Του ΜΑΡΙΟΥ ΕΥΡΥΒΙΑΔΗ
Από το 1924 μέχρι το 1938 υπήρξαν 18 εσωτερικές επαναστάσεις κατά του κεμαλικού κράτους στην Τουρκία. Από αυτές, οι 17 υπήρξαν επαναστάσεις κουρδικών φυλών με έντονο θρησκευτικό αλλά και εθνοτικό περιεχόμενο. Όλες έλαβαν μέρος στη γεωγραφική περιοχή της ανατολικής Μικράς Ασίας, εκεί όπου μετά τις γενοκτονικές σφαγές των χριστιανικών πληθυσμών στα τέλη του 19ου και αρχές το 20ού αιώνα, κυριάρχησε το Κουρδικό στοιχείο.
Οι επαναστάσεις λάμβαναν μέρος μέσα σε ένα φεουδαρχικά δομημένο περιβάλλον που όχι μόνο οι κεμαλιστές αλλά ούτε και οι Οθωμανοί κατάφεραν ποτέ να θέσουν κάτω από κεντρική διοίκηση. Ιστορικά, κάθε φορά που η κεντρική διοίκηση προσπάθησε να ελέγξει τις κουρδικές φυλές και περιοχές, ακολουθούσαν βίαια επεισόδια , αιματηρές συγκρούσεις και σφαγές. Ως αποτέλεσμα, οι περιοχές αυτές διατηρούσαν, πάντοτε, μια χαρακτηριστική αυτονομία ενώ η “διαχείρισή” τους από το κέντρο γίνονταν μέσω των ηγετών τους, των σεΐχηδων και των αγάδων (μπεηλίκια).
Ιστορικά, επίσης, είναι με την εργαλειακή συμμαχία των μεγάλων κουρδικών φυλών, κυρίως των Ζάσα και των Κουρμάντσι, που αρχικά οι Σελτζούκοι, αργότερα οι Οθωμανοί και τέλος οι κεμαλιστές, κατάφεραν να κυριαρχήσουν στη Μικρά Ασία. Η τελευταία ιστορική, από κάθε άποψη, συνεργασία Κούρδων και Τούρκων ήταν με τους Νεότουρκους και τους κεμαλιστές, ένα γεγονός το οποίο, μέσω των γενοκτονικών σφαγών των χριστιανών της Μικράς Ασίας οδήγησαν, όπως τεκμηριώνει ο Τούρκος ιστορικός, Τανέρ Ακσάμ, στη δημιουργία του κεμαλικού κράτους και της σημερινής τουρκικής ταυτότητας. Η τελευταία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τις οργανωμένες σφαγές των χριστιανών, γεγονός που εξηγεί και την επίσημη τουρκική θέση άρνησης των γενοκτονικών σφαγών.
Σε αντίθεση με τους μη μουσουλμανικούς λαούς, τους οποίους οι Οθωμανοί προσπαθούσαν να αφομοιώσουν εξισλαμίζοντάς τους -στην περίπτωση των Κούρδων η προσπάθεια ήταν η ενσωμάτωση μέσω της κοινής θρησκείας- του σουννιτικού ισλάμ. Η προσπάθεια αυτή κατάρρευσε ανεπανόρθωτα μετά την κυριαρχία των κεμαλιστών και την ανακήρυξη κοσμικού κράτους -της Τουρκικής Δημοκρατίας- από τον Μουσταφά Κεμάλ το 1923 και την κατάλυση του Χαλιφάτου το επόμενο έτος. Το Χαλιφάτο υπήρξε το θρησκευτικό σύμβολο που συνέδεε Τούρκους και Κούρδους.
Από το 1924 μέχρι το 1938 και σε όλες τις περιπτώσεις με πρωταγωνιστή τον ίδιο το Κεμάλ, αθετήθηκαν όλες οι υποσχέσεις που δόθηκαν στους Κούρδους, ως συνιδρυτές της Τουρκικής Δημοκρατίας. Η πρώτη εθνοσυνέλευση, που συμπεριλάμβανε 72 Κούρδους εκπροσώπους, διαλύθηκε το 1924. Το ίδιο έτος απαγορεύτηκαν η κουρδική γλώσσα, τα κουρδικά σχολεία και (μαζί με το Χαλιφάτο) όλες οι θρησκευτικές οργανώσεις. Οι εξελίξεις αυτές σηματοδοτούσαν την απαρχή μιας κρατικά οργανωμένης προσπάθειας ακύρωσης κάθε έννοιας κουρδικής ταυτότητας και αυτονομίας, με τους Κούρδους να ονομάζονται, πλέον, ως “ορεσίβιοι Τούρκοι”.
Στην βίαιη αυτή προσπάθεια ενσωμάτωσης οι Κούρδοι αντέδρασαν με 17 επαναστάσεις που πνίγηκαν στο αίμα. Κατά τον ιστορικό Mete Tuncay (1981) μόνο η καταστολή της πρώτης επανάστασης, αυτής του Σεΐχη Σαΐτ τον Μάιο του 1925, είχε μεγαλύτερο κόστος σε ζωές και χρήμα από όσο ο “πόλεμος της ανεξαρτησίας” κατά των Ελλήνων! Η συμπεριφορά των Τούρκων κατά των Κούρδων ακολούθησε, σχεδόν κατά γράμμα, τις μεθόδους που χρησιμοποιήθηκαν κατά των χριστιανικών πληθυσμών. Το μόνο που έλειπε ήταν οι πορείες θανάτου στην έρημο.
Από τις υπόλοιπες επαναστάσεις μέχρι το 1938 , οι πιο σημαντικές ήταν η επανάσταση του Αραράτ (1927-30) και αυτή του Ντερσίμ (1937-38). Η τελευταία άφησε την πιο τραυματική εμπειρία στην κοινωνία, μέχρι τη σημερινή εξέγερση του Κουρδικού Εργατικού Κόμματος, του γνωστού PKK, υπό την ηγεσία του Αμπντουλλάχ Οτζαλάν. Αφορμή για την εξέγερση του Ντερσίμ ήταν η κρατικά οργανωμένη, από το 1934, προσπάθεια του κεμαλικού κράτους με σκοπό τον βίαιο πλέον εκτουρκισμό των κουρδικών πληθυσμών της περιοχής.
Κατά τον καλύτερο, ίσως, μελετητή του κουρδικού ζητήματος στην Τουρκία, τον David MacDowall (Modern History of the Kurds, 2002), τα θύματα της βίαιης καταστολής ξεπέρασαν τις 40 χιλιάδες, ενώ άλλοι, τοποθετούν τον αριθμό στις 80. Οι επιχειρήσεις του Τουρκικού στρατού συμπεριλάμβαναν μαζικούς αεροπορικούς βομβαρδισμούς (με πρωταγωνίστρια την αρμενικής καταγωγής “υιοθετημένη” κόρη του Κεμάλ και πρώτη Τουρκάλα πιλότο που έγινε ήρωας των κεμαλιστών), χρήση χημικών όπλων και οργανωμένες βίαιες μετακινήσεις κουρδικών πληθυσμών ώστε να σπάσει η κουρδική πλειοψηφία. Ένας πολύ μεγάλος αριθμός Κούρδων, κάπου 300 χιλιάδες, βρήκαν καταφύγιο στη Συρία και στην περιοχή της Αλεξανδρέττας, που τότε δεν είχε ακόμη περιέλθει υπό την κατοχή του τουρκικού κράτους.
Στις 23 Νοεμβρίου 2011, ο τότε Πρωθυπουργός Ταγίπ Ερντογάν απολογήθηκε στους Κούρδους “εκ μέρους του κράτους” για τις σφαγές στο Ντερσίμ, τοποθετώντας όμως τον αριθμό των θυμάτων σε 13 χιλιάδες. Χαρακτήρισε δε τις σφαγές ως οργανωμένες “βήμα, βήμα”, από το κεμαλικό καθεστώς και το κρατικό κόμμα του Κεμάλ, το Ρεμπουπλικανικό Λαϊκό Κόμμα. Το 2011 ο Ερντογάν δεν είχε ακόμη ευνουχίσει πολιτικά τους κεμαλιστές και προσπαθούσε να τους κατισχύσει σε συμμαχία με τους θρησκευόμενους Κούρδους και το κίνημα του Χότζια Γκιουλέν, χρησιμοποιώντας την ομπρέλα του Ισλάμ ως καταλύτη.
Η τελευταία επανάσταση των Κούρδων, αυτή του PKK υπό τον Οτζαλάν, οργανώθηκε την δεκαετία του 1970 και πήρε την σημερινή της στρατιωτική μορφή του ένοπλου αγώνα από το 1984. Αντίθετα με τις προηγούμενες 17, η εξέγερση του PKK είναι κοσμική (σοσιαλιστική-κομμουνιστική), δηλαδή είναι ριζικά διαφορετική από όλες τις προηγούμενες. Τη ριζοσπαστική φύση του PKK αντικατοπτρίζει η σημαντική συμβολή των γυναικών σε όλες τις πτυχές του κουρδικού αγώνα κατά του Τουρκικού καθεστώτος.
Την δεκαετία του 1990, όταν είχαμε την αποκορύφωση της πολεμικής σύγκρουσης, το κεμαλικό καθεστώς κατάστρεψε 4000 κουρδικά χωριά αναγκάζοντας χιλιάδες Κούρδους να μεταναστεύσουν στις πόλεις και στα αστικά κέντρα της δυτικής Τουρκίας. Η περίοδος αυτή είναι γνωστή ως ο “βρώμικος πόλεμος” κατά των Κούρδων. Τα θύματα ξεπέρασαν τις 40 χιλιάδες ενώ μελέτες τοποθετούν το κόστος για το κεμαλικό κράτος σε 400 δις δολάρια.
Η περίοδος αυτή έκλεισε με τη σύλληψη και φυλάκιση του Οτζαλάν το 1998. Από τη σύλληψη του Οτζαλάν, και μετά από εσωτερικές διαμάχες μέσα στο PKK, μπήκαμε στην σημερινή φάση του κουρδικού ζητήματος στη Τουρκία που είναι η “πολιτικοποίηση” του η οποία, όμως, φαίνεται να αποτυγχάνει. Η φαινομενικά “φιλόδοξη” προσπάθεια του Ερντογάν να χρησιμοποιήσει το Ισλάμ για την “ενσωμάτωση” των Κούρδων σε ένα μή κεμαλικό κράτος, αποδεικνύεται ως ένα ακόμη τουρκικό τέχνασμα- από τους Τούρκους ισλαμιστές αυτή τη φορά.
Η πιο σημαντική, ίσως, παρενέργεια της τελευταίας αυτής φάσης του κουρδικού ζητήματος στην Τουρκία και η οποία αποδεικνύει πόσο καθοριστική είναι για το μέλλον της Τουρκίας ως ενιαίου κράτους το κουρδικό, είναι η διαφαινόμενη συμμαχία του Ερντογάν με τους κεμαλιστές και τον στρατό!
Υπάρχουν πολύ σοβαρές ενδείξεις πως οι μέχρι πρόσφατα “άσπονδοι” εχθροί- δηλ. οι ισλαμιστές και οι κεμαλιστές- οδεύουν σε μια συμμαχία με κοινή ατζιέντα και στρατηγικό στόχο την κατίσχυση των Κούρδων της Τουρκίας. Σε μια τέτοια περίπτωση οι σφαγές του Ντερσίμ και ο βρώμικος πόλεμος της δεκαετίας του 1990 θα επαναληφθούν, με πολύ χειρότερες συνέπειες .
Παραδόξως, ίσως οι εξελίξεις στην Συρία να βοηθήσουν θετικά και τα πράγματα στην Τουρκία. Εάν Ρωσία και Αμερική επιβάλουν την ειρήνη στην Συρία -βάσει μιας ομοσπονδιακής δομής αλλά πάντοτε μέσα στα υφιστάμενα σύνορα, -το παράδειγμα της Συρίας θα μπορούσε να ακολουθηθεί και στη Τουρκία, ως έσχατη λύση του εκεί κουρδικού ζητήματος. Μια τέτοια εξέλιξη θα είναι η απόλυτη ιστορική ειρωνεία για την Τουρκία. Όμως η ιστορία καταγράφει πάμπολλες τέτοιες περιπτώσεις. Εναλλακτικά η Τουρκία οδεύει, νομοτελειακά, στον διαμελισμό.
Οι ισλαμιστές και οι κεμαλιστές της Τουρκίας μπορεί, ακόμη, να φαντασιώνονται γενοκτονικές λύσεις για τα προβλήματά τους και του κράτους τους. Όμως η εποχή των γενοκτονικών σφαγών στην Μικρά Ασία έχει, πλέον, παρέλθει. Και αυτό προκύπτει από τα πράγματα. Με τα σημερινά δεδομένα και με παράγοντα μόνο το δημογραφικό, σε είκοσι χρόνια θα υπάρχουν περισσότεροι Κούρδοι σε στρατεύσιμοι ηλικία παρά Τούρκοι.
Δημοσίευση σχολίου