Νίκος Γεωργιάδης
Ο Ταγίπ Ερντογάν βρέθηκε προ ημερών στο Ουζμπεκιστάν, μία από τις «θυγατέρες» των Τούρκων στις ευρωασιατικές στέπες. Στην ομιλία του προς τους συγκεντρωθέντες, ο πρόεδρος της Τουρκίας αναφέρθηκε με λεπτομέρειες στο 1922. Θύμισε μάλιστα ποιητές και διανοούμενους της περιόδου εκείνης οι οποίοι από τη Σαμαρκάνδη εξύμνησαν τον αγώνα των Τούρκων και του στρατού του Κεμάλ Ατατούρκ εναντίον των Ελλήνων. Προκάλεσε εντύπωση αυτή η αναφορά. Όχι μόνον διότι προ ημερών από τη Σμύρνη ο Ερντογάν προχώρησε σε μία πολιτικά διαστροφική παραχάραξη των ιστορικών ντοκουμέντων λέγοντας πως ο ελληνικός στρατός έβαλε φωτιά στην πόλη κατά την υποχώρησή του (οι πάντες γνωρίζουν πως η πυρκαγιά ξέσπασε 4 ημέρες μετά την αποχώρηση της ελληνικής δύναμης).
Πολλοί κατέληξαν στο συμπέρασμα πως ακόμη και οι αναφορές ακραίου χαρακτήρα, όπως αυτή, εντάσσονται στην προεκλογική ρητορική του προέδρου της Τουρκίας. Η αναφορά του ωστόσο στο ίδιο θέμα κατά την επίσκεψή του στο Ουζμπεκιστάν ενδεχομένως να προδίδει άλλες σκέψεις. Ο ευρύτερος χώρος της Κεντρικής Ασίας με τις πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες αποτελεί το φυτώριο του Παντουρκισμού. Δεν είναι μόνον ο Ερντογάν που χρησιμοποιεί αυτή τη διάσταση. Την ιστορία της Παντουρκικής - Παντουρανικής δυναμικής πυροδότησε όχι ένας ισλαμιστής, αλλά ο άνθρωπος που έβαλε τις βάσεις του οικονομικού φιλελευθερισμού, δυτικόστροφος μεν αλλά ο πρώτος που έθεσε το ζήτημα του «Turk Islam Sentezi», που σημαίνει «Σύνθεση Ισλάμ και Τουρκίας», ο Τουργκούτ Οζάλ. Είναι ο άνθρωπος που πρώτος μίλησε για τον Τουρκισμό από τη Δυτική Κίνα και τους Ουιγούρους έως τη Βαλκανική. Αυτόν τον χώρο είχε στη σκέψη του ο Αχμέτ Νταβούτογλου, όταν συνέτασσε το γνωστό «Δόγμα» με το οποίο συναινούσε απόλυτα ο Ταγίπ Ερντογάν. Ενδεχομένως πίσω από τις λέξεις να «κρύβεται» κάτι το σημαντικότερο από μία εθνικιστική υπερβολή και μία προεκλογική λαϊκιστικού τύπου πληθωρικότητα.
Το τουρκικό πολιτικό σκηνικό κυριαρχείται ως προς την εθνικά τουρκική του διάσταση από δυνάμεις που κινούνται μεταξύ ακραίου και ακροδεξιού τύπου εθνικισμό έως τον ιδιότυπο ισλαμικό νεο-οθωμανισμό του Ταγίπ Ερντογάν.
Μόνο το κουρδικό κόμμα HDP διαφοροποιείται από αυτήν τη γενική εικόνα. Έχουμε να κάνουμε δηλαδή με ένα ιδεολογικά πακτωμένο ακροατήριο το οποίο τα τελευταία δύο χρόνια εισπράττει έναν ισοπεδωτικό εθνικιστικό πολιτικό λόγο από τον κυβερνητικό σχηματισμό έως την αντιπολίτευση, κεμαλική, εθνικιστική και την ακραία ακροδεξιά της έκφραση. Αυτό το τοπίο δυστυχώς καλύπτει περισσότερο από το 80% του πολιτικού φάσματος. Κατά την προεκλογική περίοδο αναμένεται πως κάθε συνιστώσα του λαϊκιστικού - εθνικιστικού χώρου, συμπεριλαμβανομένου του επεκτεινόμενου διαρκώς «ισλαμοφασισμού» στην Παιδεία, στα ΜΜΕ και άρα στην καθημερινότητα του τούρκου πολίτη. Η κοινωνία στην Τουρκία βιώνει ένα πρωτόγνωρο συναίσθημα «εθνικής αυτοπεποίθησης», ιδιαίτερα μετά την εκστρατεία του Αφρίν. Στον εμπλουτισμό αυτού του «συναισθήματος εθνικής αυτάρκειας» συνεισφέρουν όλοι οι μηχανισμοί διαμόρφωσης κοινής γνώμης. Ο αντιαμερικανισμός και ο αντιευρωπαϊσμός, καθώς και η αντιπαλότητα με το Ισραήλ, αποτελούν βασικά «κλειδιά» σε αυτό το ιδεολογικό στίγμα. Όλοι συμμετέχουν σε αυτό εκτός του πολιτικοποιημένου τμήματος των Κούρδων γύρω από κόμμα του HDP και όσοι κινούνται γύρω από το ΡΚΚ.
Οι σχεδιασμοί των Δυτικών, ΗΠΑ, Γαλλίας και Μεγάλης Βρετανίας για την τρέχουσα περίοδο σε αυτήν την περιοχή, είναι από θολοί έως και πειραματικού χαρακτήρα. Η τάση που κυριαρχεί είναι διπλής όψεως. Από τη μία να περιοριστεί έως και να ακυρωθεί η σχέση της Τουρκίας με τη Ρωσία και από την άλλη να διασωθεί η σχέση του ΝΑΤΟ με την Άγκυρα. Το εγχείρημα είναι σχεδόν ανέφικτο να υλοποιηθεί διότι κυρίαρχη τακτική της Άγκυρας είναι να απειλεί χωρίς να το διατυμπανίζει με την αποσταθεροποίηση της νοτιοανατολικής πτέρυγας της Συμμαχίας. Το ΝΑΤΟ πιέζει τη Ρωσία σε έναν κάθετο άξονα από τις Βαλτικές χώρες και την Ουκρανία έως τα Βαλκάνια, στην Ανατολική Μεσόγειο και τη Συρία. Η επιλογή αυτή έχει περισσότερο αποσταθεροποιήσει τη Συμμαχία παρά το αντίθετο, που ήταν και το ζητούμενο λογικά. Σύμφωνα με πληροφορίες από τα νατοϊκά στρατηγεία, οι επόμενοι σχεδιασμοί δεν συμπεριλαμβάνουν την Τουρκία. Έχουμε εισέλθει σε μία περίοδο, δηλαδή, όπου ένα από τα βασικά και παραδοσιακά «κλειδιά» της Ατλαντικής Συμμαχίας, η Τουρκία, δεν ενσωματώνεται πλήρως στον συμμαχικό σχεδιασμό. Αναγκαστικά λοιπόν αναβαθμίζονται άλλοι περιφερειακοί παράγοντες στη νοτιοανατολική Ευρώπη. Το ζήτημα δεν είναι απλά «χωροταξικό». Είναι στρατηγικού χαρακτήρα. Μπορεί οι σχεδιασμοί να αναβαθμίζουν τη Ρουμανία ή τη Βουλγαρία, ή ακόμη και την Πολωνία. Αυτό δεν σημαίνει ωστόσο πως επιχειρησιακά οι παραπάνω χώρες έχουν τη δυνατότητα ανάληψης σημαντικού ρόλου.
Αναγκαστικά οι ΗΠΑ και η Γαλλία, καθώς εκ των πραγμάτων και η Μεγάλη Βρετανία λόγω των δύο βάσεών της στην Κύπρο, αναλαμβάνουν τον κύριο ρόλο στην περιοχή. Η Ελλάδα δεν έχει άλλη επιλογή από το να συμμετέχει σε αυτόν τον σχεδιασμό. Είναι πρόδηλο πως μέχρι στιγμής δεν το διαπραγματεύεται. Ακολουθεί ένα τσουνάμι εξελίξεων.
Όλα δείχνουν πως η μετεκλογική Τουρκία με τον Ερντογάν πανίσχυρο πρόεδρο και ένα πολιτικό σύστημα αυστηρά προεδρικό, με μειωμένο ρόλο της εκτελεστικής κυβέρνησης αλλά και του Κοινοβουλίου, ενδεχομένως να ολοκληρώσει έναν σχεδιασμό που ξεκίνησε με τον Τουργκούτ Οζάλ ως δυτικόφιλη παρεκτροπή για να διαμορφωθεί ιδεολογικά από τον Αχμέτ Νταβούτογλου ως προοπτική αναβίωσης ενός σύγχρονου Οθωμανισμού και να καταλήξει μετά από τις περιπέτειες ενός αμφιλεγόμενου πραξικοπήματος σε μία επιθετική διεκδίκηση ρόλου στην Εγγύς Ανατολή.
Με λίγα λόγια, είναι πια πολλοί εκείνοι οι οποίοι στοιχηματίζουν πως ο ιδεολογικός νεο-οθωμανικός επεκτατισμός της Τουρκίας προς Ανατολάς, Νοτίως και Δυτικά (Αιγαίο - Ανατολική Μεσόγειο - Μαύρη Θάλασσα) δεν θα περιοριστεί σε μία προεκλογική ρητορική, ούτε έχει ημερομηνία λήξης τις εκλογές του Ιουνίου.
Σε περίπτωση που εκραγεί το μέτωπο Ισραήλ - Ιράν, προοπτική πιθανότατη στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα, τότε όλο το παραπάνω σκηνικό περιπλέκεται ακόμη περισσότερο. Η Τουρκία δεν ήταν και δεν είναι «φυσικός» σύμμαχος της Περσίας. Ανήκει ιστορικά στο αντίθετο ακριβώς στρατόπεδο. Το τουρκικό Ισλάμ είναι σουνιτικό. Το περσικό Ισλάμ είναι σιιτικό. Μέρα με τη νύχτα, δηλαδή. Οι δύο αυτές οντότητες επιχειρούν να διασφαλίσουν τη μεγαλύτερη δυνατή επιρροή, κάθε μία για το Δόγμα που εκφράζει. Τα σύνορα μεταξύ Σουνιτών και Σιιτών στην Εγγύς Ανατολή, όπως αυτά έχουν διαμορφωθεί εδώ και αιώνες, δεν είναι πλέον σταθερά. Το Ιράν ελέγχει το Νότιο Ιράκ, πρωταγωνιστεί στην Υεμένη, έχει δυσανάλογα αυξήσει την επιρροή του στη Συρία. Μιλάμε για αποσταθεροποίηση μίας τεράστιας περιοχής στον ιστορικό Μεσαίο Χώρο.
Είναι πια πολλοί εκείνοι που αντιλαμβάνονται πως οι «ρεβιζιονιστικές» αναφορές του Ερντογάν και η διαστροφική παραχάραξη της ιστορίας είναι κομμάτι μίας συγκεκριμένης αντίληψης για τον στρατηγικό ρόλο της Τουρκίας στον 21ο αιώνα. Δεν θα ξεμπερδέψουμε σύντομα.
πηγή
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.
Δημοσίευση σχολίου