Γράφει ο Δρ. Ιωάννης Παρίσης,
Υποστράτηγος ε.α.
Η οικονομική κρίση έχει επιπτώσεις στην εξωτερική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε μια σειρά θεμάτων. Ενώ το μεγαλύτερο μέρος της ευρωπαϊκής ευημερίας εξακολουθεί να εξαρτάται από το εσωτερικό εμπόριο, οι κυβερνήσεις, ελλείψει κονδυλίων της ΕΕ, «κυνηγούν» ξένες επενδύσεις, ευκαιρίες εξαγωγών και εγγυημένη πρόσβαση σε ενεργειακούς πόρους, περισσότερο από ποτέ πριν. Οι προσπάθειες κατευθύνονται κυρίως στις ταχέως αναπτυσσόμενες οικονομίες των χωρών που είναι γνωστές ως BRIC (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία και Κίνα).
Σύμφωνα με τις προτεραιότητες των κρατών-μελών που ήδη διαμορφώνονται, η ΕΕ αρχίζει να δίνει μεγαλύτερη σημασία στη σχέση της με τις χώρες BRIC και άλλες ανερχόμενες οικονομίες. Για παράδειγμα, στη σύνοδο κορυφής ΕΕ-Ινδίας, τον περασμένο Φεβρουάριο, ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ρομπέι και της Επιτροπής Μπαρόζο, επιδίωξαν μια νέα εμπορική συμφωνία που θα μπορούσε να προσθέσει 30 δισ. ευρώ ετησίως στο εμπόριο ΕΕ-Ινδίας. Λίγες ημέρες αργότερα, οι δύο πρόεδροι προσπάθησαν να πείσουν την Κίνα να συμβάλει στα κεφάλαια διάσωσης της ΕΕ.
Μέσω αυτών των εμπορικών συμπράξεων και των επενδύσεων ελπίζεται ότι θα προέλθει μεγαλύτερη ευημερία τόσο για την ΕΕ όσο και για τους εν δυνάμει εταίρους της. Έτσι, η ΕΕ οφείλει να συνεχίσει τις πολύπλευρες προσπάθειες επίτευξης κερδοφόρων συμφωνιών. Εκτός από την Ινδία, είναι σε εξέλιξη νέες εμπορικές συμφωνίες με τον Καναδά, την Κολομβία, την Ιαπωνία, το Περού και τη Σιγκαπούρη, στη βάση της διμερούς συμφωνίας του 2011 με τη Νότια Κορέα και την ισχυρή υποστήριξη για την πρόσφατη είσοδο της Ρωσίας στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου. Ωστόσο, δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει ότι τα βραχυπρόθεσμα κέρδη από τις πρωτοβουλίες αυτές, μπορεί να έχουν αρνητικές συνέπειες για τα μακροπρόθεσμα πολιτικά συμφέροντα της ΕΕ, όπως η πρόληψη των συγκρούσεων σε διάφορες περιοχές του πλανήτη καθώς και η υποστήριξη της δημοκρατικής διακυβέρνησης σε διάφορες χώρες.
Οι κυβερνήσεις, ωστόσο, των κρατών-μελών της ΕΕ δεν συνδέουν πάντα τις εμπορικές δράσεις με τους πολιτικούς σκοπούς, δεδομένου ότι υπεισέρχονται και άλλα συμφέροντα. Για παράδειγμα,η Γερμανία υπέγραψε πρόσφατα μια συμφωνία με το Καζακστάν για να εξασφαλιστεί η πρόσβαση σε σπάνιες γαίες, παραβλέποντας ότι η χώρα αυτή έχει πρόβλημα σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Από την άλλη, η Ισπανία, πίεσε σκληρά για να κερδίσει ένα συμβόλαιο σιδηροδρόμου υψηλής ταχύτητας στη Σαουδική Αραβία, παρά την αντίδραση της τελευταίας σε πολιτικές μεταρρυθμίσεις. Σε καμία από τις δύο περιπτώσεις δεν συνδέθηκε η συμφωνία με τα ανθρώπινα δικαιώματα. Αυτό φυσικά είναι λυπηρό, και θυμίζει το προηγούμενο της υπογραφής συμφωνιών αρκετών ευρωπαϊκών κρατών με πρώην δικτάτορες της Βόρειας Αφρικής.
Ανησυχητικό είναι επίσης το γεγονός της έλλειψης συλλογικής αξιολόγησης από τους Ευρωπαίους για τις επιπτώσεις που θα μπορούσαν να έχουν οι εμπορικές συναλλαγές στα γεωστρατηγικά συμφέροντα της Ένωσης. Για παράδειγμα, τα τελευταία χρόνια κάποια κράτη μέλη της ΕΕ πιέζουν για την άρση του εμπάργκο όπλων στην Κίνα. Σημειώνεται ότι η σχετική απόφαση της ΕΕ στηρίχθηκε κυρίως σε δύο από τα οκτώ κριτήρια του Κώδικα Συμπεριφοράς για τις Εξαγωγές Όπλων (EU Code of Conduct on Arms Exports), τα οποία αναφέρονται στο σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη χώρα τελικού προορισμού και στην ειρήνη, την ασφάλεια και τη σταθερότητα στην περιοχή. Ωστόσο, δεν έχει αναλυθεί επαρκώς το ενδεχόμενο, η αύξηση των πωλήσεων όπλων προς την Κίνα, να θέσει σε κίνδυνο ζωτικής σημασίας εμπορικές οδούς στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας. Αυτό αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερης σημασίας δεδομένου ότι ένα ποσοστό 28% του εξωτερικού εμπορίου της ΕΕ αφορά την Ανατολική Ασία, 5% περισσότερο από ό, τι το αντίστοιχο των ΗΠΑ.
Ένα άλλο πρόβλημα είναι η αποσπασματική αντιμετώπιση του εξωτερικού εμπορίου εκ μέρους των κρατών μελών, που υπονομεύει τις προσπάθειες της ΕΕ για οριστικοποίηση εμπορικών συμφωνιών. Βέβαια ο εμπορικός ανταγωνισμός μεταξύ των Ευρωπαίων σε ξένες χώρες πηγαίνει αιώνες πίσω, και αυτό είναι κάτι που εκμεταλλεύονται οι μη Ευρωπαίοι, ιδιαίτερα στο πεδίο των εξοπλισμών, όπου ο ανταγωνισμός μεταξύ των Ευρωπαίων είναι συνήθης. Χαρακτηριστική η περίπτωση του γαλλικού Rafale και του βρετανικο-γερμανο-ιταλο-ισπανικού Eurofighter που ανταγωνίστηκαν για μια σύμβαση μαχητικού αεροσκάφους με την Ινδία. Συχνά παρατηρείται ότι κράτη-μέλη της ΕΕ ανταγωνίζονται αντί να συνενώνουν τις δυνάμεις τους. Πρόσφατο παράδειγμα, οι πολιτικές των ευρωπαϊκών κρατών έναντι της αραβικής άνοιξης που έδειξαν ότι καθοδηγούνταν περισσότερο από οικονομικούς παράγοντες.
Προκειμένου η Ευρώπη να εξέλθει από την τρέχουσα οικονομική κρίση είναι απαραίτητο να δοθεί βάρος στο διεθνές εμπόριο και τις επενδύσεις από μη Ευρωπαίους. Προσπάθειες έχουν γίνει από αρκετές ευρωπαϊκές χώρες προς την κατεύθυνση της Αφρικής, αλλά και τη Μέση Ανατολή, την Ανατολική Ασία και τη Λατινική Αμερική, με δυσχέρειες βεβαίως εξαιτίας της πολιτικής αβεβαιότητας. Οι πρόσφατες εθνικοποιήσεις εταιριών ευρωπαϊκών συμφερόντων στην Αργεντινή και αλλού επιβεβαιώνουν το πρόβλημα. Αυτό σημαίνει ότι η ανάπτυξη των οικονομικών εξωτερικών σχέσεων έχει ανάγκη πολιτικής σταθερότητας, και κατ’ επέκταση, αντιμετώπισης των ζητημάτων ασφάλειας. Μια συνύπαρξη δηλαδή εμπορικής διπλωματίας, υποστήριξης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και πολιτικών ασφάλειας στο πλαίσιο της ανάπτυξης των εξωτερικών σχέσεων της Ένωσης.
Είναι ελπιδοφόρο το ότι η επικεφαλής της εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας της ΕΕ, Κάθριν Άστον, διατύπωσε προσφάτως την ανάγκη συγκερασμού οικονομίας και πολιτικής κατά την ανάπτυξη της εξωτερικής πολιτικής της ΕΕ. Το συμπέρασμα είναι: εμβάθυνση της συνοχής και της συνεργασίας μεταξύ των κρατών-μελών και διαφόρων οργάνων και υπηρεσιών της Ένωσης. Και ακόμη, όχι εγκατάλειψη της γεωπολιτικής για χάρη εμπορικών κερδών. Οι κυβερνήσεις των μελών της ΕΕ οφείλουν να συνενώσουν τις εμπορικές τους προσπάθειες με τα κοινά πολιτικά και στρατηγικά συμφέροντα.
πηγή
Δημοσίευση σχολίου