Aλέξανδρος Τάρκας
Εικόνα αποτυχίας παρουσιάζουν, προς το παρόν τουλάχιστον, οι μεσολαβητικές προσπάθειες των ΗΠΑ και ευρωπαϊκών χωρών για την εκτόνωση της έντασης μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας ενόψει της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ, στη Μαδρίτη, στις 29 και 30 Ιουνίου.
Αν και οι διαρροές από την κυβέρνηση έκαναν λόγο για κινήσεις του πρωθυπουργού Κυρ. Μητσοτάκη, οι οποίες έπεισαν το διεθνή παράγοντα να παρέμβει αποτελεσματικά προς την Τουρκία, δεν υπάρχει κανένα πραγματικό στοιχείο που να επιβεβαιώνει οποιαδήποτε προοπτική κάμψης της τουρκικής αδιαλλαξίας. Πεπειραμένος διπλωμάτης σχολιάζει σχετικά ότι, ειδικά μετά την παταγωδώς αποτυχημένη συνάντηση του Πρωθυπουργού με τον πρόεδρο Ρ.Τ. Ερντογάν στις 13 Μαρτίου και την έκτοτε ένταση, θα ήταν τραγικό λάθος η βιαστική επανάληψη παρόμοιων επαφών και αβάσιμων, βραχυπρόθεσμων διευθετήσεων.
Ενόψει της επικίνδυνης κλιμάκωσης, είναι γεγονός ότι η κυβέρνηση παροτρύνθηκε από το Στέητ Ντηπάρτμεντ (χωρίς ουσιώδη ανάμιξη του πρεσβευτή στην Αθήνα Τζορτζ Τσούνης που δεν έχει βρει ακόμα το βηματισμό του) να εξετάσει τη σκοπιμότητα δύο κινήσεων. Πρώτον, την οργάνωση συνάντησης των κυρίων Μητσοτάκη και Ερντογάν στη Μαδρίτη και, δεύτερον, την αναβίωση του ελληνοτουρκικού στρατιωτικού διαλόγου στις Βρυξέλλες, υπό τον γ.γ. και τον πρόεδρο της Στρατιωτικής Επιτροπής του ΝΑΤΟ, όπως είχε συμβεί την περίοδο Οκτωβρίου 2020-Απριλίου 2021. Προϋπόθεση επίτευξης αμφότερων των στόχων θα ήταν η σωστή προετοιμασία από τους κυρίους Ν. Παναγιωτόπουλο και Χ. Ακάρ κατά τη σύνοδο υπουργών Άμυνας του ΝΑΤΟ την περασμένη Πέμπτη.
Το Στέητ Ντηπάρτμεντ, χωρίς ουσιώδη ανάμιξη του νέου πρεσβευτή Τζ. Τσούνης, υποβάλλει προτάσεις, αλλά ο Ιμπ. Καλίν παραμένει αδιάλλακτος.
Η ελληνική πλευρά δεν δεσμεύθηκε ούτε για συνάντηση των δύο ηγετών ούτε για την επανάληψη του στρατιωτικού διαλόγου (που δεν έχει καμία σχέση με τα -μικρότερης σημασίας πλέον- μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης), αλλά συμφώνησε να γίνει διερεύνηση του κλίματος. Η τρίλεπτη, «στο όρθιο», ανταλλαγή απόψεων των δύο υπουργών Άμυνας δεν δημιούργησε καμία βάσιμη προσδοκία, αλλά οι μετέπειτα δηλώσεις του κ. Ακάρ περί ανοιχτών διαύλων επικοινωνίας και εστίασης στη θετική ατζέντα προκάλεσαν αδικαιολόγητη αισιοδοξία στην Αθήνα. Υπό ομαλές συνθήκες, οι παραβιάσεις του εθνικού εναερίου χώρου, οι υπερπτήσεις ελληνικών νησιών και οι νέες εμπρηστικές δηλώσεις του κ. Ερντογάν (μόλις την επομένη των εκτιμήσεων Ακάρ) θα έπρεπε να διαλύσουν αμέσως τις ψευδαισθήσεις της κυβέρνησης.
Όμως και οι επόμενες διαρροές του Μαξίμου, είτε προς εσωτερική κατανάλωση κατά την έναρξη της μακράς προεκλογικής περιόδου είτε λόγω λανθασμένων διπλωματικών εκτιμήσεων, επέμεναν ότι η Άγκυρα θα καμφθεί μετά τη συνάντηση του ανώτερου συμβούλου του Τούρκου προέδρου, Ιμπρ. Καλίν, με τους ομολόγους του ή συμβούλους εθνικής ασφαλείας της Βρετανίας, Γαλλίας, Γερμανίας και ΗΠΑ στο Βερολίνο. Δυστυχώς, βάσει των λίγων στοιχείων που διαθέτει η κυβέρνηση και των περισσότερων στα οποία έχουν πρόσβαση ξένοι διπλωμάτες, η συνάντηση του Βερολίνου δεν είχε θετικό αποτέλεσμα. Οι εκπρόσωποι των τεσσάρων ισχυρών χωρών ζήτησαν όντως εκτόνωση της έντασης στο Αιγαίο και δρομολόγηση άμεσων επαφών Αθήνας-Άγκυρας, αλλά ο κ. Καλίν φέρεται να μην αποδέχθηκε τις προτάσεις τους και να μην απείχε από το περιεχόμενο και τον τόνο των δημόσιων δηλώσεων του κ. Ερντογάν.
Παράλληλα, μολονότι η ατζέντα της Συνόδου της Μαδρίτης είναι σαφώς προκαθορισμένη και η πιθανή έγερση -ανύπαρκτων μάλιστα- θεμάτων από τον κ. Ερντογάν θα δυσαρεστήσει τους υπόλοιπους ηγέτες, θα ήταν λάθος να υποτιμώνται οι πληροφορίες για τουρκική εμμονή στο θέμα της αποστρατιωτικοποίησης των νησιών του Αιγαίου. Γιατί, λαμβάνοντας υπόψη το ενδιαφέρον των μελών του ΝΑΤΟ για τις τουρκικές κινήσεις ως προς τη Ρωσία, την Ουκρανία, τη Συρία και τη Λιβύη, ο κ. Ερντογάν ίσως μιλήσει για όλα αυτά σε μία από τις τρεις «κλειστές» συνεδριάσεις του Βορειοατλαντικού Συμβουλίου, συνδέοντάς τα με κάποιο τρόπο με την κατάσταση στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο. Άλλωστε τα πρόσφατα δημοσιεύματα, περί απαίτησης της Άγκυρας για τη συνοδεία στο Αιγαίο -μόνον από το τουρκικό Πολεμικό Ναυτικό- φορτηγών πλοίων μεταφοράς σιτηρών από την Ουκρανία, είναι ενδεικτικά των προθέσεων της γειτονικής χώρας. Επίσης, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο η τουρκική πλευρά να θέσει το ζήτημα αποστρατιωτικοποίησης όχι σε επίπεδο ηγετών, αλλά κατά τα δείπνα εργασίας των υπουργών Εξωτερικών και Άμυνας.
Λαμβάνοντας δε υπόψη τη διεθνή ισχύ του επικοινωνιακού-προπαγανδιστικού μηχανισμού της Άγκυρας, ίσως ο κ. Ερντογάν επαναλάβει και την πρακτική που ακολούθησε σε προηγούμενες συνόδους του ΝΑΤΟ: να μην αναφέρει τίποτα ή ελάχιστα κατά τη διάρκεια των εργασιών, προτιμώντας να κατηγορήσει την Ελλάδα κατά τη συνέντευξη τύπου στο τέλος της συνόδου.
Η ελληνική πλευρά δεν δεσμεύθηκε ούτε για συνάντηση των δύο ηγετών ούτε για την επανάληψη του στρατιωτικού διαλόγου (που δεν έχει καμία σχέση με τα -μικρότερης σημασίας πλέον- μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης), αλλά συμφώνησε να γίνει διερεύνηση του κλίματος. Η τρίλεπτη, «στο όρθιο», ανταλλαγή απόψεων των δύο υπουργών Άμυνας δεν δημιούργησε καμία βάσιμη προσδοκία, αλλά οι μετέπειτα δηλώσεις του κ. Ακάρ περί ανοιχτών διαύλων επικοινωνίας και εστίασης στη θετική ατζέντα προκάλεσαν αδικαιολόγητη αισιοδοξία στην Αθήνα. Υπό ομαλές συνθήκες, οι παραβιάσεις του εθνικού εναερίου χώρου, οι υπερπτήσεις ελληνικών νησιών και οι νέες εμπρηστικές δηλώσεις του κ. Ερντογάν (μόλις την επομένη των εκτιμήσεων Ακάρ) θα έπρεπε να διαλύσουν αμέσως τις ψευδαισθήσεις της κυβέρνησης.
Όμως και οι επόμενες διαρροές του Μαξίμου, είτε προς εσωτερική κατανάλωση κατά την έναρξη της μακράς προεκλογικής περιόδου είτε λόγω λανθασμένων διπλωματικών εκτιμήσεων, επέμεναν ότι η Άγκυρα θα καμφθεί μετά τη συνάντηση του ανώτερου συμβούλου του Τούρκου προέδρου, Ιμπρ. Καλίν, με τους ομολόγους του ή συμβούλους εθνικής ασφαλείας της Βρετανίας, Γαλλίας, Γερμανίας και ΗΠΑ στο Βερολίνο. Δυστυχώς, βάσει των λίγων στοιχείων που διαθέτει η κυβέρνηση και των περισσότερων στα οποία έχουν πρόσβαση ξένοι διπλωμάτες, η συνάντηση του Βερολίνου δεν είχε θετικό αποτέλεσμα. Οι εκπρόσωποι των τεσσάρων ισχυρών χωρών ζήτησαν όντως εκτόνωση της έντασης στο Αιγαίο και δρομολόγηση άμεσων επαφών Αθήνας-Άγκυρας, αλλά ο κ. Καλίν φέρεται να μην αποδέχθηκε τις προτάσεις τους και να μην απείχε από το περιεχόμενο και τον τόνο των δημόσιων δηλώσεων του κ. Ερντογάν.
Παράλληλα, μολονότι η ατζέντα της Συνόδου της Μαδρίτης είναι σαφώς προκαθορισμένη και η πιθανή έγερση -ανύπαρκτων μάλιστα- θεμάτων από τον κ. Ερντογάν θα δυσαρεστήσει τους υπόλοιπους ηγέτες, θα ήταν λάθος να υποτιμώνται οι πληροφορίες για τουρκική εμμονή στο θέμα της αποστρατιωτικοποίησης των νησιών του Αιγαίου. Γιατί, λαμβάνοντας υπόψη το ενδιαφέρον των μελών του ΝΑΤΟ για τις τουρκικές κινήσεις ως προς τη Ρωσία, την Ουκρανία, τη Συρία και τη Λιβύη, ο κ. Ερντογάν ίσως μιλήσει για όλα αυτά σε μία από τις τρεις «κλειστές» συνεδριάσεις του Βορειοατλαντικού Συμβουλίου, συνδέοντάς τα με κάποιο τρόπο με την κατάσταση στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο. Άλλωστε τα πρόσφατα δημοσιεύματα, περί απαίτησης της Άγκυρας για τη συνοδεία στο Αιγαίο -μόνον από το τουρκικό Πολεμικό Ναυτικό- φορτηγών πλοίων μεταφοράς σιτηρών από την Ουκρανία, είναι ενδεικτικά των προθέσεων της γειτονικής χώρας. Επίσης, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο η τουρκική πλευρά να θέσει το ζήτημα αποστρατιωτικοποίησης όχι σε επίπεδο ηγετών, αλλά κατά τα δείπνα εργασίας των υπουργών Εξωτερικών και Άμυνας.
Λαμβάνοντας δε υπόψη τη διεθνή ισχύ του επικοινωνιακού-προπαγανδιστικού μηχανισμού της Άγκυρας, ίσως ο κ. Ερντογάν επαναλάβει και την πρακτική που ακολούθησε σε προηγούμενες συνόδους του ΝΑΤΟ: να μην αναφέρει τίποτα ή ελάχιστα κατά τη διάρκεια των εργασιών, προτιμώντας να κατηγορήσει την Ελλάδα κατά τη συνέντευξη τύπου στο τέλος της συνόδου.
Δημοσίευση σχολίου