πέραν της εντυπωσιακής δοκιμής του βαλλιστικού πυραύλου BORA στη Σινώπη, που μπορεί να πλήξει τον στόχο του σε απόσταση 280 χιλιομέτρων (κάντε τους υπολογισμούς…), με στόχο στο μέλλον να φτάσει και τα 1.000 χιλιόμετρα, βάζοντας στο στόχαστρο μια πολύ μεγάλη περιοχή, ενώ η δοκιμή στην κατεύθυνση της Μαύρης Θάλασσας. Υπολογίστε που θα έφτανε εάν το βεληνεκές του ήταν 1.000 χιλιόμετρα… και δεν είναι μόνο αυτοί, είναι και άλλοι.
Τα περί αυτοπεποίθησης και αυτοεκτίμησης της τουρκικής αμυντικής βιομηχανίας που ανέφερε ανακοινώνοντας το γεγονός ο Τούρκος υπουργός Άμυνας, δυστυχώς για εμάς, δεν μπορούν να θεωρηθούν υπερβολές και υπερφίαλοι ισχυρισμοί νεοθωμανικού «μεγαλείου».
Όσο και να μας ενοχλεί, η Τουρκία διαθέτει εξαιρετικές εταιρίες που παράγουν οπλικά συστήματα άκρως αξιόλογα, από τη Roketsan με τα πυραυλικά συστήματα και τα βλήματα παντός είδους, την Aselsan με τα ηλεκτρονικά και μια σειρά άλλες εταιρίες που κατασκευάζουν παντός είδους οχήματα για στρατιωτική χρήση.
Παράλληλα, όσο κι αν οι προσπάθειες είναι σε εμβρυακό στάδιο, προσπαθούν να φτιάξουν σύστημα αναερόβιας πρόωσης για τα υποβρύχιά τους και δηλώνουν ότι θα κατασκευάσουν το πιο προηγμένο μαχητικό αεροσκάφος στον κόσμο. Ό,τι και να συμβεί, κάτι μένει στην τουρκική τεχνολογική βάση και αν μη τι άλλο η όλη προσπάθεια είναι αξιοθαύμαστη.
Δεκτή εκ προοιμίου η κριτική που θα ακουστεί από τα χείλη πολλών, ότι αν αυτή η αναθεωρητική Τουρκία είναι μεγάλη απειλή για πολλούς περισσότερους από την Ελλάδα, οπότε υπάρχει περιθώριο άσκησης αποτελεσματικής αποτροπής μέσω συμμαχικών και διατήρησης ενός ικανοποιητικού βαθμού πολεμικής ετοιμότητας από τις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις, σε συνδυασμό με έξυπνες λύσεις τις οποίες τις ξέρουν οι υπεύθυνοι.
Κανείς δε λέει να εμπλακεί σε κούρσα εξοπλισμών με την Τουρκία. Δεν θα υπήρχε μεγαλύτερο λάθος για την Ελλάδα. Όμως, δεν θα πρέπει να παραμυθιαζόμαστε κιόλας. Η χώρα, εδώ και πολλά χρόνια ΔΕΝ κάνει όσα θα έπρεπε για την προστασία της.
Για την ακρίβεια, έχει πάψει να κάνει ακόμα και τα στοιχειώδη, ενώ ακόμα και σήμερα ολιγωρεί επικίνδυνα, με τις προβολές στο μέλλον των δεδομένων, επιχειρησιακών και οικονομικών, να είναι απλά εφιαλτικές, ενώ η συντριπτική πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο κοιμάται όρθια.
Θα πρέπει να καταλάβουν το συντομότερο δυνατό, ότι ακόμα κι αν αυτή η Τουρκία έχει δημιουργήσει πολλούς εχθρούς και ενδεχομένως η συγκυρία να ευνοεί τον αγώνα της Ελλάδας να μείνει όρθια και να επιβιώσει χωρίς απώλειες από το «τσουνάμι» που την πλήττει, σε συνδυασμό με την τρομακτική περιφερειακή και παγκόσμια αστάθεια.
Όμως, το βασικό ερώτημα που πρέπει να θέσουμε στους εαυτούς μας για να προστατευθούμε από τον θανατηφόρο εφησυχασμό είναι: «Πιστεύουμε ότι η γεωπολιτική συγκυρία θα μας ευνοεί στο διηνεκές;»… ή θα πρέπει να φοβόμαστε ότι μια αδύναμη Ελλάδα προσφέρει τον αυτό της για ανταλλάγματα προς αυτόν που ίσως χάσει τα περισσότερα από τις «καραμπόλες» στην περιοχή;
Τι να το κάνουμε ως Ελλάδα, εάν σε ένα υποθετικό σενάριο η Τουρκία χάσει τις νοτιοανατολικές της επαρχίες και δημιουργηθεί Κουρδιστάν, εάν αποφασίσει ο οποιοσδήποτε να της προσφέρει «στο πιάτο» είτε τον έλεγχο της Κύπρου, είτε κάποιο σημείο στο ανατολικό Αιγαίο σε βάρος μας; Αντιλαμβανόμαστε τις συνέπειες;
Ή μήπως απλά θα ζήσουμε ξανά την ίδια ιστορία, με τον έναν να στρέφεται κατά του άλλου, πετώντας ο ένας την ευθύνη στον άλλον, με αποτέλεσμα έναν νέο διχασμό που για μια ακόμη φορά στην Ιστορία της χώρας θα την πάει πίσω, ποιος ξέρει πόσα χρόνια, ενώ δεν διασφαλίζεται ότι το κόστος που θα καταβληθεί θα σταματήσει εκεί;
Δεν είναι δα και μυστικό ότι η Τουρκία είναι ένας αντίπαλος με επιδιώξεις περιφερειακής ηγεμονίας και απόλυτης καθυπόταξης του οποιουδήποτε, σε ένα από τα πιο κρίσιμα σταυροδρόμια της υφηλίου. Και δυστυχώς για εμάς, μέχρι σήμερα τουλάχιστον, αυτή η κατάσταση που θυμίζει τον Χίτλερ στις αρχές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, δεν γίνεται αντιληπτή ούτε από τους συμμάχους μας.
Μπορεί να παραπέμπει στην ακαταλληλότητα της στρατηγικής του κατευνασμού, το περίφημο «appeasement» που αποδέχεται αξιωματικά Δύση και Ανατολή και διδάσκεται σε όλα τα πανεπιστημιακά ιδρύματα και τους κύκλους σπουδών στον τομέα των διεθνών σχέσεων και της στρατηγικής, μόνο που δεν αντιλαμβάνονται ότι εδώ η Ελλάδα αντιμετωπίζει μια παρόμοια κατάσταση.
Θα αφήσουμε την τύχη μας στα χέρια τρίτων; Σίγουρα δεν μπορούμε να τους αποφύγουμε, αφού στις διεθνείς σχέσεις υπάρχει καταμερισμός ισχύος, ο οποίος όμως με τη σειρά του επιδέχεται επηρεασμού, αναλόγως της αποφασιστικότητας ενός έθνους να προασπίσει όσα θεωρεί ότι του ανήκουν.
Την ίδια στιγμή, ο πολλαπλασιαστής ισχύος που είναι οι συμμαχίες, είναι αποτελεσματικές όταν έχεις να προσφέρεις σε αυτές, όχι να τις κοιτάς παθητικά, να αποφεύγεις οποιαδήποτε εμπλοκή και να καμαρώνεις μετά δείχνοντας τους «συμμάχους», κομπάζοντας ότι είσαι ασφαλής.
Κάτι πρέπει να γίνει επιτέλους είτε για να ξυπνήσουν στη Βουλή και τον πολιτικό κόσμο γενικότερα όσοι ακόμα «κοιμούνται», συνήθως το ύπνο… του βολεμένου, αλλά και να αντιληφθούν οι «ξύπνιοι» ότι δεν φθάνει απλά να ανησυχούμε, πρέπει και να δράσουμε, συντονισμένα, οργανωμένα, ορθολογικά.
Πάνω από όλα όμως να αποκτήσουμε συναίσθηση του κινδύνου. Διότι δεν διακρινόμαστε ιδιαίτερα σε αυτό. Και το πληρώνουμε. Τώρα στο οικονομικό. Αύριο – μεθαύριο, ίσως αλλού.
Όμως, το βασικό ερώτημα που πρέπει να θέσουμε στους εαυτούς μας για να προστατευθούμε από τον θανατηφόρο εφησυχασμό είναι: «Πιστεύουμε ότι η γεωπολιτική συγκυρία θα μας ευνοεί στο διηνεκές;»… ή θα πρέπει να φοβόμαστε ότι μια αδύναμη Ελλάδα προσφέρει τον αυτό της για ανταλλάγματα προς αυτόν που ίσως χάσει τα περισσότερα από τις «καραμπόλες» στην περιοχή;
Τι να το κάνουμε ως Ελλάδα, εάν σε ένα υποθετικό σενάριο η Τουρκία χάσει τις νοτιοανατολικές της επαρχίες και δημιουργηθεί Κουρδιστάν, εάν αποφασίσει ο οποιοσδήποτε να της προσφέρει «στο πιάτο» είτε τον έλεγχο της Κύπρου, είτε κάποιο σημείο στο ανατολικό Αιγαίο σε βάρος μας; Αντιλαμβανόμαστε τις συνέπειες;
Ή μήπως απλά θα ζήσουμε ξανά την ίδια ιστορία, με τον έναν να στρέφεται κατά του άλλου, πετώντας ο ένας την ευθύνη στον άλλον, με αποτέλεσμα έναν νέο διχασμό που για μια ακόμη φορά στην Ιστορία της χώρας θα την πάει πίσω, ποιος ξέρει πόσα χρόνια, ενώ δεν διασφαλίζεται ότι το κόστος που θα καταβληθεί θα σταματήσει εκεί;
Δεν είναι δα και μυστικό ότι η Τουρκία είναι ένας αντίπαλος με επιδιώξεις περιφερειακής ηγεμονίας και απόλυτης καθυπόταξης του οποιουδήποτε, σε ένα από τα πιο κρίσιμα σταυροδρόμια της υφηλίου. Και δυστυχώς για εμάς, μέχρι σήμερα τουλάχιστον, αυτή η κατάσταση που θυμίζει τον Χίτλερ στις αρχές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, δεν γίνεται αντιληπτή ούτε από τους συμμάχους μας.
Μπορεί να παραπέμπει στην ακαταλληλότητα της στρατηγικής του κατευνασμού, το περίφημο «appeasement» που αποδέχεται αξιωματικά Δύση και Ανατολή και διδάσκεται σε όλα τα πανεπιστημιακά ιδρύματα και τους κύκλους σπουδών στον τομέα των διεθνών σχέσεων και της στρατηγικής, μόνο που δεν αντιλαμβάνονται ότι εδώ η Ελλάδα αντιμετωπίζει μια παρόμοια κατάσταση.
Θα αφήσουμε την τύχη μας στα χέρια τρίτων; Σίγουρα δεν μπορούμε να τους αποφύγουμε, αφού στις διεθνείς σχέσεις υπάρχει καταμερισμός ισχύος, ο οποίος όμως με τη σειρά του επιδέχεται επηρεασμού, αναλόγως της αποφασιστικότητας ενός έθνους να προασπίσει όσα θεωρεί ότι του ανήκουν.
Την ίδια στιγμή, ο πολλαπλασιαστής ισχύος που είναι οι συμμαχίες, είναι αποτελεσματικές όταν έχεις να προσφέρεις σε αυτές, όχι να τις κοιτάς παθητικά, να αποφεύγεις οποιαδήποτε εμπλοκή και να καμαρώνεις μετά δείχνοντας τους «συμμάχους», κομπάζοντας ότι είσαι ασφαλής.
Κάτι πρέπει να γίνει επιτέλους είτε για να ξυπνήσουν στη Βουλή και τον πολιτικό κόσμο γενικότερα όσοι ακόμα «κοιμούνται», συνήθως το ύπνο… του βολεμένου, αλλά και να αντιληφθούν οι «ξύπνιοι» ότι δεν φθάνει απλά να ανησυχούμε, πρέπει και να δράσουμε, συντονισμένα, οργανωμένα, ορθολογικά.
Πάνω από όλα όμως να αποκτήσουμε συναίσθηση του κινδύνου. Διότι δεν διακρινόμαστε ιδιαίτερα σε αυτό. Και το πληρώνουμε. Τώρα στο οικονομικό. Αύριο – μεθαύριο, ίσως αλλού.
Δημοσίευση σχολίου