Μπίτσιος Κωνσταντίνος
Η μετάβαση από το μονοπολικό διεθνές σύστημα στο αναδυόμενο πολυπολικό, είχε ως αποτέλεσμα πολλά κράτη να επανακαθορίσουν τα συμφέροντα και τη στρατηγική τους. Ίσως, καμία χώρα δεν το επιχείρησε με τόση ορμή όσο η Τουρκία. Ο Ερντογάν επιχειρεί να την μετατρέψει σε ανεξάρτητο διεθνή παίκτη, σε περιφερειακή δύναμη με μεγάλες γεωπολιτικές φιλοδοξίες. Ο τουρκικός τυχοδιωκτισμός βιώνεται και από την Ελλάδα.
Η αυτονόμησή της δεν σημαίνει ότι επιδιώκει να κόψει τις γέφυρες με τη Δύση. Κινείται και διαπραγματεύεται με όλους ανάλογα με τις εξελίξεις και τα συμφέροντά της, όπως τα αντιλαμβάνεται η κυβέρνησή της. Με την επιθετική στρατηγική της και την υπερεπέκταση, όμως, άνοιξε πιο πολλά μέτωπα απ’ όσα μπορεί να διαχειριστεί. Προκάλεσε αρνητικές αντιδράσεις και δημιούργησε σοβαρά προβλήματα με γείτονες, συμμάχους και αντιπάλους, ακόμα και με χώρες ισχυρότερες από αυτήν. Μεταξύ άλλων, οδηγήθηκε σε ναυάγιο η πολιτική “μηδενικά προβλήματα με τους γείτονες”.
Η Ελλάδα ένιωσε την τουρκική επεκτατική πίεση με το δόγμα “Γαλάζια Πατρίδα”, με το οποίο, η Άγκυρα υλοποιεί σταδιακά μια στρατηγική οικειοποίησης θαλάσσιων περιοχών που –σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο– ανήκουν στην δικαιοδοσία της Ελλάδας και της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η πίεση εστιάζεται κυρίως σε μια θαλάσσια περιοχή ανατολικά της γραμμής Ρόδος-Κρήτη και επεκτείνεται σε όλη την κυπριακή ΑΟΖ.
Απέναντι στην επεκτατική αυτή πολιτική, η Ελλάδα αξιοποιεί τις συγκλίσεις συμφερόντων με γειτονικά κράτη, επωφελούμενη και από τη δυσαρέσκεια που έχει προκληθεί σ’ αυτά από την επεκτατική και παρεμβατική πολιτική Ερντογάν. Μέσα από ένα πλέγμα συνεργασιών έχουμε πλέον καταστεί υπολογίσιμος παράγων στην ευρύτερη περιοχή και καλούμαστε να αξιοποιήσομε τα πλεονεκτήματα που έχουν προκύψει.
Θετικά βήματα
Οι συμφωνίες και συμμαχίες που συνάπτει η Ελλάδα, αλλά και η ενίσχυση των Ενόπλων Δυνάμεων είναι θετικά βήματα. Ωστόσο, για να αποδώσουν αυτά που μπορούν στο επίπεδο της εξωτερικής πολιτικής και στο επίπεδο της αποτροπής πρέπει να ενταχθούν σε μια γενικότερη στρατηγική με δύο συγκεκριμένους στόχους:
Πρώτον, να εκδηλωθεί η αντίστοιχη πολιτική βούληση για να καταστεί αξιόπιστη η αποτρεπτική μας στρατηγική.
Δεύτερον να γίνουν βήματα που θα επιτρέψουν την άσκηση των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων αφ’ ενός με την επέκταση των χωρικών μας υδάτων στα 12 μίλια, αφ’ ετέρου με την ανακήρυξη ΑΟΖ και τη διεξαγωγή ερευνών στα οριοθετημένα τμήματά της.
Πιο συγκεκριμένα, είχε αναγγελθεί αλλά δεν έχει ακόμα υλοποιηθεί η επέκταση των χωρικών μας υδάτων στην Κρήτη, η οποία δεν θα περιοριστεί στο νότιο τμήμα, αλλά θα συμπεριλάβει όλη την ακτογραμμή της. Πρέπει να προηγηθεί σ’ όλη την επικράτεια το κλείσιμο των κόλπων με ευθείες γραμμές βάσης.
Το διεθνές δίκαιο προβλέπει ότι η οριοθέτηση της ΑΟΖ μπορεί να προχωρήσει ή με διεθνή δικαιοδοτική κρίση όπως επιδιώκει η Ελλάδα με την Τουρκία ή με διεθνή σύμβαση. Η Κύπρος έχει συνάψει συμφωνίες οριοθέτησης με την Αίγυπτο (2003), το Λίβανο (το 2009 αλλά δεν έχει κυρωθεί από το Λίβανο) και το Ισραήλ (2010). Η Τουρκία συνήψε παράνομη συμφωνία με την Λιβύη το Νοέμβριο 2019. Η Ελλάδα συνήψε συμφωνία με την Ιταλία τον Ιούνιο 2020.Τον Αύγουστο του 2020, συνήψε συμφωνία τμηματικής οριοθέτησής δυτικά του 28ου μεσημβρινού με την Αίγυπτο.
Όταν δεν υπάρχει οριοθέτηση, ένα παράκτιο κράτος μπορεί μονομερώς να ορίσει τα όρια της ΑΟΖ που διεκδικεί για τον εαυτό του με βάση την αρχή της μέσης γραμμής. Με το νόμο Μανιάτη, η Ελλάδα καθόρισε νομοθετικά τα απώτερα όρια της υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ με βάση την μέση γραμμή και την πλήρη επήρεια των νησιών νότια της Κρήτης. Ωστόσο, δεν υπέβαλε συντεταγμένες στον ΟΗΕ. Επισημαίνω ότι η κατάθεση συντεταγμένων δεν σημαίνει μονομερή ιδιοποίηση θαλάσσιου χώρου, αλλά δήλωση διεκδίκησής του. Η Κύπρος κατέθεσε στον ΟΗΕ τις συντεταγμένες για την Ανατολική Μεσόγειο στις 7/5/2019 και ακολούθησε η Τουρκία στις 15/12/2019.
Διάλογος και τουρκικός τυχοδιωκτισμός
Η Ελλάδα διατηρεί τον ελληνοτουρκικό διάλογο ως πυρήνα της μεθόδου αντιμετώπισης των τουρκικών διεκδικήσεων παρά τις επεκτατικές επιδιώξεις της Άγκυρας. Ανάλογα με τις ανάγκες βαφτίζεται διάλογος, προκαταρκτικές συνομιλίες, διερευνητικές επαφές, διαπραγματεύσεις. Η Τουρκία προσθέτει διαχρονικά στο καλάθι της διεκδικήσεις, τις οποίες στηρίζει σε αυθαίρετες ερμηνείες και με στρατιωτικό καταναγκασμό, ή ακόμα και με την απειλή πολέμου. Με αυτές τις συνθήκες, όμως, έξω από τον χώρο του διεθνούς δικαίου και των διεθνών διαδικασιών, ο διάλογος δεν λειτουργεί πλέον ούτε ως πολιτική κατευνασμού, αλλά ούτε ως παράγοντας βελτίωσης των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Η Ελλάδα δεν επιδιώκει την αντιπαράθεση με την Τουρκία. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι πρέπει να υποκύπτει στις επεκτατικές διεκδικήσεις της. Συμμαχίες, φιλίες, υποσχέσεις, εγγυήσεις, πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική είναι πάντα ευπρόσδεκτα και ενισχύουν την αποτρεπτική μας ισχύ. Παρόλα αυτά, είναι λάθος να εναποθέτουμε την ασφάλεια μας σε τρίτους. Την ασφάλεια της χώρας διασφαλίζουν πρωτίστως οι ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις. Όλα τα άλλα έπονται.
Στα θετικά είναι ότι η κυβέρνηση, έστω και με καθυστέρηση, συνειδητοποίησε ότι η διπλωματία μπορεί τόσο όσο και ότι η εθνική ασφάλεια προϋποθέτει ισχυρές ένοπλες δυνάμεις. Με τη σειρά του, το αξιόμαχο προϋποθέτει σύγχρονα οπλικά συστήματα. Σ’ αυτό το επίπεδο γίνονται σοβαρά βήματα. Ωστόσο, παραμένει ένα καίριο ζήτημα. Λόγω της συμπεριφοράς μας, οι Τούρκοι έχουν σχηματίσει την εντύπωση πως η Ελλάδα είναι πολιτικά απρόθυμη να απαντήσει απτά στις τουρκικές προκλήσεις και να υπερασπιστεί τα κυριαρχικά της δικαιώματα και ενίοτε την κυριαρχία της.
Το γεγονός αυτό είναι επικίνδυνο, επειδή τροφοδοτεί και παροξύνει την επιθετικότητά τους. Με την κλιμάκωση της τουρκικής επεκτατικής πίεσης μέσω μάλιστα στρατιωτικού καταναγκασμού, η απουσία αποτελεσματικών ελληνικών αντιμέτρων βαθαίνει το αδιέξοδο που έχει δημιουργηθεί στις ελληνοτουρκικές συνομιλίες και πολλαπλασιάζει τις πιθανότητες η Άγκυρα να προχωρήσει σε κάποιον τυχοδιωκτισμό με τον κίνδυνο πρόκλησης θερμού επεισοδίου, το οποίο ενδέχεται να προσλάβει ανεξέλεγκτες διαστάσεις.
Δημοσίευση σχολίου