Του Σάββα Δ. Βλάσση*
Έχει καταστεί σαφές ότι ο ελληνοτουρκικός διάλογος που ξεκίνησε με νέα δυναμική η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, βρίσκεται προ αδιεξόδου. Ο Γ. Παπανδρέου, αμέσως μετά την εκλογική νίκη του 2009, θέλησε να «ξεπαγώσει» τον διάλογο και να εγκαινιάσει μία νέα προσπάθεια, από το σημείο που διακόπηκε το 2004. Πολύ σύντομα, έγινε αντιληπτό ότι αυτό ήταν αδύνατο, για τον απλούστατο λόγο ότι η Τουρκία θέτει
πλέον νέες αυθαίρετες απαιτήσεις. Οι ενδείξεις συντείνουν στο συμπέρασμα ότι το νέο «αγκάθι», είναι η απαίτηση της Τουρκίας να εξαιρεθεί το Καστελλόριζο από οποιαδήποτε διευθέτηση για την υφαλοκρηπίδα κι ενδεχόμενη κήρυξη ΑΟΖ από την Αθήνα.
Στο ταξίδι του Έλληνα πρωθυπουργού στο Ερζερούμ, επιχειρήθηκε να καταστεί σαφές στην τουρκική πλευρά ότι η στάση της δεν γίνεται αποδεκτή. Η ουσία βρισκόταν όχι σε αυτά που διακήρυξε δημοσίως ο πρωθυπουργός, όσο στην κατ’ ιδίαν συζήτηση που είχε με τον Ταγίπ Ερντογάν. Δεν υπάρχουν ενδείξεις που να συνηγορούν στο συμπέρασμα ότι αναμένεται κάποια σοβαρή θετική ανατροπή, τουλάχιστον μέχρι το καλοκαίρι, λόγω των εκλογών στην Τουρκία.
Ο Ερντογάν, από την πρώτη στιγμή που ανέλαβε την εξουσία, έδειξε ότι επεδίωξε μια διαφορετική προσέγγιση στην συνεννόηση με την Ελλάδα. Ο τότε πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης, που συναντήθηκε μαζί του, αποκόμισε την εντύπωση αυτή. Σύντομα όμως, διαπίστωσε ότι η εικόνα αυτή αλλοιωνόταν. Αναφέρει στο βιβλίο του: «Τα εσωτερικά προβλήματα του Ερντογάν ήταν εμφανή. Αργά αλλά σταθερά γινόταν αισθητή η σύγκλιση ή σύμπλευση με αυτούς απέναντι στους οποίους στην αρχή είχε τόσο έντονα κρατήσει αποστάσεις». Όλα αυτά, από το 2004 ήδη...
Ο νυν πρωθυπουργός, θέλησε προφανώς να εκμεταλλευθεί τον «παράγοντα» Ερντογάν. Στις κατ’ ιδίαν συζητήσεις μαζί του, δέχθηκε την τουρκική απαίτηση – «πρόταση» για καθιέρωση «Κώδικα Συμπεριφοράς» των αεροπορικών δυνάμεων στο Αιγαίο, με πρόσχημα την μείωση της εντάσεως. Αποτέλεσμα οι «πιο ήπιες» αναχαιτίσεις των τουρκικών αεροσκαφών που εισέρχονται στο FIR Αθηνών. Υποτίθεται ότι από τουρκικής πλευράς, θα σταματούσαν οι υπερπτήσεις και άλλες πιο προκλητικές ενέργειες. Για άλλη μια φορά, ενώ η Ελλάδα τήρησε την άτυπη συμφωνία, η Τουρκία υπαναχώρησε.
Πρέπει να τονιστεί όμως, ότι υπάρχει μια σημαντική διαφορά σε αυτή την δεύτερη φάση του ελληνοτουρκικού διαλόγου, σε σχέση με την πρώτη της περιόδου 1999-2004. Τότε, υπήρχε η πίεση προς την Τουρκία που έθεταν οι προβλέψεις της συμφωνίας του Ελσίνκι. Σήμερα, η Τουρκία δεν υφίσταται καμμία απολύτως πίεση, γι’ αυτό και παρουσιάζεται ανελαστική. Κάτι το οποίο διαπίστωσε αμέσως ο Ερντογάν, αμέσως μετά την ανάληψη της εξουσίας, αναπροσαρμόζοντας την στάση του, όπως αντιλήφθηκε τότε και ο Κ. Σημίτης. Σήμερα, αν και στο εσωτερικό μέτωπο δείχνει να επικρατεί έναντι του παραδοσιακού πολιτικοστρατιωτικού κατεστημένου, είναι φυσιολογικό, για λόγους εσωτερικών ισορροπιών, να παρουσιάζεται συμβιβαστικός ως προς τις πάγιες θέσεις σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής και ειδικώς με Ελλάδα και Κύπρο. Με δεδομένο ότι αμέσως μετά τις εκλογές επιδιώκει να επιταχύνει τις μεταρρυθμίσεις μέσω αλλαγής του Συντάγματος, το πιθανότερο είναι ότι δεν θα θελήσει να προκαλέσει περισσότερο το πολιτικοστρατιωτικό κατεστημένο, με κάποια ριζική αλλαγή πλεύσεως στα ελληνοτουρκικά.
Ο Έλληνας πρωθυπουργός πρέπει να έχει καταλήξει σε δύο βασικά συμπεράσματα:
α) Εφόσον δεν υπάρχει καμμία πίεση προς την Τουρκία, όπως το Ελσίνκι, αυτή δεν έχει κανέναν λόγο να μεταβάλει τις θέσεις της έναντι της Αθήνας.
β) Παρά το δημόσιο προφίλ του Ερντογάν, η Τουρκία εξακολουθεί να είναι ΑΝΑΞΙΟΠΙΣΤΗ.
Η κατάσταση αδιεξόδου στον ελληνοτουρκικό διάλογο και η εσωτερική κατάσταση στην Τουρκία, είναι δυνατό να οδηγήσει σύντομα την Άγκυρα σε τυχοδιωκτικές πρακτικές. Κάποια τεχνητή ένταση είναι πιθανό να αποβλέψει στην «υπέρβαση» του αδιεξόδου κι εξυπηρέτηση του τουρκικού στόχου. Το επίκεντρο αυτής, γεωγραφικώς, είναι αναμενόμενο να αφορά το επίμαχο ζήτημα του διμερούς διαλόγου: το Καστελλόριζο.
Σε πολιτικό επίπεδο, ο Ερντογάν θα παρουσιαστεί με ενισχυμένο το προφίλ του, εν όψει των επερχομένων εκλογών. Ιδίως μετά το πολιτικό κόστος που είχε γι’ αυτόν η ανοικτή τοποθέτηση του Έλληνα πρωθυπουργού στο Ερζερούμ. Πέραν τούτου, μια ελεγχόμενη κρίση, θα προκαλέσει το διεθνές ενδιαφέρον και μεσολάβηση τωνΗΠΑ, ώστε Ελλάδα και Τουρκία «να τα βρουν σύντομα». Έτσι, το σημερινό τέλμα θα έχει αρθεί.
Οποιαδήποτε ένταση, έστω και μικρής ή μεσαίας εντάσεως, που θα εμπλέξει το πολεμικό δυναμικό των δύο πλευρών στο Καστελλόριζο, είναι ικανή συνθήκη ώστε να οδηγήσει στην «καθιέρωση» της τουρκικής ενστάσεως ως προς αυτό. Δημιουργώντας συνθήκες αποδοχής της τουρκικής αξιώσεως για «προσωρινή» (στην ουσία μόνιμη) εξαίρεση του συγκεκριμένου συμπλέγματος από οποιαδήποτε διευθέτηση, χάριν μιας γενικότερης «προόδου». Δηλαδή μιας συμφωνίας που θα καλύπτει μόνο το Αρχιπέλαγος του Αιγαίου, τουλάχιστον έτσι όπως το οριοθετεί η Τουρκία. Ουσιαστικώς θα πρόκειται για «γκριζοποίηση» του Καστελλορίζου, όχι ως προς την κυριαρχία επ’ αυτών, αλλά ως προς την αναγνώριση των ελληνικών δικαιωμάτων για υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ στην περιοχή.
Σε κάθε περίπτωση, το ενδιαφέρον της Αθήνας πρέπει να εστιαστεί στο Καστελλόριζο, με προσπάθεια στρατιωτικής ενισχύσεως κι επαυξήσεως των δυνατοτήτων επεμβάσεως των Ενόπλων Δυνάμεων εκεί.
ΠΗΓΗ
Έχει καταστεί σαφές ότι ο ελληνοτουρκικός διάλογος που ξεκίνησε με νέα δυναμική η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, βρίσκεται προ αδιεξόδου. Ο Γ. Παπανδρέου, αμέσως μετά την εκλογική νίκη του 2009, θέλησε να «ξεπαγώσει» τον διάλογο και να εγκαινιάσει μία νέα προσπάθεια, από το σημείο που διακόπηκε το 2004. Πολύ σύντομα, έγινε αντιληπτό ότι αυτό ήταν αδύνατο, για τον απλούστατο λόγο ότι η Τουρκία θέτει
πλέον νέες αυθαίρετες απαιτήσεις. Οι ενδείξεις συντείνουν στο συμπέρασμα ότι το νέο «αγκάθι», είναι η απαίτηση της Τουρκίας να εξαιρεθεί το Καστελλόριζο από οποιαδήποτε διευθέτηση για την υφαλοκρηπίδα κι ενδεχόμενη κήρυξη ΑΟΖ από την Αθήνα.
Στο ταξίδι του Έλληνα πρωθυπουργού στο Ερζερούμ, επιχειρήθηκε να καταστεί σαφές στην τουρκική πλευρά ότι η στάση της δεν γίνεται αποδεκτή. Η ουσία βρισκόταν όχι σε αυτά που διακήρυξε δημοσίως ο πρωθυπουργός, όσο στην κατ’ ιδίαν συζήτηση που είχε με τον Ταγίπ Ερντογάν. Δεν υπάρχουν ενδείξεις που να συνηγορούν στο συμπέρασμα ότι αναμένεται κάποια σοβαρή θετική ανατροπή, τουλάχιστον μέχρι το καλοκαίρι, λόγω των εκλογών στην Τουρκία.
Ο Ερντογάν, από την πρώτη στιγμή που ανέλαβε την εξουσία, έδειξε ότι επεδίωξε μια διαφορετική προσέγγιση στην συνεννόηση με την Ελλάδα. Ο τότε πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης, που συναντήθηκε μαζί του, αποκόμισε την εντύπωση αυτή. Σύντομα όμως, διαπίστωσε ότι η εικόνα αυτή αλλοιωνόταν. Αναφέρει στο βιβλίο του: «Τα εσωτερικά προβλήματα του Ερντογάν ήταν εμφανή. Αργά αλλά σταθερά γινόταν αισθητή η σύγκλιση ή σύμπλευση με αυτούς απέναντι στους οποίους στην αρχή είχε τόσο έντονα κρατήσει αποστάσεις». Όλα αυτά, από το 2004 ήδη...
Ο νυν πρωθυπουργός, θέλησε προφανώς να εκμεταλλευθεί τον «παράγοντα» Ερντογάν. Στις κατ’ ιδίαν συζητήσεις μαζί του, δέχθηκε την τουρκική απαίτηση – «πρόταση» για καθιέρωση «Κώδικα Συμπεριφοράς» των αεροπορικών δυνάμεων στο Αιγαίο, με πρόσχημα την μείωση της εντάσεως. Αποτέλεσμα οι «πιο ήπιες» αναχαιτίσεις των τουρκικών αεροσκαφών που εισέρχονται στο FIR Αθηνών. Υποτίθεται ότι από τουρκικής πλευράς, θα σταματούσαν οι υπερπτήσεις και άλλες πιο προκλητικές ενέργειες. Για άλλη μια φορά, ενώ η Ελλάδα τήρησε την άτυπη συμφωνία, η Τουρκία υπαναχώρησε.
Πρέπει να τονιστεί όμως, ότι υπάρχει μια σημαντική διαφορά σε αυτή την δεύτερη φάση του ελληνοτουρκικού διαλόγου, σε σχέση με την πρώτη της περιόδου 1999-2004. Τότε, υπήρχε η πίεση προς την Τουρκία που έθεταν οι προβλέψεις της συμφωνίας του Ελσίνκι. Σήμερα, η Τουρκία δεν υφίσταται καμμία απολύτως πίεση, γι’ αυτό και παρουσιάζεται ανελαστική. Κάτι το οποίο διαπίστωσε αμέσως ο Ερντογάν, αμέσως μετά την ανάληψη της εξουσίας, αναπροσαρμόζοντας την στάση του, όπως αντιλήφθηκε τότε και ο Κ. Σημίτης. Σήμερα, αν και στο εσωτερικό μέτωπο δείχνει να επικρατεί έναντι του παραδοσιακού πολιτικοστρατιωτικού κατεστημένου, είναι φυσιολογικό, για λόγους εσωτερικών ισορροπιών, να παρουσιάζεται συμβιβαστικός ως προς τις πάγιες θέσεις σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής και ειδικώς με Ελλάδα και Κύπρο. Με δεδομένο ότι αμέσως μετά τις εκλογές επιδιώκει να επιταχύνει τις μεταρρυθμίσεις μέσω αλλαγής του Συντάγματος, το πιθανότερο είναι ότι δεν θα θελήσει να προκαλέσει περισσότερο το πολιτικοστρατιωτικό κατεστημένο, με κάποια ριζική αλλαγή πλεύσεως στα ελληνοτουρκικά.
Ο Έλληνας πρωθυπουργός πρέπει να έχει καταλήξει σε δύο βασικά συμπεράσματα:
α) Εφόσον δεν υπάρχει καμμία πίεση προς την Τουρκία, όπως το Ελσίνκι, αυτή δεν έχει κανέναν λόγο να μεταβάλει τις θέσεις της έναντι της Αθήνας.
β) Παρά το δημόσιο προφίλ του Ερντογάν, η Τουρκία εξακολουθεί να είναι ΑΝΑΞΙΟΠΙΣΤΗ.
Η κατάσταση αδιεξόδου στον ελληνοτουρκικό διάλογο και η εσωτερική κατάσταση στην Τουρκία, είναι δυνατό να οδηγήσει σύντομα την Άγκυρα σε τυχοδιωκτικές πρακτικές. Κάποια τεχνητή ένταση είναι πιθανό να αποβλέψει στην «υπέρβαση» του αδιεξόδου κι εξυπηρέτηση του τουρκικού στόχου. Το επίκεντρο αυτής, γεωγραφικώς, είναι αναμενόμενο να αφορά το επίμαχο ζήτημα του διμερούς διαλόγου: το Καστελλόριζο.
Σε πολιτικό επίπεδο, ο Ερντογάν θα παρουσιαστεί με ενισχυμένο το προφίλ του, εν όψει των επερχομένων εκλογών. Ιδίως μετά το πολιτικό κόστος που είχε γι’ αυτόν η ανοικτή τοποθέτηση του Έλληνα πρωθυπουργού στο Ερζερούμ. Πέραν τούτου, μια ελεγχόμενη κρίση, θα προκαλέσει το διεθνές ενδιαφέρον και μεσολάβηση τωνΗΠΑ, ώστε Ελλάδα και Τουρκία «να τα βρουν σύντομα». Έτσι, το σημερινό τέλμα θα έχει αρθεί.
Οποιαδήποτε ένταση, έστω και μικρής ή μεσαίας εντάσεως, που θα εμπλέξει το πολεμικό δυναμικό των δύο πλευρών στο Καστελλόριζο, είναι ικανή συνθήκη ώστε να οδηγήσει στην «καθιέρωση» της τουρκικής ενστάσεως ως προς αυτό. Δημιουργώντας συνθήκες αποδοχής της τουρκικής αξιώσεως για «προσωρινή» (στην ουσία μόνιμη) εξαίρεση του συγκεκριμένου συμπλέγματος από οποιαδήποτε διευθέτηση, χάριν μιας γενικότερης «προόδου». Δηλαδή μιας συμφωνίας που θα καλύπτει μόνο το Αρχιπέλαγος του Αιγαίου, τουλάχιστον έτσι όπως το οριοθετεί η Τουρκία. Ουσιαστικώς θα πρόκειται για «γκριζοποίηση» του Καστελλορίζου, όχι ως προς την κυριαρχία επ’ αυτών, αλλά ως προς την αναγνώριση των ελληνικών δικαιωμάτων για υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ στην περιοχή.
Σε κάθε περίπτωση, το ενδιαφέρον της Αθήνας πρέπει να εστιαστεί στο Καστελλόριζο, με προσπάθεια στρατιωτικής ενισχύσεως κι επαυξήσεως των δυνατοτήτων επεμβάσεως των Ενόπλων Δυνάμεων εκεί.
ΠΗΓΗ
Δημοσίευση σχολίου