Ως φυσικό επακόλουθο ενός «προαναγγελθέντος γάμου» θα μπορούσε να χαρακτηριστεί η τοποθέτηση Ακολούθου Άμυνας (ΑΚΑΜ) του Ισραήλ στην χώρα μας και η συζήτηση να σταματήσει εδώ. Πέραν όμως της σημασίας του γεγονότος αυτού ως μία κίνηση του Ισραήλ με την οποία επισημοποιεί την αναβαθμισμένη σχέση με την Ελλάδα, μία κρίσιμη λεπτομέρεια καταδεικνύει και τον ευρύτερο γεωπολιτικό σχεδιασμό του Τελ-Αβίβ και της Αθήνας και υπογραμμίζει τη σημασία της εξέλιξης.
Του Δρ. Γεωργίου Κ. Φίλη
Όπως το «defencen-point.gr» έχει αναφέρει σε προηγούμενη ανάρτησή του με τίτλο «Το Ισραήλ στέλνει επιτέλους AKAM στην Αθήνα» (http://www.defence-point.gr/news/?p=100577), η κίνηση κρίνεται ως εξέχουσας σημασίας, αφού μπορεί να διαβαστεί σε πολλαπλά επίπεδα, το πολιτικό, το οικονομικό, το εμπορικό, αλλά ακόμα και ως ενός είδους «αντίδωρο» σε μία διαφαινόμενη, έστω και χαλαρή «επαναπροσέγγιση» με την Τουρκία.
Ποια όμως είναι η «λεπτομέρεια» η οποία εάν ληφθεί υπόψη ίσως να μας οδηγήσει σε πιο ασφαλή αλλά και ευρύτερα συμπεράσματα αναφορικά με την κίνηση των Ισραηλινών να δημιουργήσουν θέση ΑΚΑΜ στη χώρα μας; Όπως αναφέρθηκε από τις πλέον επίσημες ισραηλινές πηγές σε πρόσφατο συνέδριο στην Αθήνα, ο νέος ΑΚΑΜ στην Ελλάδα θα έχει ως χώρο ευθύνης όχι μόνο την χώρα μας αλλά και την Βουλγαρία και την Ρουμανία.
Με άλλα λόγια το Ισραήλ θα δημιουργήσει στην Αθήνα μία «περιφερειακή» θέση ΑΚΑΜ η οποία θα έχει ως χώρο δικαιοδοσίας ολόκληρη την ανατολική Βαλκανική. Όπως δηλαδή ο αντίστοιχος ισραηλινός ΑΚΑΜ στη Ρώμη έχει χώρο ευθύνης ευρύτερο της Ιταλίας έτσι και η Ελλάδα θα αποτελέσει την βάση για μία ολόκληρη γεωγραφική περιοχή της Ευρώπης.
Σε διμερές επίπεδο:
>Επισφραγίζεται με τον πλέον επίσημο τρόπο η στενή αμυντική συνεργασία των δύο πλευρών. Είναι πλέον προφανές ότι η εκπόνηση κοινών σχεδίων και ασκήσεων με κέντρο βάρους την Ανατολική Μεσόγειο και την Κύπρο αποτελεί το κύριο αντικείμενο συνεργασίας των δύο πλευρών. Η συνεκπαίδευση δε των δύο πλευρών μόνο χρήσιμα συμπεράσματα έχει να προσφέρει έως σήμερα.
>Το Τελ-Αβίβ αντιλαμβάνεται την Ελλάδα ως μία «αναδυόμενη» αγορά, υπό την έννοια ότι η εξοπλιστική ανομβρία τόσων ετών αργά ή γρήγορα θα οδηγήσει στην υλοποίηση κάποιου εξοπλιστικού προγράμματος το οποίο θα περιλαμβάνει κύρια αλλά και εξειδικευμένα συστήματα και υποσυστήματα, τα οποία θα ενταχθούν στο ελληνικό οπλοστάσιο. Όπως μπορεί να γίνει αντιληπτό, η Ελλάδα αποτελεί ιδανικό πελάτη για την βιομηχανία του Ισραήλ, υπό την προϋπόθεση ότι θα επιδείξει σοβαρότητα για ευρύτερη και αμοιβαίως επωφελή συνεργασία, κάτι που θα εξασφαλίσει ότι οι σχέσεις θα έχουν μέλλον.
Σε περιφερειακό επίπεδο:
>To Τελ-Αβίβ αντιλαμβάνεται τις χώρες των ανατολικών Βαλκανίων ως καλούς πελάτες για τα αμυντικά προϊόντα που προσφέρει, από την πώληση συστημάτων, έως και την εκπαίδευση.
>Και οι τρεις χώρες στον τομέα ευθύνης του ΑΚΑΜ των Αθηνών αποτελούν μέλη του ΝΑΤΟ και της ΕΕ με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη συνεργασία του Τελ-Αβίβ με τους συγκεκριμένους οργανισμούς. Όπως είναι φυσικό η Ελλάδα, για μία σειρά πολιτικών, οικονομικών και αμυντικών λόγων, αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της γεωπολιτικής σταθερότητας στα Βαλκάνια και ειδικά Σόφια και Βουκουρέστι προσβλέπουν σε μία ενεργητική ελληνική παρουσία στα τεκταινόμενα από το Λυβικό πέλαγος έως την Μαύρη Θάλασσα. Πρόσφατη είναι η συμφωνία αεροπορικής κάλυψης της Βουλγαρίας από την ελληνική Αεροπορία.
>To συγκεκριμένο επιχείρημα μας οδηγεί και στο τρίτο και ίσως πλέον ενδιαφέρον συμπέρασμα για τον ισραηλινό σχεδιασμό: Είναι προφανές, ότι σε επίπεδο «πολιτικής ορθότητας», κάθε τύπου συμμαχία «δεν στρέφεται κατά κανενός τρίτου». Σε ρεαλιστικό και πρακτικό όμως επίπεδο, ουδείς θα έμπαινε στον κόπο… και τα έξοδα εάν δεν είχε έναν ΑΜΕΣΟ ΣΤΟΧΟ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΑΝΤΙΠΑΛΟ ΝΑ ΑΠΟΤΡΕΨΕΙ ΚΑΙ ΝΑ ΕΞΙΣΟΡΡΟΠΙΣΕΙ. Στη συγκεκριμένη περίπτωση εκτιμάται ότι το Τελ-Αβίβ «έμαθε αφού έπαθε», ενώ πιθανότατα κάτι παρόμοιο ισχύει και για την Ελλάδα…
Όπως έγινε δηλαδή αντιληπτό, στη «στρατηγική» σχέση με την Τουρκία, το να βάζεις «όλα τα αυγά σε ένα καλάθι» δεν είναι και η πλέον έξυπνη κίνηση. Έτσι, η το Ισραήλ δημιουργεί τη νέα «πόρτα» προς τη Δύση με επίκεντρο την Ελλάδα, αφού πρώτα έχει δημιουργήσει τον «μεσογειακό άξονα» Τελ-Αβίβ – Λευκωσία – Αθήνα, τώρα προχωράει με την επέκταση αυτού και στα ανατολικά Βαλκάνια.
Με τον τρόπο αυτό το Ισραήλ αποκτά το στρατηγικό, εκπαιδευτικό και οικονομικό βάθος που χρειάζεται ενώ ταυτοχρόνως δημιουργεί και μία «ζώνη» γύρω από την Τουρκία, η οποία θα της υπενθυμίζει ότι σε κάθε περίπτωση σε μία κρίση με το Ισραήλ, η Άγκυρα θα κληθεί ενδεχομένως να αντιμετωπίσει καταστάσεις κι από άλλες πλευρές των συνόρων της.
Με αυτό δεν εννοούμε φυσικά, ότι η Ρουμανία ή/και η Βουλγαρία θα… επιτεθούν στην Τουρκία, αλλά ότι αυτή τη στιγμή το Τελ-Αβίβ δημιουργεί όλες εκείνες τις γεωπολιτικές και γεωοικονομικές συνθήκες οι οποίες θα πείσουν την Άγκυρα ότι οι απειλές της δεν πιάνουν τόπο, αφού το Ισραήλ «δεν θα χρειάζεται πλέον την Τουρκία» όσο τη χρειαζόταν πριν από δέκα έτη.
Κι ας κρατήσουμε επίσης στο πίσω μέρος του μυαλού μας, ότι η παρουσία του Ισραήλ στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας το φέρνει στον «προθάλαμο» της Ρωσίας, ανταποδίδοντας το ενδιαφέρον, μια χώρα με την οποία οι σχέσεις βελτιώνονται διαρκώς, με πολλαπλές δυνητικές επιπτώσεις στην περιοχή της ανατολικής Μεσογείου και όχι μόνο.
Με τον τρόπο αυτό το Ισραήλ καταφέρνει να «αντικαταστήσει» την Τουρκία, είναι σε θέση να μειώσει το επίπεδο απειλής, αλλά και να αυξήσει το δυνητικό κόστος της Άγκυρας, ενώ στέλνει «σήμα», ότι εάν «λογικευθεί» πάντα μπορούν να εξομαλυνθούν – έως ένα σημείο – οι σχέσεις τους. Το σίγουρο όμως είναι ότι αυτή τη στιγμή το εβραϊκό κράτος ακολουθεί μία πιο ρεαλιστική πολιτική «διαχείρισης κινδύνου», αφού «παίζει» αρκετά πιο ισορροπημένα.Για την Ελλάδα όλα αυτά είναι θετικά, εάν αντιληφθούμε ότι οι γεωπολιτικοί δρώντες λειτουργούν με την λογική και όχι με το συναίσθημα. Δηλαδή, η κίνηση αυτή του Ισραήλ τοποθετεί στο κέντρο της πολιτικής του τον Ελληνισμό (Ελλάδα-Κύπρος) με στόχο να απεξαρτηθεί από την Τουρκία ΑΛΛΑ και με σκοπό να επαναπροσεγγίσει μια πιο «λογική» Τουρκία.
Για εμάς αποτελεί δικλείδα ασφαλείας στην Ανατολική Μεσόγειο, αλλά και γεωπολιτική αναβάθμιση, διότι η Ελλάδα εκλαμβάνεται και λειτουργεί ως αμυντικός και οικονομικός κόμβος για μία σημαντική χώρα της περιφερειακής και διεθνούς στρατηγικής πραγματικότητας.
Σε διμερές επίπεδο έχουμε πολλά να δώσουμε και να πάρουμε, έχουμε πολλά να κερδίσουμε και λίγα να χάσουμε (κυρίως θα πρέπει να προσεχθεί να μην διαταραχθεί υπερβολικά η σχέση μας με τον αραβικό κόσμο – του οποίου η πραγματικότητα είναι πάντα περίπλοκη). Κυρίως όμως έχουμε τη μεγάλη ευκαιρία να ενισχύσουμε τη γεωπολιτική μας θέση και να αυξήσουμε την παρουσία μας στον υδάτινο άξονα Μαύρη Θάλασσα-Στενά-Αιγαίο-Ανατολική Μεσόγειο.
Τέλος, θα πρέπει να επισημάνουμε πως με τέτοιες κινήσεις μία διμερής σχέση ξεφεύγει από το τακτικό επίπεδο και εισέρχεται στο επίπεδο της στρατηγικής συμφωνίας.
πηγή
Δημοσίευση σχολίου