Γράφει ο Γιώργος Λιμαντζάκης *
Για πολλούς, η 1η Δεκεμβρίου 1913 σηματοδοτεί το επίσημο τέλος του Κρητικού Ζητήματος, με την ανακήρυξη της Ένωσης Κρήτης και Ελλάδας στο Κάστρο του Φιρκά των Χανίων, παρουσία του τότε πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου και του βασιλιά Κωνσταντίνου. Η Ένωση ήταν πλέον γεγονός, αλλά πέραν αυτού τι άλλαξε πραγματικά στο νησί; Δεν ήταν ήδη ελεύθερη η Κρήτη; Ή μήπως δεν είχε ήδη ενωθεί, κατά τους Κρητικούς από το 1908, και για την κυβέρνηση της Αθήνας από τον Οκτώβριο του 1912; Κατά πόσο διαφοροποιήθηκε το κεκτημένο αυτό μετά την 1η Δεκεμβρίου, και με ποιό τρόπο;
Η εκκρεμότητα του Κινήματος του 1908
Το Κρητικό Ζήτημα ακολούθησε μια δαιδαλώδη ιστορική πορεία μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα, όταν με αφορμή την προκήρυξη εκλογών στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, η κυβέρνηση της Κρητικής Πολιτείας κήρυξε με ψήφισμά της στις 22 Σεπτεμβρίου 1908 την ένωση με την Ελλάδα. Η τότε ελληνική κυβέρνηση αρνήθηκε να αναγνωρίσει την ένωση και να δεχτεί τους Κρήτες βουλευτές στο ελληνικό κοινοβούλιο, φοβούμενη ότι μια τέτοια κίνηση θα προκαλούσε την Πύλη να προβεί σε νέες επιθετικές ενέργειες κατά της Ελλάδας, όπως είχε άλλωστε συμβεί κατά τον «ατυχή πόλεμο» του 1897, με ολέθρια αποτελέσματα για την τελευταία, όπως μια ταπεινωτική ήττα και διεθνής οικονομικός έλεγχος.
Στο πλαίσιο αυτό, το ζήτημα παρέμεινε εκκρεμές μέχρι το Νοέμβριο του 1910, όταν ανακινήθηκε με αφορμή τη νίκη των Φιλελευθέρων στις εκλογές που διενεργήθηκαν στην Ελλάδα, και την ανάληψη της εξουσίας από τον Βενιζέλο. Το γεγονός αυτό δημιούργησε στους Κρήτες την πεποίθηση ότι η ένωση ήταν κοντά, αλλά οι εξελίξεις επρόκειτο σύντομα να τους διαψεύσουν και πάλι. Η άρνηση του Βενιζέλου να δεχτεί τους Κρήτες βουλευτές στην ελληνική Βουλή, στο όνομα της αποφυγής προκλήσεων κατά της Πύλης, δημιούργησε έντονες αντιδράσεις στην Κρήτη στα τέλη του 1911. Αποτέλεσμα αυτών υπήρξε η επικράτηση της συντηρητικής μερίδας στο νησί και η συγκρότηση «Επαναστατικής Συνέλευσης» από πληρεξούσιους που είχαν εκλεγεί από ένοπλα συλλαλητήρια, με νέα «Επαναστατική Κυβέρνηση» υπό τον Αντώνη Μιχελιδάκη.
Με σχετικό ψήφισμά της, η νέα κρητική κυβέρνηση αποφάσισε να σταλούν και πάλι βουλευτές στην ελληνική Βουλή τον Απρίλιο, ενώ εξέδωσε διάταγμα για την προκήρυξη εκλογών την ίδια ημερομηνία που θα διεξάγονταν και στην Ελλάδα, στις 11/25 Μαρτίου 1912. Ενώπιον των εξελίξεων αυτών, οι Δυνάμεις αποφάσισαν να μη μείνουν αδρανείς στα τεκταινόμενα, καθώς οι επανειλημμένες προσπάθειες των Κρητών να μετάσχουν στο ελληνικό κοινοβούλιο ισοδυναμούσαν με πλήρη ένωση, και υπό αυτή την έννοια απειλούσαν το υφιστάμενο καθεστώς. Αποφασισμένες να αποθαρρύνουν κάθε σχετική πρωτοβουλία, συμφώνησαν στην αποστολή μοίρας του βρετανικού ναυτικού στο Αιγαίο, η οποία θα εμπόδιζε τη μετάβαση των Κρητών βουλευτών στην Αθήνα.
Άμεση ήταν όμως και η αντίδραση του Βενιζέλου, ο οποίος σε κατεπείγον μήνυμά του προς τον κυβερνητικό αντιπρόσωπο στα Χανιά, υπογράμμιζε ότι «Οι Κρήτες λησμονούν ότι τίθενται αντιμέτωποι, όχι μόνον της Τουρκίας και των Μεγάλων Δυνάμεων, αλλά και αυτού τούτου του ελευθέρου Βασιλείου, του οποίου η κυβέρνησις δεν εννοεί να αποδεχθή το κρητικόν πραξικόπημα και να έλθη εις άκαιρον ρήξιν με την Τουρκίαν. Συντόνως και άνευ απώλειας μιάς ημέρας ασχολουμένη με την στρατιωτικήν συγκρότησιν της χώρας, η κυβέρνησις αξιοί όπως εις την γνώμην της προσαρμοσθή η γνώμη των πολιτικών αρχηγών της Κρήτης». Με δεδομένο ότι στις εκλογές στην Κρήτη επικράτησαν τελικά οι αντιβενιζελικοί, οι Κρήτες αντιπρόσωποι δεν αποθαρρύνθηκαν ούτε από την κινητοποίηση του βρετανικού στόλου, ούτε από τη σκόπιμη αναβολή ενάρξεως των εργασιών του ελληνικού κοινοβουλίου. Όταν τελικά το σώμα συνήλθε την 1η Ιουνίου, οι Κρήτες πληρεξούσιοι επιχείρησαν να εκβιάσουν την είσοδό τους στην αίθουσα, αλλά ο Βενιζέλος διέταξε τη βίαιη απομάκρυνσή τους. Η στάση του αυτή έδωσε λαβή για ποικίλα σχόλια και κριτική -τόσο εντός όσο και εκτός του κοινοβουλίου- και μόνο η εσπευσμένη διακοπή των εργασιών της Βουλής επέτρεψε την εξουδετέρωση των αντιδράσεων.
Οι Βαλκανικοί και η πρακτική τέλεση της ένωσης
Την ίδια περίοδο, η κλιμάκωση του ιταλοτουρκικού πολέμου που μαινόταν από τον Σεπτέμβριο του 1911 με επίκεντρο τη Λιβύη, έμελλε να προσφέρει μια διαφορετική διέξοδο στα του Κρητικού Ζητήματος. Η στάση της Πύλης και η τροπή του πολέμου είχαν κάνει εμφανή την αδυναμία των Οθωμανών να υπερασπιστούν τα εδάφη της αυτοκρατορίας, ενθαρρύνοντας τα βαλκανικά κράτη να ενισχύσουν τους μεταξύ τους δεσμούς και να προωθήσουν πιο ενεργά τις εδαφικές τους βλέψεις. Στο πλαίσιο αυτό, και ιδιαίτερα από τις αρχές του 1912, η διπλωματική δραστηριότητα μεταξύ Σερβίας, Βουλγαρίας και Ελλάδας για τη συγκρότηση συμμαχίας επιταχύνθηκε, καθιστώντας σαφές ότι ο πόλεμος για τα ευρωπαϊκά εδάφη της αυτοκρατορίας δε θα αργούσε πολύ ακόμα.
Εκμεταλλευόμενος τη συγκυρία, ο Βενιζέλος έθεσε το Κρητικό ενώπιον της Βουλής την 1η Οκτωβρίου, προτείνοντας τη διενέργεια νέων εκλογών στην Κρήτη, αφού οι αντιπρόσωποι της Συνέλευσης και της προσωρινής κυβέρνησης δεν είχαν εκλεγεί σύμφωνα με τον Καταστατικό Χάρτη του ελληνικού βασιλείου. Την ίδια μέρα, η ελληνική κυβέρνηση έστειλε επίσημη διακοίνωση προς την κρητική, όπου δήλωνε ότι «η Ελληνική Κυβέρνησις, καθ’ ην στιγμήν απεφασίζετο η επιδίωξις εν τη Ευρωπαϊκή Τουρκία ριζικών μεταρρυθμίσεων, δηλοί ότι αποδέχεται την ένωσιν της Κρήτης μετά της Ελλάδος και αποδέχεται όπως του λοιπού ενυπάρχει κοινόν Κοινοβούλιον δια το ελεύθερον Βασίλειον και δια την νήσον Κρήτην».
Ο πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων διάβασε στο σώμα το ψήφισμα που κήρυσσε την ένωση, αλλά το καθεστώς της αυτονομίας δεν διαταράχθηκε τύποις μέχρι το τέλος του πολέμου. Ο Βενιζέλος έστειλε στο νησί ως Γενικό Διοικητή το Στέφανο Δραγούμη, ο οποίος ανέλαβε επίσημα καθήκοντα στις 12 Οκτωβρίου (τη μέρα που κηρύχθηκε ο πόλεμος κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας), ενώ την ίδια μέρα έφτασε στην Αθήνα το πρώτο κρητικό σύνταγμα 2.000 ανδρών, το οποίο προωθήθηκε στη Θεσσαλία, όπου ο πόλεμος είχε ξεκινήσει από τις 4 Οκτωβρίου. Μερικούς μήνες αργότερα και αφού το μεγαλύτερο μέρος της Μακεδονίας είχε πια απελευθερωθεί, στις 14 Φεβρουαρίου 1913 έγινε επίσημα η υποστολή των σημαιών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και των Δυνάμεων από το φρούριο της Σούδας, το τελευταίο δηλαδή μέρος στην Κρήτη στο οποίο αυτές παρέμεναν. Η πλήρης και ουσιαστική αυτοδιάθεση της Κρήτης ήταν και συμβολικά γεγονός, καθώς δεν υπήρχαν πια ξένα σύμβολα «προστασίας» ή επικυριαρχίας στο νησί, αλλά ούτε και καμία πρόθεση να αποκατασταθούν.
Η νομική επικύρωση του νέου καθεστώτος και η επίσημη τελετή
Με το τέλος του Α’ Βαλκανικού Πολέμου, τα εμπόλεμα μέρη κλήθηκαν να υπογράψουν τη Συνθήκη του Λονδίνου (30 Μαΐου 1913), στο άρθρο 4 της οποίας αναφέρεται ότι ο σουλτάνος «εκχωρεί την Νήσον Κρήτην εις τους συμμάχους ηγεμόνας και υπέρ αυτών παραιτείται παντός δικαιώματος επί της Νήσου ταύτης». Η μετάβαση της επί της Κρήτης κυριαρχίας από την Οθωμανική Αυτοκρατορία στην Ελλάδα επιβεβαιώθηκε ακολούθως από ένα δεύτερο ελληνοοθωμανικό πρωτόκολλο, το οποίο υπεγράφη στην Αθήνα στις 1/14 Νοεμβρίου 1913. Με βάση το άρθρο 4 αυτού, οι «Μουσουλμάνοι και Ισραηλίτες» των Νέων Χωρών θα έπρεπε μέσα σε μια ορισμένη ημερομηνία να επιλέξουν αν θα αποκτήσουν την ελληνική υπηκοότητα ή θα διατηρήσουν την οθωμανική. Σύμφωνα με το άρθρο 6, όσοι επέλεγαν την οθωμανική υπηκοότητα όφειλαν να εγκαταλείψουν την ελληνική επικράτεια, αλλά διατηρούσαν την ακίνητη περιουσία τους και το δικαίωμα να τη διαχειρίζονται μέσω τρίτων. Μετά την υπογραφή των κειμένων αυτών, η ελληνική κυβέρνηση ζήτησε από τις Δυνάμεις στις 29 Νοεμβρίου να αναγνωρίσουν την κατάργηση των διομολογήσεων στις πρώην οθωμανικές κτήσεις που προσαρτήθηκαν στην Ελλάδα, μεταξύ των οποίων και η Κρήτη. Οι Δυνάμεις αποδέχτηκαν σιωπηρά το γεγονός, δηλώνοντας ότι «έλαβον γνώση της Διακοινώσεως της Ελληνικής Κυβερνήσεως».
Ακολούθως, και προς επικύρωση του νέου καθεστώτος, στις 28 Νοεμβρίου 1913 ο Γενικός Διοικητής Κρήτης απηύθυνε προκήρυξη προς τον κρητικό λαό, ενημερώνοντας ότι «ο δαφνοστεφής Βασιλεύς μας, συνοδευόμενος υπό του πρωθυπουργού και επιβαίνων μοίρας του ένδοξου ημών στόλου, έρχεται την προσεχή Κυριακήν, ίνα επισφραγίση επισήμως και οριστικώς την περιπόθητον ένωσιν της Κρήτης μετά της Μητρός Ελλάδος». Στο πλαίσιο αυτό, η ανακήρυξη της ένωσης πραγματοποιήθηκε τελικά με κάθε επισημότητα την 1η Δεκεμβρίου 1913, με την έπαρση της ελληνικής σημαίας στο φρούριο του Φιρκά των Χανίων, παρουσία του Βασιλιά Κωνσταντίνου και του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου. Το γεγονός σηματοδότησε το επίσημο τέλος της Κρητικής Πολιτείας, και την αρχή μιας νέας περιόδου για την πολιτική ζωή της Κρήτης, στο πλαίσιο πλέον του ελληνικού κράτους.
Περισσότερα σχετικά με την εξέλιξη του Κρητικού Ζητήματος και τη θέση και στάση της μουσουλμανικής κοινότητας μπορεί κανείς να βρει στο βιβλίο του Γιώργου Λιμαντζάκη με τίτλο «Οι Τουρκοκρήτες και το Κρητικό Ζήτημα από την Ύστερη Τουρκοκρατία έως την Ένωση» που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Έρεισμα.
* O Γιώργος Λιμαντζάκης είναι απόφοιτος Τουρκικών Σπουδών, κάτοχος Μεταπτυχιακού Διπλώματος (ΜΑ) στις Διεθνείς και Ευρωπαϊκές Σπουδές, Υποψήφιος Διδάκτωρ στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Πάντειου Πανεπιστημίου
πηγή
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.
Δημοσίευση σχολίου