Είναι πλέον ξεκάθαρο ακόμη και σε όσους παρατηρητές φορούν παρωπίδες ότι η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε απεγνωσμένη ανάγκη για βοήθεια. Η ανεργία έφτασε το 16% και συνεχίζει να αυξάνεται. Μετά από ένα χρόνο μαρτυρικών περικοπών στις δαπάνες, το έλλειμμα του προϋπολογισμού εξακολουθεί να υπερβαίνει το 10% του ΑΕΠ. Οι κάτοικοι της δεν πληρώνουν τους φόρους τους. Το σύστημα καταγραφής της ιδιοκτησίας είναι σε κακά χάλια. Υπάρχει μικρή εμπιστοσύνη προς τις τράπεζες, και ακόμη μικρότερη προς την κυβέρνηση και τις πολιτικές της.
Μια που η οικονομία χρειάζεται βοήθεια, ιδού μια καινούργια ιδέα: ας της τη δώσουμε. Ήρθε η ώρα για την Ευρωπαϊκή Ένωση να προωθήσει ένα Σχέδιο Μάρσαλ για την Ελλάδα.
Αντί να συσσωρεύσει ακόμη περισσότερα δάνεια πάνω στο ήδη μη διαχειρίσιμο φορτίο του ελληνικού χρέους, η ΕΕ πρέπει να προσφέρει ένα πολυετές πρόγραμμα ξένης βοήθειας. Η ελληνική κυβέρνηση και οι δωρητές θα πρέπει να αποφασίσουν από κοινού ποια έργα θα χρηματοδοτηθούν. Θα μπορούσαν, ας πούμε, να κατασκευαστούν μεγάλες εγκαταστάσεις παραγωγής ρεύματος από τον ήλιο και τον άνεμο, ώστε η Ελλάδα να μετατραπεί σε μεγάλο εξαγωγέα ενέργειας, αλλά και να εκσυγχρονιστούν τα λιμάνια της, ώστε η χώρα να γίνει ένα μεγάλο εμπορικό κέντρο για την ανατολική Μεσόγειο.
Η ξένη βοήθεια και τεχνογνωσία μπορεί επίσης να αξιοποιηθεί για τον εκσυγχρονισμό του Κτηματολόγιου και του φοροεισπρακτικού μηχανισμού. Τα κονδύλια μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την ενίσχυση των τραπεζών και την αποπληρωμή κάποιων παλαιότερων χρεών. Μπορούν επίσης να βοηθήσουν την κυβέρνηση να στηρίξει τους ανέργους, τους άπορους και τους ηλικιωμένους, τα μεγαλύτερα θύματα της κρίσης.
Η ΕΕ πρέπει να σκεφτεί σοβαρά αυτή την επιλογή διότι, κατ΄ αρχήν, φέρει διόλου μικρή ευθύνη για τα δεινά της Ελλάδας. Την ενέταξε στις τάξεις της παρά τα βαθιά δομικά της προβλήματα. Στην συνέχεια αποδέχθηκε την Ελλάδα στην νομισματική της ένωση ενώ γνώριζε πολύ καλά ότι οι δημοσιονομικοί της λογαριασμοί δεν άξιζαν ούτε όσο το χαρτί στο οποίο γράφτηκαν. Και έκανε τα στραβά μάτια, ενόσω οι γαλλικές και γερμανικές τράπεζες επέτρεψαν, άσκεπτα, στην ελληνική κυβέρνηση να συνεχίσει τις ασωτίες.
Κατά δεύτερον, η τρέχουσα στρατηγική του τύπου «να στύψουμε και την πέτρα» δε λειτουργεί. Υπάρχουν όρια στο πόσο γρήγορα μπορεί μια χώρα να προωθήσει μεταρρυθμίσεις. Μια κοινωνία μπορεί να αντέξει τόσο πόνο και βάσανα μόνο μέχρι ενός σημείου, προτού χάσει την πίστη στο πολιτικό της σύστημα. Οι Ευρωπαίοι ηγέτες πρέπει να αναγνωρίσουν αυτή την πραγματικότητα πριν είναι πολύ αργά.
Και, τέλος, η ιστορία δείχνει ότι ένα Σχέδιο Μάρσαλ για την Ελλάδα μπορεί να δουλέψει. Θυμηθείτε τα χάλια των ευρωπαίων χωρών που δέχτηκαν βοήθεια από τις Ηνωμένες Πολιτείες μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Είχαν τεράστια χρέη. Οι προϋπολογισμοί τους παρουσίαζαν τεράστια ελλείμματα. Οι εξαγωγές τους ήταν ελάχιστες. Οι τίτλοι ιδιοκτησίας ήταν αβέβαιοι. Και η λαϊκή στήριξη προς τις κυβερνήσεις που αντιμετώπιζαν όλα αυτά τα προβλήματα ήταν εξαιρετικά εύθραυστη.
Το Σχέδιο Μάρσαλ, χρηματοδοτώντας στρατηγικές επενδύσεις, βοήθησε τους αποδέκτες να αυξήσουν τις εξαγωγές τους. Η ανακατασκευή του λιμανιού του Ρότερνταμ μέσω των κονδυλίων αυτών του επέτρεψε να γίνει εμπορικός σταθμός για όλη την Βόρεια Ευρώπη. Η αμερικανική βοήθεια χρηματοδότησε τις εισαγωγές άνθρακα αλλά και την κατασκευή υδροηλεκτρικών σταθμών, που παρήγαγαν την ενέργεια που χρειαζόταν η βιομηχανία για να ξαναπάρει μπροστά. Και, σε περιπτώσεις όπως η Γαλλία, τα αμερικανικά κεφάλαια χρησιμοποιήθηκαν για την «εξαφάνιση» μέρους του δημοσίου χρέους.
Είναι σημαντικό πως τα σχέδια αυτά δεν υπαγορεύθηκαν από τον δωρητή, ούτε επελέγησαν από τον αποδέκτη της βοήθειας, αλλά αποφασίστηκαν από κοινού. Ο αποδέκτης, επιπρόσθετα, υποχρεώθηκε να συγχρηματοδοτήσει καθένα από τα αναπτυξιακά «πρότζεκτ».
Ένας επιπλέον όρος για την χορήγηση της βοήθειας ήταν πως η κυβέρνηση έπρεπε να ολοκληρώσει συγκεκριμένες ενέργειες για την μακροοικονομική σταθεροποίηση. Αυτό όμως τότε ήταν πολιτικά εφικτό, διότι η βοήθεια γέμισε τα δημόσια ταμεία των κρατών, περιορίζοντας τις απαραίτητες περικοπές και τον σχετιζόμενο με αυτές κοινωνικό βάρος και πόνο. Έτσι και η υποστήριξη των κεντρώων κυβερνήσεων που ανέλαβαν να φέρουν σε πέρας τις μεταρρυθμίσεις ήταν σημαντικά μεγαλύτερη.
Πράγματι, η εξασφάλιση πολιτικής υποστήριξης για τις απαραίτητες μεταρρυθμιστικές και σταθεροποιητικές ενέργειες υπήρξε ίσως η μεγαλύτερη συμβολή του Σχεδίου Μάρσαλ. Χάρη σε αυτή την υποστήριξη, τα κράτη-αποδέκτες της βοήθειας μπόρεσαν να κάνουν τα υπόλοιπα, και η Ευρώπη ξαναστάθηκε στα πόδια της.
Οι κυνικοί ανάμεσα μας - αναφέρομαι στους οικονομολόγους - ανησυχούν για το «κακό προηγούμενο» που θα δημιουργούσε ένα Σχέδιο Μάρσαλ για την Ελλάδα. Προειδοποιούν ότι και άλλες χώρες της ΕΕ όπως η Πορτογαλία θα αρνηθούν να προχωρήσουν σε νέες μεταρρυθμίσεις και να αποπληρώσουν τα χρέη τους, αν δεν αντιμετωπιστούν με ανάλογη γενναιοδωρία.
Οι οικονομολόγοι είναι ειδικά εκπαιδευμένοι να ανησυχούν γι' αυτό το πρόβλημα, που είναι γνωστό ως «ηθικός κίνδυνος». Όμως το είδος του κοινωνικού χάους και της διεθνούς ανυποληψίας που βιώνει η Ελλάδα είναι ένα σοβαρό αντικίνητρο, ώστε να μην ακολουθήσουν κι άλλοι το παράδειγμα της. Και, ενώ όντως υπάρχει το ρίσκο του «ηθικού κινδύνου», υπάρχει και το ρίσκο της καταστροφής. Υπάρχει ο κίνδυνος μιας ολοκληρωτικής οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής καταστροφής στην Ελλάδα. Αν δεν αποφευχθεί, μπορεί να καταστρέψει και την υπόλοιπη Ευρώπη.
Για να υιοθετηθεί ένα Σχέδιο Μάρσαλ για την Ελλάδα, θα πρέπει οι Ευρωπαίοι ηγέτες να κάνουν κάτι πρωτοφανές: θα πρέπει να ασκήσουν ηγεσία. Αυτό δηλαδή που έκαναν οι ΗΠΑ μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο με το δικό τους Σχέδιο Μάρσαλ. Καλά θα κάνουν οι Ευρωπαίοι να κοιτάξουν 60 χρόνια πίσω, τον καιρό που ο ιδικές τους χώρες βρίσκονταν στο χείλος ενός παρόμοιου γκρεμού, έλαβαν την βοήθεια που χρειάζονταν για να ανακάμψουν - την βοήθεια που τους έφερε σήμερα σε θέση να μπορούν, σήμερα, να κάνουν κάτι ανάλογο για την Ελλάδα.
*O Μπάρι Άιχενγκριν είναι καθηγητής Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϊ
ΠΗΓΗ
Δημοσίευση σχολίου