Ηλιόπουλος Γιώργος
Με αφετηρία το Φεβρουάριο του 1920 εγκρίνονται έως το τέλος του έτους οι αδειοδοτήσεις ερευνών πετρελαίου που υιοθετούν τους ίδιους βασικούς όρους (δεκαετής διάρκεια ερευνών και πεντηκονταετείς παρατάσεις), που φαινομενικά αφορούν τρία διαφορετικά εταιρικά σχήματα. Στην Θράκη αποστέλλεται τον Νοέμβριο του 1920 ο γεωλόγος και μηχανικός C. Carlson για να ολοκληρώσει την μελέτη των γεωτρήσεων.
Η αποστολή του έγινε μετά από πιέσεις του χαρακτηριζόμενου ως “πιο μυστηριώδη ανθρώπου στην Ευρώπη” Sir Basil Zaharoff, προς τις ελληνικές αρχές. Ο Carlson επικεντρώνει την προσοχή του σε σημεία όπου ο Trebitsch-Lincoln έχει ήδη καταγράψει ισχυρές επιφανειακές ενδείξεις, οριοθετώντας μία έκταση 136.050 στρεμμάτων στο Εξαμίλιο στον αυχένα της χερσονήσου της Καλλιπόλεως και μία ανάλογη 4.200 στρεμμάτων στο Καβατσίκ (Λευκίμη) της περιοχής των Φερών στον ποταμό Έβρο.
Όμως για τους επαΐοντες στο κόσμο των πετρελαίων, οι τίτλοι οριστικής παραχώρησης έχουν εκδοθεί από το ελληνικό κράτος προς όφελος ενός συγκεκριμένου μονοπωλίου που έχει σχηματισθεί με την σιωπηρή παρεμβολή και συναίνεση του Βρετανού πρωθυπουργού Lloyd George. Μοναδικός στόχος να αποτρέψει την είσοδο των ΗΠΑ στις πετρελαιοπαραγωγικές ζώνες της υδρογείου, καθώς πριν από την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου οι αμερικανικές εταιρείες ελέγχουν το 70% της παγκόσμιας παραγωγής πετρελαιοειδών.
Στις εφημερίδες της εποχής περιγράφονται συχνά με έντονο ύφος οι ανελέητες παρασκηνιακές συγκρούσεις των ομίλων που ελέγχονται από το βρετανικό δημόσιο και των αμερικανικών εταιρειών με προμετωπίδα τους την “Standard oil of New Jersey”, ειδικά στις περιοχές της Μακεδονίας, της Μεσοποταμίας και της Περσίας, όπως και οι οδυνηρές ήττες των Αμερικανών (oil5_new york times oil.pdf).
Μάχη Αμερικανών, Βρετανών και Γάλλων
Σχολιάζονται επίσης με κακεντρέχεια οι κινήσεις του Γάλλου συγκλητικού, αλλά και γνωστού συγγραφέα, Victor Henry Bérenger, που κινεί τα νήματα στην Γαλλία, έχοντας ισχυρές προσβάσεις στην διεθνή πολιτική σκηνή και θεωρείται πρόσωπο της απολύτου εμπιστοσύνης του Clémenceau. Στην πραγματικότητα είναι ένας από τους ανθρώπους του Zaharoff. Ο Bérenger κατέχει την θέση του επιτρόπου και προέδρου της Γαλλικής Γενικής Επιτροπής Πετρελαίου. Από τις 30 Ιανουαρίου του 1919 ορίζεται ανώτατος διπλωματικός εκπρόσωπος της κυβέρνησης Clémenceau, σε οποιαδήποτε χώρα η Γαλλία αναπτύσσει δραστηριότητες στον τομέα των πετρελαίων, οπότε και ιδρύει γραφεία αντιπροσώπων του σε Λονδίνο, Βαρσοβία, Βουκουρέστι, Κωνσταντινούπολη, Μπακού και Μεσοποταμία.
Το Γαλλοελληνικό Συνδικάτο για την έρευνα και εκμετάλλευση των πετρελαίων στην Ήπειρο, τις νήσους του Ιονίου, την Αιτωλοακαρνανία και την δυτική Πελοπόννησο, ελέγχεται από τον φορέα του γαλλικού δημοσίου που ασχολείται με τις έρευνες και την αξιοποίηση κοιτασμάτων πετρελαίου. Ο Bérenger προκρίνει ένα μεγαλεπήβολο σχέδιο για την ίδρυση ενός γιγαντιαίου συγκροτήματος, στο οποίο το γαλλικό δημόσιο θα συνεισφέρει τις συμμετοχές του που προέρχονται από τις γερμανικές παραχωρήσεις αδειών λόγω αποζημιώσεων. Στο συγκρότημα θα συμμετέχει επίσης το βρετανικό δημόσιο, δηλαδή ο όμιλος της Anglo-Persian Oil Company και η Royal Dutsch-Shell, στην οποία όμως οι Βρετανοί κατέχουν το 40% των μετοχών.
Μία από τις κινήσεις προς κατεύθυνση αυτή είναι η συμφωνία του Bérenger με τον πρώτο λόρδο του Ναυαρχείου Walter Hume Long που υπογράφεται στις 7 Μαρτίου του 1919 (Συνθήκη Walter Long-Bérenger), με την οποία ορίζεται η κοινή βρετανογαλλική πολιτική στο τομέα των πετρελαίων για τις ζώνες της Μεσοποταμίας, της Ρουμανίας, της Ελλάδας, της Γαλικίας και της Ρωσίας. Ακολουθεί από τις 19 έως τις 26 Απριλίου του 1920 η διάσκεψη του San Remo, με συμμετοχή αντιπροσώπων από την Μεγάλη Βρετανία, την Γαλλία, την Ιταλία και την Ιαπωνία, όπου αποφασίζεται το μέλλον των περιφερειών της διαμελισμένης πλέον Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Στο περιθώριο των διπλωματικών διαβουλεύσεων, οι Βρετανοί επικυρώνουν την κυριαρχία τους στην μεγάλη πετρελαιοπαραγωγό ζώνη της Μοσούλης, σε αντίθεση με όσα έχουν συμφωνήσει το 1916 με τους Γάλλους και προωθούν βρετανικά εταιρικά σχήματα στις γαλλικές αποικίες που εκμεταλλεύονται τις πετρελαιοπηγές. Επιπλέον σύμφωνα με το σχέδιο Bérenger αποσπούν την συγκατάθεση και συναίνεση των Γάλλων για την διάθεση των συμμετοχών τους σε πετρελαιοπαραγωγικές περιοχές σε κοινοπρακτικά συγκροτήματα όπου αφανώς κυριαρχούν τα βρετανικά συμφέροντα.
Το σκοτεινό παρασκήνιο
Σε αυτό τον ακήρυκτο πόλεμο γιγάντων ο Sir Basil Zaharoff αποτελεί τον βασικό συντονιστή των κινήσεων, γνωρίζοντας άριστα τους δαιδαλώδεις διαδρόμους της εξουσίας στην Ευρώπη, όπως και τον επιχειρηματικό και οικονομικό της λαβύρινθο. Έχει τελειοποιήσει μία αριστοτεχνική τεχνική για να παραμένει αθέατος στο παρασκήνιο των γεγονότων, ενώ παράλληλα το προσωπείο του καλοκάγαθου και μερικές φορές αγαθού επιχειρηματία καλύπτει για τους ελάχιστους που γνωρίζουν πράγματα και καταστάσεις έναν εξαιρετικά επικίνδυνο άνθρωπο.
Οι στόχοι του μετά την λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου υπαγορεύονται από την αθέατη, αλλά λυσσαλέα σύγκρουση στον χώρο των πετρελαίων, όπου αποσκοπεί μέσω των συμμαχιών και της κατοχής της Κωνσταντινούπολης, όπως και της Ιωνίας από τους Έλληνες, στον πλήρη αποκλεισμό κάθε πρόσβασης των Αμερικανών με αιχμή την Standart Oil of New Jersey , στα πετρέλαια του Καυκάσου και των Βαλκανίων, όπως και της Μέσης Ανατολής.
Είναι ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Anglo-Russian Oil Company, της εταιρείας συμμετοχών που σχεδιάζει και οργανώνει την επιθετική επέκταση της Royal Dutsch-Shell στον Καύκασο, την Μεσοποταμία, την Ρουμανία και την Αλγερία. Αποτελεί τον καθοριστικό παράγοντα της επέκτασης της βρετανικής επιρροής στον χώρο των πετρελαίων και τον άνθρωπο στον οποίο βασίζονται με τυφλή εμπιστοσύνη η Anglo-Persian Oil Company και η Royal Dutsch-Shell.
Ο Zaharoff είναι ο διαπραγματευτής για τα κοιτάσματα του Καυκάσου στις μυστικές συναντήσεις στο Λονδίνο με τον Leonid Krassin, τον εκπρόσωπο της νέας ρωσικής κυβέρνησης του Lenin. Αυτός αξιοποιεί την Banque de l’ Union Parisienne, που εξυπηρετεί την Royal Dutsch-Shell στην Γαλλία, για να συγκρουσθεί σφοδρά με την Banque de Paris et des Pays Bas, που διοικείται τότε από τον Αμερικανό Horace Finlay και εξυπηρετεί την Standard Oil of New Jersey.
Σε αυτό τον ακήρυκτο πόλεμο γιγάντων ο Sir Basil Zaharoff αποτελεί τον βασικό συντονιστή των κινήσεων, γνωρίζοντας άριστα τους δαιδαλώδεις διαδρόμους της εξουσίας στην Ευρώπη, όπως και τον επιχειρηματικό και οικονομικό της λαβύρινθο. Έχει τελειοποιήσει μία αριστοτεχνική τεχνική για να παραμένει αθέατος στο παρασκήνιο των γεγονότων, ενώ παράλληλα το προσωπείο του καλοκάγαθου και μερικές φορές αγαθού επιχειρηματία καλύπτει για τους ελάχιστους που γνωρίζουν πράγματα και καταστάσεις έναν εξαιρετικά επικίνδυνο άνθρωπο.
Οι στόχοι του μετά την λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου υπαγορεύονται από την αθέατη, αλλά λυσσαλέα σύγκρουση στον χώρο των πετρελαίων, όπου αποσκοπεί μέσω των συμμαχιών και της κατοχής της Κωνσταντινούπολης, όπως και της Ιωνίας από τους Έλληνες, στον πλήρη αποκλεισμό κάθε πρόσβασης των Αμερικανών με αιχμή την Standart Oil of New Jersey , στα πετρέλαια του Καυκάσου και των Βαλκανίων, όπως και της Μέσης Ανατολής.
Είναι ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Anglo-Russian Oil Company, της εταιρείας συμμετοχών που σχεδιάζει και οργανώνει την επιθετική επέκταση της Royal Dutsch-Shell στον Καύκασο, την Μεσοποταμία, την Ρουμανία και την Αλγερία. Αποτελεί τον καθοριστικό παράγοντα της επέκτασης της βρετανικής επιρροής στον χώρο των πετρελαίων και τον άνθρωπο στον οποίο βασίζονται με τυφλή εμπιστοσύνη η Anglo-Persian Oil Company και η Royal Dutsch-Shell.
Ο Zaharoff είναι ο διαπραγματευτής για τα κοιτάσματα του Καυκάσου στις μυστικές συναντήσεις στο Λονδίνο με τον Leonid Krassin, τον εκπρόσωπο της νέας ρωσικής κυβέρνησης του Lenin. Αυτός αξιοποιεί την Banque de l’ Union Parisienne, που εξυπηρετεί την Royal Dutsch-Shell στην Γαλλία, για να συγκρουσθεί σφοδρά με την Banque de Paris et des Pays Bas, που διοικείται τότε από τον Αμερικανό Horace Finlay και εξυπηρετεί την Standard Oil of New Jersey.
Ο ρόλος του Zaharoff
Αυτός είναι ο πραγματικός αγοραστής μεγάλων μεριδίων σε γαλλικές τράπεζες με σκοπό του να αποκτήσει τον έλεγχο των γαλλικών εταιρειών πετρελαίου, αλλά και ο ιδρυτής νέων τραπεζικών σχημάτων για να επεκτείνει την επιρροή του σε νέες πετρελαιοπαραγωγικές ζώνες, όπως με την θυγατρική της Banque de la Seine, Banque Commerciale de Mediiteranee , που ιδρύεται στην Κωνσταντινούπολη με κεφάλαια 30 εκατομμυρίων γαλλικών φράγκων, για να υποστηρίξει το εγχείρημα της Θράκης ή την Τράπεζα Ιωνίας στην Σμύρνη, για να υποστηρίξει την θαλάσσια μεταφορά αργού πετρελαίου.
Εκτός από τις τράπεζές του στην Κωνσταντινούπολη και την Σμύρνη, από το 1910 έως το 1920 ιδρύει και την Express Bank , ενώ ελέγχει σταδιακά τις Banue de la Seine, Banque National de Credit και Banque de l’ Union Parisienne που θα αξιοποιηθούν για την αθόρυβη και μυστική διείσδυσή του στο τεράστιο βιομηχανικό συγκρότημα της Schneider-Creusot , αλλά και στον πόλεμο των πετρελαίων. Κατέχει μειοψηφικό ποσοστό στην Τράπεζα Αθηνών και το 2% της Κεντρικής Τράπεζας της Γαλλίας (Banque de France), που αποτελεί κυρίαρχο ποσοστό με βάση το καταστατικό της για μία θέση επιτρόπου στο δεκαπενταμελές διοικητικό της συμβούλιο, ενώ είναι παράλληλα μέλος των διοικητικών συμβουλίων των τραπεζών Barclay’s και Credit Lyonnais.
Παρά τις φιλότιμες και γενναίες προσπάθειές του Zaharoff να παραμένει στο περιθώριο, η επιρροή του είναι τόσον προφανής, που στην Μεγάλη Βρετανία, δημιουργεί πολλούς εχθρούς. Επικριτικά και αρνητικά σχόλια, που προέρχονται από την πλευρά της αντιπολίτευσης και απευθύνονται προς τον πρωθυπουργό της περιόδου 1916-1922 George Lloyd George, αναφέρονται στον μυστηριώδη άνθρωπο της Ευρώπης και τις περίεργες δραστηριότητές του.
Μία μεγάλη ομάδα Βρετανών πολιτικών μαίνεται με κακεντρέχεια κατά του Lloyd George που έχει παρακάμψει τον Λόρδο Balfour και το Foreign Office, για να εμπιστευθεί την εξωτερική πολιτική της αυτοκρατορίας σε απαράδεκτους ερασιτέχνες, όπως ο γνωστός έμπορος όπλων και βασικός μέτοχος του ομίλου Vickers Sir Basil Zaharoff ή οι αποκαλούμενοι Ανατολιστές των μυστικών υπηρεσιών, με βασικό τους εκπρόσωπο τον Lawrence της Αραβίας.
O ρόλος του Lawrence
Όπως ο Zaharoff κυριαρχεί στην διπλωματική κονίστρα της Ανατολικής Μεσογείου, με το μεγαλειώδες σχέδιο της Επίκουρης Ελληνικής Αυτοκρατορίας, που περιλαμβάνει την Ιωνία, τα στενά του Ελλησπόντου και την Κωνσταντινούπολη, περιορίζοντας το υπόλοιπο της διαμελισμένης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην Ανατολία σε βρετανικό προτεκτοράτο κατά το πρότυπο της Αιγύπτου, κατά τρόπο ανάλογο ο ηγέτης της αραβικής επανάστασης Lawrence, αποτελεί τον εγκέφαλο αντίστοιχων επεκτατικών σχεδίων στην αραβική χερσόνησο και την Μέση Ανατολή.
Και οι δύο έχουν απόλυτη συναίσθηση της γαλλοφοβίας του Βρετανού πρωθυπουργού και φροντίζουν να την εκμεταλλευθούν στο έπακρο, διαβεβαιώνοντας τον Lloyd George, μέσω της χρήσης απορρήτων εγγράφων, πως η Γαλλία συνωμοτεί με την σιωπηρή συναίνεση και υποστήριξη των ΗΠΑ για να καταστρέψει κάθε ίχνος βρετανικής επιρροής στη Μεσόγειο και την Μέση Ανατολή. Έχοντας παράλληλα επίγνωση πως ο πρωθυπουργός είναι ευάλωτος σε κάθε είδους σχέδιο που προωθεί την επέκταση της αυτοκρατορίας, προωθούν επιθετικά τα μεγαλειώδη τους σχέδια, παρακάμπτοντας σε συνθήκες απόλυτης μυστικότητας και αδιαφάνειας το Foreign Office.
Μάλιστα ο Lloyd George φθάνει στο σημείο να χρησιμοποιεί εκφράσεις του Lawrence, όπως ακριβώς οι διευθυντές σύνταξης στους πηχυαίους τίτλους των εφημερίδων τους, όταν αναφέρεται στις πρώτες μελαμψές επικράτειες της Βρετανίας, εννοώντας την Ανατολία και τις περιοχές της Μέσης Ανατολής. Η μεγαλόσχημη έκφραση ορίζει μία τεράστια γεωγραφικά έκταση που εκτείνεται από τις ακτές της Μεσογείου και της Ερυθράς Θάλασσας έως τις παρυφές της Κεντρικής Ασίας και προσφέρει στην αυτοκρατορία πλήρη έλεγχο όλων των τότε γνωστών αποθεμάτων πετρελαίου εκτός των ΗΠΑ και του Καυκάσου.
Κατά συνέπεια ο Lawrence, όπως και ο Zaharoff, απέχουν πολύ από τις αγιοποιημένες εικόνες των οραματιστών και των αγνών ιδεαλιστών της εποχής. Υποστηρίζοντας και προβάλλοντας ιδέες όπως του Μεγάλου Αραβικού Έθνους ή της Μεγάλης Ελλάδας, κινούνται με βάση έναν στυγνό ορθολογισμό που αποσκοπεί στον απόλυτο έλεγχο των πετρελαίων από τα βρετανικά συμφέροντα.
Το δίπολο Anglo-Persian Oil Company/Royal Dutsch-Shell που εμφανίζεται δυναμικά μετά την λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, υπακούει σε μία στρατηγική, σύμφωνα με την οποία η Anglo-Persian Oil Company και οι συνδεδεμένες με αυτήν εταιρείες αξιοποιούν κατά κύριο λόγο κοιτάσματα που εντοπίζονται εντός των ορίων της αυτοκρατορίας, ενώ η Royal Dutsch-Shell και οι θυγατρικές της με επικεφαλής τον Sir Henry Deterding αγωνίζεται να ελέγξει περιοχές ανά την υδρόγειο στις οποίες οι Βρετανοί δεν έχουν πρόσβαση.
Το δίπολο εξυπηρετείται στην διπλωματία των διαπραγματεύσεων, αλλά και στις μυστικές διαβουλεύσεις από την Participation and Investments Ltd του Calouste Sarkis Gulbenkian, του “Ταλλεϋράνδου των Πετρελαίων”, όπως αποκαλείται ο αρμενικής καταγωγής επιχειρηματίας στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Όμως ο άνθρωπος που κινεί τα νήματα, παραμένει με την θέλησή του ο αφανής στρατάρχης που από την βάση του στην Γαλλία ενεργοποιεί για την υλοποίηση των σχεδίων του μηχανισμούς που μόνον ο ίδιος γνωρίζει στο σύνολό τους και κανείς άλλος.
Δημοσίευση σχολίου