Κατά το τελευταίο ενάμιση έτος η τιμή του πετρελαίου Brent έχει κατακρημνιστεί από τα $116 στα $36 το βαρέλι, φθάνοντας στα χαμηλότερα ύψη των τελευταίων 11 ετών. Η εξέλιξη αυτή προκαλεί οικονομικές δυσχέρειες τόσο στις πετρελαϊκές εταιρείες όσο και στις πετρελαιοπαραγωγούς χώρες και είναι ικανή να πυροδοτήσει σοβαρές γεωπολιτικές εξελίξεις.
Του Μιχάλη Διακαντώνη*
Η ανάλυση αυτή εξετάζει διαδοχικά: τις πιθανές συνέπειες για τις πετρελαϊκές εταιρείες και τους κρατικούς προϋπολογισμούς, τη στρατηγική του OPEC και τις επιπτώσεις στις χώρες του Κόλπου, καθώς και τις προκλήσεις που αναμένεται να αντιμετωπίσουν η Ρωσία, η Σαουδική Αραβία, οι ΗΠΑ, το Ιράν και οι χώρες της Λατινικής Αμερικής και της Αφρικής.
Τα Εταιρικά Κόστη Παραγωγής και η Ισορροπία των Κρατικών Προϋπολογισμών
Η κατάκορυφη πτώση της τιμής του πετρελαίου, όπως είναι αυτονόητο, έχει προκαλέσει μεγάλα οικονομικά προβλήματα στις εταιρείες του κλάδου, πολλές από τις οποίες είτε λειτουργούν στο όριο του κόστους παραγωγής τους είτε αντιμετωπίζουν βραχυπρόθεσμες ζημιές που ελπίζουν να καλύψουν στο μέλλον από μία ενδεχόμενη ανάκαμψη της τιμής. Για να ανταπεξέλθουν σε αυτήν την εξέλιξη, οι εταιρείες έχουν αναγκαστεί να περικόψουν τις κεφαλαιακές τους δαπάνες, να «παγώσουν» νέα επενδυτικά σχέδια και να απολύσουν χιλιάδες υπαλλήλους τους. Οι αμερικανικές εταιρείες λόγω των προηγμένων τεχνολογιών που χρησιμοποιούν έχουν καταφέρει να μειώσουν σημαντικά τα κόστη και τον χρόνο εξόρυξης του πετρελαίου, αλλά η διεθνής συμβουλευτική εταιρεία Wood Mackenzie υπολόγισε ότι οι κορυφαίες επιχειρήσεις του χώρου χρειάζονται το επόμενο έτος μια τιμή ίση τουλάχιστον με $66/βαρέλι προκειμένου να καλύψουν τις κεφαλαιακές και χρηματοδοτικές τους ανάγκες (η τιμή αυτή ήταν $81/β. για το 2015). Πιο συγκεκριμένα, το κόστος που αντιμετωπίζουν οι κύριοι παραγωγοί αμερικανικού πετρελαίου εκτείνεται σ’ ένα ευρύ φάσμα τιμών που ξεκινάει από το επίπεδο των $40/β. και μπορεί να ξεπερνάει και τα $80/β. ανάλογα με την ευκολία εξόρυξης του κοιτάσματος.
Οι ρωσικές εταιρείες αντιμετωπίζουν χαμηλότερα κόστη (περίπου $30/β.), όπως και οι εταιρείες των χωρών του Κόλπου, προεξαρχούσης της Σαουδικής Αραβίας ( $10 δολ./β.) ενώ υψηλότερα απ’ τις παρούσες τιμές είναι τα κόστη για τις εταιρείες που δραστηριοποιούνται στη Βόρεια Θάλασσα, τον Καναδά, τη Βραζιλία και την Ανγκόλα. Τα οριακά κόστη εξόρυξης είναι ακόμη χαμηλότερα, αλλά σε κάθε περίπτωση είναι δύσκολο να υπολογιστούν οι ακριβείς τιμές που απαιτούνται απ’ τις εταιρείες, αν κανείς δεν συμπεριλάβει όλες τις κεφαλαιακές και δανειακές δαπάνες, καθώς και τον συνολικό όγκο παραγωγής κάθε χώρας. Είναι προφανές, ότι με τις παρούσες ή και χαμηλότερες τιμές οι περισσότερες εταιρείες θα έχουν ζημιές βραχυπρόθεσμα και προφανώς θα οδηγηθούν είτε σε περιορισμό της παραγωγής τους, είτε σε ανάκληση των νέων επενδυτικών τους σχεδίων είτε ακόμη και σε χρεωκοπία αν έχουν υψηλό βαθμό δανεισμού. Οι αριθμοί αυτοί αφορούν τα εταιρικά μεγέθη, καθώς όμως πολλά κράτη στηρίζουν μεγάλο μέρος της εθνικής τους οικονομίας στα πετρελαϊκά έσοδα, υπάρχει και μία άλλη σημαντική παράμετρος που θα πρέπει να εξεταστεί: H τιμή που πρέπει να αξίζει ένα βαρέλι πετρέλαιο ώστε οι χώρες αυτές να ισοσκελίζουν τον κρατικό προϋπολογισμό τους. Ενδεικτικά, σύμφωνα με τα στοιχεία των ΔΝΤ/Economist Intelligence Unit/Bloomberg παρατίθενται οι ακόλουθες τιμές:
Χώρα | Τιμή που Ισοσκελίζει τον Κρατικό Προϋπολογισμό |
Αλγερία | $93 |
Ανγκόλα | $77 |
Εκουαδόρ (Ισημερινός) | $115 |
Ιράν | $70 |
Ιράκ | $76 |
Κουβέιτ | $52 |
Λιβύη | $208 |
Νιγηρία | $100 |
Κατάρ | $58 |
Σαουδική Αραβία | $96 |
Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα | $68 |
Βενεζουέλα | $120 έως 200 |
Ρωσία | $105 (εκτίμηση Deutsche Bank) $80-85 (εκτίμηση ρωσικής κυβέρνησης) |
Η Στρατηγική του OPEC και οι Συνέπειες για τις χώρες του Κόλπου
Η τιμολογιακή στρατηγική που ακολουθεί ο OPEC καθορίζεται κυρίως απ’ τον μεγαλύτερο παραγωγό του, που είναι η Σ. Αραβία. Η βασική εμπορική επιλογή των Σαουδαράβων είναι η διατήρηση ή και η αύξηση του μεριδίου τους στην αγορά πετρελαίου, έστω και αν αυτό συνεπάγεται μια αρκετά χαμηλότερη τιμή. Οι βασικοί «οδηγοί» αυτής της πολιτικής είναι: 1) η επιθυμία της Σ. Αραβίας να παραγκωνίσει τους αμερικανούς παραγωγούς, οι οποίοι λόγω των τεχνολογικών καινοτομιών μπορούν μελλοντικά να διεκδικήσουν μερίδιο της διεθνούς αγοράς πετρελαίου, αν καταφέρουν να εισέλθουν και να επιβιώσουν βραχυπρόθεσμα στον κλάδο 2) η προσπάθεια παρεμπόδισης του Ιράν να επανακτήσει το μερίδιο αγοράς που κατείχε προ της άρσης των διεθνών κυρώσεων, ώστε να περιοριστεί η επιρροή του σιιτικού τόξου στην εγγύς περιοχή 3) η επιδείνωση των ισολογισμών των ρωσικών εταιρειών, ώστε να περιοριστούν οι επενδυτικές δαπάνες που μπορούν να οδηγήσουν στην εκμετάλλευση νέων κοιτασμάτων που θα επιτρέψουν στη Ρωσία να διατηρήσει τον σημαίνοντα ρόλο της στην αγορά πετρελαίου. Ρώσοι αναλυτές διαβλέπουν πίσω απ’ αυτή τη στρατηγική, την πρόθεση της Σ.Αραβίας να εντάξει μελλοντικά στο σχήμα του OPEC και την ίδια τη Ρωσία. Ο γενικός γραμματέας του OPEC, Abdalla Salem El-Badri, δήλωσε προσφάτως ότι «το καρτέλ πλέον δεν είναι αρκετά μεγάλο για να δρα από μόνο του και ότι ο οργανισμός δεν θα περιορίσει την παραγωγή αν δεν πραγματοποιηθούν διαπραγματεύσεις με χώρες μη-μέλη, ώστε να υπάρξει μια συλλογική προσπάθεια». Άλλωστε, αποτελεί πλέον κοινό μυστικό, ότι οι ποσοστώσεις στην παραγωγή που επιβάλει ο οργανισμός, έχουν περισσότερο προτρεπτικό χαρακτήρα και συχνά παραβιάζονται απ’ τα ίδια τα μέλη του.
Η πολιτική αυτή, αν και έχει προκαλέσει οικονομική «αφαίμαξη» και στην ίδια την Σ. Αραβία (βλ. κατωτέρω), φέρεται να πλήττει περισσότερο κάποιες απ’ τις υπόλοιπες χώρες του οργανισμού (Βενεζουέλα, Ιράκ, Λιβύη, Νιγηρία) που έχουν υψηλότερα κόστη εξόρυξης, βασίζονται σε μεγάλο βαθμό στα πετρελαϊκά έσοδα και βρίσκονται σε καθεστώς πολιτικής αστάθειας ή εμφυλίου πολέμου. Οι χώρες του Κόλπου, πλήττονται και αυτές με τη σειρά τους, όμως το Κουβέιτ, το Κατάρ και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, διαθέτουν αποθεματικά που μπορούν να «αντέξουν» περισσότερα χρόνια σε χαμηλότερες τιμές σε σχέση με τη Σ. Αραβία, ενώ βασίζονται σε μικρότερο βαθμό (αν όχι μικρό) απ’ αυτην στα έσοδα απ’ το πετρέλαιο. Παρόλα ταύτα, πρόσφατη έκθεση του ΔΝΤ, τονίζει ότι οι χώρες του Κόλπου, αναμένεται να γνωρίσουν σημαντική μείωση στα πετρελαϊκά τους έσοδα τους κατά τα ερχόμενα έτη, υψηλά δημοσιονομικά ελλείματα και συνεπώς θα πρέπει να περιορίσουν τις κρατικές δαπάνες τους, να διαφοροποιήσουν την παραγωγική τους βάση και να δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας στον ιδιωτικό τομέα, ώστε να αυξήσουν τα οικονομικά τους αποθεματικά και να διαμοιράσουν τα οφέλη του ενεργειακού πλούτου στις επερχόμενες γενεές.
Οι Προκλήσεις για τη Ρωσία
Οι ρωσικές εταιρείες ενέργειας εκτιμούν ότι η τιμή του πετρελαίου για τα επόμενα επτά έτη μπορεί να κυμανθεί μεταξύ $40-60/β. Αν η τιμή κινηθεί προς το κάτω άκρο αυτού του διαστήματος, τότε η Ρωσία θα αντιμετωπίσει σοβαρά οικονομικά προβλήματα. Ήδη φέτος, το ΑΕΠ της συρρικνώθηκε περίπου 4%, τα πραγματικά εισοδήματα μειώθηκαν κατά 9%, ενώ το ρούβλι έχασε τη μισή του αξία σε σχέση με το δολάριο τον τελευταίο ενάμιση χρόνο. Αν στα γεγονότα αυτά προστεθούν οι διεθνείς οικονομικές κυρώσεις λόγω Ουκρανίας, η διακοπή των εμπορικών σχέσεων με την Τουρκία, το κόστος των πολεμικών επιχειρήσεων στη Συρία αλλά και η χαμηλή τιμή του φυσικού αερίου, καταλαβαίνει κανείς ότι η κατάσταση για την ρωσική οικονομία αναμένεται ιδιαίτερα δύσκολη τα προσεχή έτη. Παρότι, προβλέπεται επιστροφή στην ανάπτυξη για το ερχόμενο έτος, αν οι τιμές του πετρελαίου παραμείνουν στα υπάρχοντα ή και σε χαμηλότερα επίπεδα, είναι πολύ πιθανόν η ύφεση να συνεχιστεί και τα ρωσικά αποθεματικά (περίπου $70 δις) να εξαντληθούν μέχρι τις αρχές του 2017, όπως δήλωσε και ο Ρώσος Υπουργός Οικονομικών, Anton Siluanov. Το κράτος στην περίπτωση αυτή, θα αναγκαστεί να περιορίσει δραστικά τις κοινωνικές δαπάνες του ή να υποτιμήσει περαιτέρω το ρούβλι, προκαλώντας υψηλό πληθωρισμό. Η ρωσική κυβέρνηση αντιμέτωπη με αυτή την κατάσταση, έχει ήδη αυξήσει το φόρο εξόρυξης (ΜΕΤ) και έχει μειώσει τον εξαγωγικό δασμό, ώστε να αυξήσει τα κρατικά της έσοδα και να κάνει πιο φθηνό και ελκυστικό το ρωσικό πετρέλαιο στις ξένες αγορές. Ωστόσο, η διατήρηση της κοινωνικής συνοχής θα εξαρτηθεί απ’ τη θέληση του σκληραγωγημένου ρωσικού λαού να υπομείνει εκ νέου σημαντικές οικονομικές στερήσεις αλλά και τη δυνατότητα της χώρας να διαφοροποιήσει την παραγωγή της, υποκαθιστώντας αποτελεσματικά τις εισαγωγές της.
Οι Προκλήσεις για τη Σαουδική Αραβία
Η Σ. Αραβία αν και διαθέτει το χαμηλότερο κόστος παραγωγής ανά βαρέλι παγκοσμίως, διατηρεί πολύ υψηλές κρατικές δαπάνες. Τα κρατικά της έσοδα βασίζονται σε ποσοστό 90% στους υδρογονάνθρακες και γι’ αυτό η πτώση των τιμών του πετρελαίου προκάλεσε, σύμφωνα με το ΔΝΤ, ένα δημοσιονομικό έλλειμμα ίσο με 21.6% του ΑΕΠ το 2015, το οποίο θα είναι περίπου 19.4% για το 2016. Η ίδια ανάλυση τονίζει ότι αν οι τιμές του πετρελαίου παραμείνουν στα ίδια επίπεδα και οι κρατικές δαπάνες δεν περιοριστούν, τα χρηματικά αποθεματικά της χώρας θα εξαντληθούν εντός της επόμενης 5ετίας. Εν όψει αυτού του κινδύνου, η κυβέρνηση της Σ. Αραβίας αναμένεται να περιορίσει τις ενεργειακές επιδοτήσεις και τις δαπάνες στις δημόσιες υποδομές και στους μισθούς (αποτελούν το 11% του ΑΕΠ). Η μείωση των κρατικών δαπανών θα επηρεάσει σημαντικά το βιοτικό επίπεδο των Σαουδαράβων πολιτών, καθώς το 65% των εργαζομένων απασχολείται στον δημόσιο τομέα. Ομοίως, θα πληγεί και ο ιδιωτικός τομέας (ιδίως οι κατασκευές) στις οποίες το 87% των απασχολούμενων είναι αλλοδαποί.
Η ιδιαίτερη πληθυσμιακή και θρησκευτική σύνθεση της Σ. Αραβίας (το 1/3 του πληθυσμού αποτελείται από ξένους εργαζόμενους και το 15% είναι Σιίτες που κατοικούν στις ανατολικές επαρχίες και στα σύνορα με την Υεμένη) αλλά και η έμμεση εμπλοκή της χώρας σε γειτονικές συγκρούσεις (συνδράμει οικονομικά την Υεμένη έναντι των φιλο-ιρανών Σιιτών ανταρτών Χούθι, ενώ στο παρελθόν φέρεται να έχει υποστηρίξει φανατικές σουνιτικές ομάδες όπως η Αλ-Νούσρα) μπορούν να οδηγήσουν στo ξέσπασμα εξεγέρσεων. Συνεπώς, η Σ. Αραβία, λόγω της ισχυροποίησης του ρόλου του Ιράν και της συγκρότησης του ισλαμικού στρατιωτικού συνασπισμού κατά του ISIS, θα βρεθεί αντιμέτωπη μ’ ένα φιλοσιιτικό τόξο στα ανατολικά και στο Νότο αλλά ίσως και με το ISIS σε περίπτωση που αυτό «εκδιωχθεί» απ’ τη Συρία νοτιότερα. Οι εξελίξεις αυτές ενέχουν τον σοβαρό κίνδυνο πρόκλησης εδαφικών απωλειών για τη χώρα. Από καθαρά οικονομική σκοπιά, η Σ. Αραβία μπορεί να προβεί σε γενναίες περικοπές δαπανών (όπως έπραξε την δεκαετία του 80) και να δανειστεί μέσω της αγοράς ομολόγων (έχει μικρό εξωτερικό χρέος) αντιμετωπίζοντας έτσι τις χαμηλές τιμές πετρελαίου, όμως δεν έχει τη δυνατότητα να υποτιμήσει το νόμισμά της το οποίο είναι προσδεδεμένο στο δολάριο. Τελικά, ο βαθμός προσαρμοστικότητας της σαουδαραβικής κοινωνίας στα νέα οικονομικά δεδομένα είναι αυτός που θα κρίνει τη διάρκεια και την αποτελεσματικότητα των μέτρων αυτών.
Οι Συνέπειες για τις ΗΠΑ
Όπως, αναφέρθηκε ανωτέρω, οι ΗΠΑ επιδιώκουν να εισέλθουν δυναμικά τόσο στην παγκόσμια αγορά πετρελαίου όσο και στην αγορά φυσικού αερίου, αφού έχουν πλέον αποκτήσει ενεργειακή αυτονομία και προχώρησαν στην άρση της απαγόρευσης εξαγωγών που διατηρούσαν για 40 χρόνια. Σε πρώτη φάση, η επίδραση των αμερικανικών εξαγωγών δεν αναμένεται να αυξήσει ιδιαίτερα την παγκόσμια προσφορά, ενώ αναλυτές του κλάδου τονίζουν ότι απ’ την άρση της απαγόρευσης θα διευκολυνθούν κυρίως οι παραγωγοί της Βόρειας Ντακότα. Αν και χρόνο με το χρόνο, οι τεχνολογικές καινοτομίες μειώνουν το κόστος εξόρυξης ανά βαρέλι για τις αμερικανικές εταιρείες, θεωρείται δεδομένο ότι αρκετές από αυτές δεν θα μπορέσουν να ανταποκριθούν στις χαμηλές τιμές που έχουν επιβληθεί απ’ την πολιτική του OPEC. Τα αποτελέσματα αυτής της στρατηγικής ήδη έχουν αρχίσει να διαφαίνονται στους ισολογισμούς και τις μετοχικές αξίες των αμερικανικών εταιρειών που υποφέρουν μεγάλες απώλειες. Αν οι τιμές επανέλθουν σ’ένα ύψος τουλάχιστον 60-70δολ/β. τότε αρκετές επιχειρήσεις του κλάδου θα πραγματοποιήσουν κέρδη και κυρίως θα μπορέσουν να επενδύσουν για να επεκτείνουν μελλοντικά τις δραστηριότητές τους. Η άνοδος των τιμών του πετρελαίου προϋποθέτει, όμως, αυξημένη ζήτηση από την Ασία (κάτι αναμενόμενο σε μεσο-μακροπρόθεσμο επίπεδο), ευνοικές καιρικές συνθήκες και κυρίως μείωση της προσφοράς απ’ τον OPEC. Ο περιορισμός της προσφοράς μπορεί να είναι αποτέλεσμα: 1) μιας ηθελημένης αλλαγής της εμπορικής στρατηγικής της Σ. Αραβίας (το λιγότερο πιθανό ενδεχόμενο) 2) άσκησης εξωτερικών πιέσεων προς αυτήν για προσαρμογή της πολιτικής της 3) πολιτικο-κοινωνικών αναταραχών και πολεμικών συγκρούσεων στη Μέση Ανατολή και στη Β. Αφρική. Φυσικά, όλα αυτά θα πρέπει να συμβούν όσο το «παράθυρο ευκαιρίας» είναι ακόμη ανοικτό για τους αμερικανούς παραγωγούς, καθώς μακροπρόθεσμα πολλοί από αυτούς θα τεθούν εκτός αγοράς αν οι τιμές πετρελαίου συνεχίσουν να παραμένουν εξαιρετικά χαμηλές.
Οι Συνέπειες για το Ιράν
Το Ιράν αναμένεται να αυξήσει την παραγωγή πετρελαίου του τουλάχιστον κατά 500.000 βαρέλια/ημέρα για το επόμενο έτος, εφόσον η άρση των κυρώσεων προχωρήσει με ταχύ ρυθμό. Η εξέλιξη αυτή αυτή θα αυξήσει την εξωτερική ζήτηση, θα βελτιώσει τους όρους εμπορίου και θα συντείνει στην αύξηση του ιρανικού ΑΕΠ. Η παραγωγή αναμένεται να αυξηθεί περαιτέρω τα επόμενα έτη, ώστε να φθάσει το 1.5% της παγκόσμιας παραγωγής πετρελαίου μέχρι το 2020. Ωστόσο, το Ιράν αναμένεται να αντιμετωπίσει προβλήματα απ’ την πολιτική χαμηλών τιμών που επιβάλλει η Σ. Αραβία μέσω του OPEC. Όπως προαναφέρθηκε, οι Σαουδάραβες δεν επιθυμούν την επέκταση της σιιτικής επιρροής στην Μ. Ανατολή και θα κάνουν ότι μπορούν για να «εκδιώξουν» τους ιρανούς παραγωγούς απ’ την παγκόσμια αγορά πετρελαίου. Το θετικό στοιχείο σε αυτή την περίπτωση είναι, ότι λόγω των διεθνών κυρώσεων που επιβλήθηκαν στη χώρα τα προηγούμενα έτη, το Ιράν κατάρθωσε να διαφοροποιήσει επαρκώς την οικονομία του (μεταποίηση, κατασκευές, νέες τεχνολογίες κλπ.) ώστε μόνο το 15% του ΑΕΠ του να εξαρτάται απ’ τα πετρελαϊκά έσοδα. Τελικώς, το αποτέλεσμα που θα επιφέρει ο πετρελαϊκός πόλεμος στο Ιράν, θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό απ’ το πόσο γρήγορα και για πόσο διάστημα θα αρθούν οι διεθνείς κυρώσεις, απ’ το πώς θα αντιδράσουν οι άλλες χώρες- παραγωγοί πετρελαίου, αλλά και απ’ το πώς θα μπορέσει να ανταποκριθεί η εγχώρια βιομηχανία πετρελαίου στις προκλήσεις που θα δημιουργηθούν σε διεθνές επίπεδο.
Οι Προκλήσεις για τις Χώρες της της Λατινικής Αμερικής και της Αφρικής
Η πτώση των τιμών του πετρελαίου αναμένεται να πλήξει σημαντικά τα κράτη της Λ. Αμερικής και της Αφρικής. Στη Βραζιλία, ο περιορισμός των πετρελαϊκών εσόδων θα προστεθεί στην ύφεση που κατέγραψε η οικονομία της για το 2015. Η χώρα, που ήδη βρίσκεται αντιμέτωπη με τον υψηλό πληθωρισμό, τον αυξημένο ιδιωτικό δανεισμό, τα οικονομικά σκάνδαλα και την καθίζηση στον κατασκευαστικό τομέα, αναμένεται να δεχθεί περαιτέρω πιέσεις λόγω της ανόδου των επιτοκιών της Fed που θα προκαλέσουν εκροές επενδύσεων, σε μια χρονιά μάλιστα όπου φιλοξενεί του Ολυμπιακούς Αγώνες και συνεπώς κάθε κοινωνική αναταραχή θα προκαλούσε ζημιά στη διεθνή εικόνα της. Στη Βενεζουέλα, το κόμμα του Προέδρου Μαδούρο έχει χάσει πλέον την πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο, και η οικονομία της χώρας είναι αντιμέτωπη με τον χρόνιο υψηλό πληθωρισμό, ενά βαριά υποτιμημένο νόμισμα και την έλλειψη βασικών αγαθών ανάγκης. Η περαιτέρω πτώση των τιμών του πετρελαίου, σε μια χώρα που είναι αποκλειστικά εξαρτημένη απ’ το «μαύρο χρυσό», αναμένεται να περιορίσει τις δυνατότητες του κράτους για κοινωνικές δαπάνες σε εκπαίδευση, υγεία και άλλους ευαίσθητους τομείς, πυροδοτώντας νέες κοινωνικές αναταραχές που ίσως οδηγήσουν στην αντικατάσταση του Προέδρου. Στο Εκουαδόρ, αν και η κατάσταση της οικονομίας είναι πιο σταθερή σε σχέση με τη Βενεζουέλα, η πτώση της τιμής του πετρελαίου που αποτελεί το 50% της συνολικής αξίας των εξαγωγών της χώρας, μπορεί να οδηγήσει σε ύφεση τόσο για το 2015 όσο και για το 2016. Στη Λιβύη, που εξαρτά το 95% των εσόδων της απ’ το πετρέλαιο, η πτώση των τιμών θα διευρύνει το κοινωνικό χάος που επικρατεί στη χώρα λόγω του εμφυλίου. Αξίζει δε να σημειωθεί, ότι ο πετρελαϊκός τομέας της Λιβύης είναι πλήρως κατακερματισμένος, αφού οι πετρελαιοπηγές της Σύρτης ελέγχονται απ’ το ISIS, ενώ υπάρχουν δύο Εθνικές Εταιρείες Πετρελαίου, μία στο Τομπρούκ και μία στην Τρίπολη, που καθεμιά διεκδικεί ξεχωριστά τη νομιμότητα στη διεθνή αγορά πετρελαίου. Τέλος, στη Νιγηρία όπου βασίζει περίπου το 75% του κρατικού της προϋπολογισμού στο πετρέλαιο, η μείωση των εσόδων θα θέσει σε κίνδυνο τη θητεία του νεοεκλεγέντος Προέδρου Muhammadu Buhari, ο οποίος προεκλογικά υποσχέθηκε να περιορίσει τη διαφθορά και την κοινωνική ανισότητα που είναι ιδιαίτερα εκτεταμένες στη χώρα. Αν σε αυτό προσθέσουμε το παρελθόν των εμφύλιων συγκρούσεων που διαθέτει η χώρα, αλλά και τη δράση της ισλαμιστικής τρομοκρατικής οργάνωσης Boko Haram, αντιλαμβάνεται κανείς ότι το 2016 θα είναι ένα έτος σημαντικών προκλήσεων για τη Νιγηρία.
Επίλογος: Η Πτώση της Τιμής του Πετρελαίου και η Διάρκεια της θα Καθορίσουν τις Επιπτώσεις
Οι προβλέψεις που κάνουν οι δρώντες της αγοράς για την μελλοντική τιμή του πετρελαίου διαφέρουν σημαντικά μεταξύ τους. Το «συντηρητικό» σενάριο των ρώσικων εταιρειών προβλέπει τιμές $40/β. έως το 2018 και τιμές κάτω από $50/β. μετέπειτα, ενώ η εκτίμηση της Goldman Sachs αναφέρει ότι η τιμή μπορεί να φτάσει και στα $20 δολ./β. το 2016 και να παραμείνει αρκετά χαμηλά έως το τέλος της επόμενης 10ετίας. Σε μια τέτοια περίπτωση, ο ανταγωνισμός μεταξύ εταιρειών θα είναι σφοδρός και πολλοί παραγωγοί θα αναγκαστούν να εγκαταλείψουν τον κλάδο, ενώ αναμένεται να υπάρξουν και σοβαρές κοινωνικές αναταραχές σε πολλά κράτη, ιδιαίτερα στις χώρες της Λ. Αμερικής και της Αφρικής. Αναλυτές της αγοράς, θεωρούν ότι αν και η τιμή του πετρελαίου το πρώτο εξάμηνο του 2016 αναμένεται να μειωθεί, απ’ το τρίτο τρίμηνο του έτους θα αυξηθεί και πάλι, καθώς η μείωση των αποθεμάτων και της παραγωγής -λόγω εκτοπισμού κάποιων παραγωγών- θα ωθήσει τις τιμές υψηλότερα (κοντά στα $57/β.). Αντιθέτως, οι traders είναι πολύ πιο επιφυλακτικοί και βλέπουν η πτώση να συνεχίζεται για ολόκληρο το έτος. Συμπερασματικά, αν οι τιμές κινηθούν σε επίπεδα αρκετά κάτω των 60 δολ./β. για τα επόμενα έτη, θα αποτελέσουν μεγάλη πρόκληση ακόμα και για μεγάλους παραγωγούς όπως το Ιράν, η Ρωσία, οι ΗΠΑ και η Σ. Αραβία. Αν πάλι οι τιμές κινηθούν στην περιοχή των $65-$80/β., τότε αρκετές εταιρείες θα μπορέσουν να επιβιώσουν και να επεκτείνουν τα επενδυτικά τους σχέδια. Γενικότερα, οι εταιρείς που θα μπορέσουν να μειώσουν πιο γρήγορα και αποτελεσματικά τα κόστη τους, θα κάνουν χρήση των νέων τεχνολογιών και θα έχουν την αμέριστη υποστήριξη των κυβερνήσεών τους, θα έχουν ένα αντικειμενικό προβάδισμα. Τελικά, ίσως τον αποφασιστικό ρόλο να διαδραματίσουν οι κοινωνικο-πολιτικές εξελίξεις που θα προκύψουν σε κάθε χώρα, είτε ως αποτέλεσμα απρόβλεπτων παραγόντων είτε ως αποτέλεσμα άσκησης στρατιωτικής και οικονομικής πίεσης απ’ τα κράτη, με βάση την ισχύ που καθένα απ’ αυτά διαθέτει στο διεθνές σύστημα.
- Οικονομολόγος/Διεθνολόγος, συντονιστής στο Παρατηρητήριο Ανατολικής Μεσογείου, στον Τομέα Ρωσίας Ευρασίας και Νοτιοανατολικής Ευρώπης (ΤΟ.ΡΕ.ΝΕ) του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων
Δημοσίευση σχολίου