«Η Ευρώπη δεν είναι απλώς υλικά αποτελέσματα, είναι πνεύμα. Η Ευρώπη είναι ψυχική κατάσταση»… τάδε έφη. Ζαρατούστρα; Όχι βέβαια, τάδε έφη Ζάκ Ντελόρ. Για τους περισσότερους από εμάς του νεοέλληνες, το συγκεκριμένο όνομα είναι – δυστυχώς – συνδεδεμένο με τα διαβόητα «πακέτα Ντελόρ» με τα οποία η εθνική μας κουτοπονηριά μας οδήγησε κατά ένα μεγάλο ποσοστό να τα κάνουμε «εξοχικά», «αναψυκτήρια», «γούρνες», «Καγιέν», offshore, και γενικά οτιδήποτε έχει να κάνει με το εθνικό μας σπορ, δηλαδή να κοιτάμε την «πάρτη» μας και όχι το γενικό συμφέρον το οποίο φυσικά θα αντικατοπτριζόταν και στο προσωπικό.
Του Δρ. Γεωργίου Κ. Φίλη
Γιατί κάνουμε μία τέτοια εισαγωγή και γιατί θυμηθήκαμε τον πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής από το 1985 έως το 1995 το 2014; Πολύ απλά διότι ο Γάλλος πολιτικός αποτέλεσε την ψυχή της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης η οποία από τη δεκαετία του 70 έως και τα μέσα της δεκαετίας του 80 γνώρισε στην ουσία μία στασιμότητα με το Ευρωπαϊκό όνειρο να ξεθωριάζει στον βωμό των οικονομικών κρίσεων της δεκαετίας του 70, των πολιτικών αντιπαραθέσεων στις αρχές της δεκαετίας του 80 και φυσικά στην σχετική αποτυχία των πρώτων προσπαθειών για τη δημιουργία ενός κοινού νομίσματος.
Ο Ζ. Ντελόρ με την ανάληψη των καθηκόντων του έδωσε μία νέα πνοή στην διαδικασία της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, οδήγησε την Κοινότητα και ύστερα την Ένωση στον δύσκολο δρόμο της εισαγωγής του κοινού νομίσματος, για την ακρίβεια ήταν αυτός και η επιτροπή του που έθεσαν τον οδικό χάρτη για να συμβεί κάτι τέτοιο. Επιπροσθέτως κατάφερε να διαλεχτεί και να διαπραγματευθεί με μερικά από τα «ιερά τέρατα» της μεταπολεμικής Ευρώπης, όπως τον Φρανσουά Μιτεράν, τον Χέλμουτ Κολ, την Μάργκαρετ Θάτσερ, ακόμα και με τον δικό μας Ανδρέα Παπανδρέου, ειδικά μία εποχή κατά την οποία ο κόσμος άλλαζε. Η Σοβιετική Ένωση κατέρρευσε, η Γερμανία ενοποιήθηκε και στις ΗΠΑ είχαμε τους πλέον συντηρητικούς σε θέματα εξωτερικής πολιτικής και φιλελεύθερους σε θέματα οικονομική πολιτικής εκπροσώπους, όπως ήταν ο Ρόναλντ Ρέιγκαν.
Ο Ζ. Ντελόρ μέσα από τις συγκεκριμένες Συμπληγάδες οδήγησε το καράβι σε ένα «απάνεμο λιμάνι», δηλαδή στην Συνθήκη του Μάαστριχτ κατά την οποία η ΕΟΚ μετατράπηκε σε Ευρωπαϊκή Ένωση και αποφασίστηκε η εισαγωγή του Ευρώ.
«Μα τι γράφουμε κάνουμε τώρα» θα αναρωτηθεί κάποιος, «φτιάχνουμε την αγιογραφία του γηραιού Γάλλου πολιτικού;» Η απάντηση φυσικά είναι αρνητική. Η πολύ σύντομη αυτή αναδρομή στην σημασία του πολιτικού αυτού ανδρός για την ενοποίηση της Ευρώπης δίνει την πραγματική αξία της άποψης που εξέφρασε ο ίδιος για το εν πολλοίς δημιούργημά του. Η Ευρώπη λοιπόν σύμφωνα με έναν από τους σύγχρονους «πατέρες» της είναι «ψυχική κατάσταση», είναι «πνεύμα», ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ «ΑΠΛΩΣ ΥΛΙΚΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ».
Η ανάληψη τη συγκεκριμένη χρονική συγκυρία από την χώρα μας της προεδρίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (για πέμπτη φορά) αποτελεί ίσως και μία ειρωνεία της τύχης για όλους μας, Έλληνες και εταίρους. Είναι προφανές ότι το 2014 και ειδικά το πρώτο εξάμηνο θα κρίνει πολλά αναφορικά με το κατά πόσο η συγκεκριμένη πολιτική θα γίνει οριακά ανεκτή από την κοινωνία και πολιτικό σύστημα και δεν θα σημειωθεί κάποια έκρηξη.
Είναι ακόμα ποιο σημαντικό να σημειώσουμε ότι εάν δεν συμβεί κάποιο «ατύχημα» κατά τη διάρκεια της συγκεκριμένης διαδρομής, τόσο στην Ελλάδα όσο και σε κάθε άλλη χώρα της Ένωσης στην οποία κατοικοεδρεύει μία Τρόικα και όχι μόνο, οι Ευρωεκλογές του Μαΐου θα επιβεβαιώσουν την αλματώδη άνοδο του «αντιευρωπαϊσμού». Σε περίπτωση δε «ατυχήματος» τότε η άνοδος σε όλη την Ευρώπη του «αντιευρωπαϊσμού» θα είναι τέτοια ώστε να θέσει υπό αμφισβήτηση την ίδια την ύπαρξη της Ένωσης.
Προσοχή! Μιλάμε για «αντιευρωπαϊσμό» και όχι για «ευρωσκεπτικισμό» ο οποίος στην ουσία «σκέπτεται» για την Ευρώπη, προσπαθεί να βρει τα κακώς κείμενα και να τα διορθώσει. Υπό αυτή την έννοια και υπό τις παρούσες συνθήκες ο «ευρωσκεπτικισμός» είναι σίγουρο ότι θα αποτελέσει ένα όχημα αλλαγής και βελτίωσης για την Ένωση, ενώ ο «αντιευρωπαϊσμός» το μόνο που επιδιώκει είναι η καταστροφή ακόμα και εκείνων τα οποία είναι θετικά για τους λαούς της Ευρώπης.
Μέσα στο συγκεκριμένο πλαίσιο, η Ελλάδα καλείται από αρχέτυπο της Ευρωπαϊκής κρίσης να μετατραπεί στο αρχέτυπο του πνεύματος της Ευρώπης. Η Ελλάδα η οποία έχει παραχωρήσει τα «πνευματικά δικαιώματα» σε «οτιδήποτε είναι επιστημονικό» (κατά Γκαίτε) στους εταίρους της που διαβιούν στην υποήπειρο της Ευρασίας και αρέσκονται να ονομάζονται Ευρωπαίοι καλείται να αποτελέσει το εφαλτήριο για μία νέα πορεία προς την κατά Ντελόρ ευρωπαϊκή «ψυχική κατάσταση» η οποία σίγουρα δεν είναι… λογιστική. Ίσως είναι ευτύχημα λοιπόν το ότι στο βαθύτερο σημείο της κρίσεως, ο πιο σοβαρά χτυπημένος αλλά και αυτός που έχει σίγουρα τα μεγαλύτερα ηθικά αποθέματα να επιβιώσει βρίσκεται (έστω και τυπικά) στο τιμόνι της Ένωσης.
Πώς ξεκινήσαμε λοιπόν το συγκεκριμένο ταξίδι προς την Ιθάκη; Σίγουρα όχι καλά αφού αποδεικνύοντας το αυτοκαταστροφικό μας πρόσωπο για ακόμα μία φορά όλες οι πολιτικές παρατάξεις του τόπου το μόνο που προσπάθησαν να κάνουν ήταν να ικανοποιήσουν αυτό που ΠΙΣΤΕΥΟΥΝ ότι θέλει να ακούσει η εκλογική τους πελατεία αλλά δεν ακουμπάει τον ελληνικό λαό.
Το να σταθούμε στην συμπεριφορά των κομμάτων της ελάσσονος αντιπολίτευσης δεν έχει νόημα, αφού το κάθε ένα λόγω μεγέθους είναι προφανές ότι προσπαθεί να ευχαριστήσει το «ειδικό» κοινό στο οποίο απευθύνεται. Το να υπογραμμίσουμε όμως δύο-τρία πράγματα για το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης και την κυβέρνηση ίσως να έχει περισσότερο νόημα.Η αξιωματική αντιπολίτευση φαίνεται να αποφάσισε να περάσει το «πολιτικό μήνυμα» του αντιευρωπαϊσμού, όπως αυτός ορίστηκε παραπάνω, μέσω της μη παρουσίας του αρχηγού της στην μουσική βραδιά που διοργανώθηκε επ’ ευκαιρία της ανάληψης της προεδρίας από την Ελλάδα.
Παρατήρηση πρώτη, μα ακριβώς μιλάμε για μία «μουσική βραδιά» άρα μία καλή ευκαιρία για… λόμπινγκ – χωρίς γραβάτα – έτσι ώστε να «ηρεμήσεις» κάποιους που σε θεωρούν «Κομμαντάντε Τσε» στην Ευρώπη.
Εάν θέλεις να κάνεις αντιπολίτευση και να περάσεις μηνύματα, διοργανώνεις μία συνέντευξη Τύπου, ή σε κάθε περίπτωση παρουσιάζεις ένα εναλλακτικό πρόγραμμα – το οποίο θα ήταν ευκαιρία να παρουσιάσεις off camera – στο φουαγιέ του Μεγάρου, μεταξύ σολωμού και ροκφόρ – χωρίς κανένας να μπορεί να σε κατηγορήσει για τίποτα.
Θέλεις επίσης να είσαι και υποψήφιος για την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Εδώ μας θυμίζει λίγο την Τουρκία, όπου θέλει μεν να μπει στην Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά δεν αναγνωρίζει ένα μέλος της, την Κύπρο. Ποιά η σοβαρότητα όταν κάνεις κάτι το οποίο – σε τελική ανάλυση ως οικοδεσπότης – προσβάλει τον καλεσμένο σου, τον οποίο με τον τρόπο σου δεν «αναγνωρίζεις», και περιμένεις μετά – «όταν θα έρθεις στα πράγματα» – να έρθει να συζητήσει μαζί σου;
Τέλος, γιατί δεν περιμένεις μία ημέρα και στους επόμενους έξι μήνες να κάνει τη ζωή δύσκολη στην κυβέρνηση και στους εταίρους; Εκτίμηση μας είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ υπέπεσε σε ένα λάθος το οποίο δεν θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε «στρατηγικό», αλλά σίγουρα δείχνει έναν «κακομαθημένο» και «αγενή» χαρακτήρα ο οποίος δεν μπορεί να συνάδει με το ελληνικό ήθος της έννοιας τη φιλοξενίας, εκτός και εάν έχει παραχωρήσει το «μονοπώλιο» της εκπροσώπησης των Ελλήνων στην Κυβέρνηση.
Είναι προφανές, ότι εάν το συγκεκριμένο κόμμα δεν αποβάλει πρακτικές και κινήσεις κόμματος του 3% και δεν αντιληφθεί ότι η εξυπηρέτηση των εσωκομματικών ισορροπιών δεν σημαίνει ότι περνάει θετικά μηνύματα στην κοινωνία, πολύ σύντομα θα γυρίσει σε ποσοστά προ του 2010, ακόμα κι εάν του δοθεί η ευκαιρία να κυβερνήσει την χώρα. Με λίγα λόγια ο ΣΥΡΙΖΑ του 30% δεν είναι το κόμμα καμίας συνιστώσας αλλά ένα κόμμα στο οποίο μεγάλο μέρος του λαού μας προσβλέπει για καλύτερες ημέρες.
Η τοποθέτησή μας αναφορικά με την κυβέρνηση δεν θα είναι μακροσκελής και θα επικεντρώσει σε ένα μόνο ζήτημα. Ο ελληνικός λαός δεν θέλει να ακούσει για ακόμα μία φορά «ότι θα τα καταφέρουμε» και ότι «έχουμε πρωτόγεννες πλεόνασμα», αυτό θέλει να το ακούσει ο κύριος Σόιμπλε, για να μας «ελαφρύνει» (όπως αυτός το εννοεί) το χρέος.
Ο Έλληνας πρωθυπουργός ίσως να άγγιζε περισσότερο τον βασανισμένο μας λαό, ακόμα και αρκετούς από τους Ευρωπαίους εταίρους μας, εάν μιλούσε για το «πνεύμα» της Ευρώπης «για την ψυχική κατάσταση» της Ευρώπης και όχι για τη… λογιστική από την οποία μπουχτίσαμε και τα καλά της οποίας τα νιώθουμε στο πετσί μας εδώ και τρεισήμισι έτη.
Επιτέλους, η Ελλάδα ως ο «πατέρας», ο «νονός» και «εφευρέτης» αυτού που λέμε «Ευρώπη» αποτελεί ίσως τον μόνο αποδεκτό – από όλους, τους λογικά σκεπτόμενους εννοούμε Ευρωπαίους – δρώντα ο οποίος θα μπορούσε να θέσει το μέγιστο ερώτημα των καιρών μας στην Γηραιά Ήπειρο «Τί Ευρώπη θέλουμε», «Τί Ευρώπη έχουμε» και εάν το «έχουμε» απέχει από το «θέλουμε» πως μπορούμε να πάμε από το ένα στο άλλο.
Η Ελλάδα με λίγα λόγια είναι η μόνη χώρα η οποία έχει το δικαίωμα ΑΛΛΑ και την υποχρέωση αυτή την περίοδο να είναι «ευρωσκεπτικιστική», η κυβέρνηση θα πρέπει να αντιληφθεί τη συγκεκριμένη ανάγκη και να πάψει να λειτουργεί ως «βασιλικότερη του βασιλέως».
Να σημειώσουμε, ότι όλα τα παραπάνω δεν είναι κάποια θεωρητικά σχήματα ενός ρομαντικού, αλλά αποτελούν τα βασικά ερωτήματα εκατομμυρίων ανθρώπων, στους οποίους εάν δεν τους απαντήσεις πειστικά και γρήγορα, εάν κάνεις να πιστέψουν ότι η Ευρώπη δεν είναι πλέον μία «ψυχική κατάσταση» αλλά μία… ψυχιατρική εκδήλωση, τότε πολύ σύντομα θα λειτουργήσουν με τέτοιο τρόπο ώστε να μην υπάρχει Ευρώπη ούτε για εμάς, ούτε όμως για τους Γερμανούς και τους Γάλλους ενώ το Ευρώ θα γίνει μία «γλυκιά (;) ανάμνηση».Κλείνουμε το σύντομο αυτό σημείωμα ευχόμενοι καλή επιτυχία στην χώρα μας στο δύσκολο ρόλο που αναλαμβάνει, και υπογραμμίζοντας ότι η ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει να στηριχτεί στις ηθικές αποταμιεύσεις που έχουμε ως έθνος και να λειτουργήσει ως φάρος για μία νέα Ευρώπη, μία Ευρώπη των εθνών και όχι των λογιστών.
Η αξιωματική αντιπολίτευση θα πρέπει να αντιληφθεί ότι αντιπροσωπεύει του Έλληνες και όχι την συνιστώσα Άνω Τραχανοπλαγιάς της οποίας ο πάρεδρος θα σηκώσει μπαϊράκι κατά του αρχηγού.
Είναι σαφές ότι εάν η Ελλάδα δεν επιτύχει στο έργο της τότε η Ευρώπη δεν πρόκειται να βρει την – μεταπολεμική – ταυτότητά της και τότε θα μιλήσουμε για μία άλλη «ψυχική κατάσταση» της υποηπείρου μας, αυτής του πρώτου μισού του 20ου αιώνα.Ναι στον «ευρωσκεπτικισμό», όχι στον «αντιευρωπαϊσμό» λοιπόν.
πηγή
Δημοσίευση σχολίου