Η μεταπολεμική επιλογή της Ελλάδας να είναι η μόνη μη αραβική χώρα που δεν υποστήριξε το σχέδιο του Ο.Η.Ε για την διχοτόμηση της Παλαιστίνης σε δύο κράτη ένα εβραϊκό και ένα αραβικό , εγκαινίασε μια περίοδο αμοιβαίας καχυποψίας και παγερών διμερών σχέσεων μεταξύ Ελλάδας και Ισραήλ με την δεκαετία του 1980 να σηματοδοτεί την πιο αρνητική κορύφωσή της περιόδου αυτής.
Ελάχιστα έχουν γραφτεί για το πόσο διαφορετικές θα μπορούσαν να είναι οι γεωπολιτικές εξελίξεις στην περιοχή ακόμα και για το πόσο μεγάλες απώλειες τόσο σε διπλωματικό όσο και σε οικονομικό πεδίο θα μπορούσαν να αποφύγουν τόσο η Αθήνα όσο και το Τελ Αβίβ, αν είχαν επιλέξει μια πιο στενή συνεργασία τις προηγούμενες δεκαετίες. Η νέα εποχή στις ελληνοισραηλινές σχέσεις εύλογα ανοίγει την συζήτηση για το ποιες πρέπει να είναι οι βάσεις, οι προοπτικές και η στρατηγική της.
Αυτή την περίοδο στο Ισραήλ, τόσο η κοινή γνώμη όσο και το σύνολο σχεδόν του πολιτικού κόσμου αντιμετωπίζει καχύποπτα αν όχι εχθρικά την Τουρκία. Η σοβαρή διπλωματική κρίση κορυφώθηκε με το επεισόδιο του τουρκικού πλοίου Mavi Marmara, το οποίο επιχειρώντας να σπάσει τον ναυτικό αποκλεισμό της Γάζας τον Μάιο του 2010, δέχτηκε την επίθεση των Ισραηλινών δυνάμεων με τα γνωστά σε όλους μας αποτελέσματα. Αντίστοιχα και η τουρκική κοινή γνώμη, όπως κατέδειξαν τα αποτελέσματα πρόσφατης έρευνας αντιμετωπίζει το Ισραήλ ως μια εν δυνάμει απειλή.
Οι διακηρύξεις του Τούρκου πρωθυπουργού Ερντογάν για συμμέτοχη του ιδίου σε μια νέα αποστολή στην Γάζα, δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ, μια προφανής ένδειξη ότι ακόμα και αν η Άγκυρα, πλήρως εναρμονισμένη με το δόγμα Νταβουτογλου περί «στρατηγικού βάθους» και έντονης παρουσίας στον χώρο της Μεσογείου, το επιθυμούσε δεν θα μπορούσε να το κάνει πράξη ακριβώς γιατί πριν από μια τέτοια ενέργεια θα όφειλε να λάβει σοβαρά υπόψη την ισορροπία δυνάμεων στον ευρύτερο χώρο αλλά κυρίως την στρατηγική σχέση του Τελ Αβίβ με τις ΗΠΑ.
Η Αθήνα έως τώρα παρακολουθεί διακριτικά τις εξελίξεις, ισορροπώντας σε τεντωμένο σκοινί, γνωρίζοντας καλά ότι η παραμικρή αστοχία μπορεί να στοιχίσει είτε στις ελληνοτουρκικές σχέσεις το πνεύμα φιλίας και ειλικρίνειας στις οποίες εγκαινίασε ο ίδιος ο Γεώργιος Παπανδρέου το 1999, είτε μπορεί να ανακόψει τα ανοίγματα των Ισραηλινών προς την ελληνική πλευρά ή ακόμα και να διαταράξει τις παραδοσιακές σχέσεις της Ελλάδας με τον Αραβικό Κόσμο. Πριν το 1999 και την περιβόητη «διπλωματία των σεισμών» που έφερε κοντά την χώρα μας με τον έως τότε «εξ Ανατολής κίνδυνο», το σύνολο σχεδόν των ελληνικών κυβερνήσεων είχαν δεχτεί κριτική για συναισθηματισμούς και ερασιτεχνισμό στην Εξωτερική Πολιτική.
Λίγο η γνωστή νεοελληνική νοοτροπία, λίγο η εξυπηρέτηση μικροπολιτικών και λαϊκίστικων συμφερόντων φθάσαμε στην υπόθεση Οτσαλάν όπου η Αθήνα είχε την παγκόσμια σχεδόν πρωτοτυπία να κατηγορηθεί ότι επέτρεψε ακόμα και σε «ιδιώτες να ασκούν εξωτερική πολιτική» κατά δήλωση της τότε ηγεσίας του Υπουργείου, υπό τον σημερινό Αντιπρόεδρο κ. Θεόδωρο Πάγκαλο. Σήμερα οι κάθε λογής καιροσκόποι εμφανίζονται έστω και δειλά ως υπέρμαχοι της νέας προσέγγισης στις ελληνοισραηλινές σχέσεις με την λογική ότι «ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου».
Η διαφορά όμως είναι ότι μια τέτοια στρατηγική εκτός από παρωχημένη και επιπόλαια στις σύγχρονες διεθνείς σχέσεις , δεν έχει βάση γιατί σήμερα η Τουρκία δεν μπορεί να θεωρηθεί εχθρός της Ελλάδας, τουλάχιστον όχι στον ίδιο βαθμό που μπορούσε να θεωρηθεί πριν μερικά χρόνια και επιπλέον ακόμα και αν δεχτούμε ότι η κυβέρνηση Νετανιάχου προσεγγίζει την Ελλάδα σαν εχθρός του εχθρού της, είμαστε σίγουροι ότι θέλουμε να είναι η βάση των διμερών μας σχέσεων η «εχθρότητα» προς την Άγκυρα;
Οι ίδιοι καιροσκόποι-εισηγητές μιας περισσότερο στενής σχέσης μεταξύ Ελλάδας και Ισραήλ ορμώμενοι από συναισθηματισμούς ή από άλλα συμφέροντα, είναι οι ίδιοι που τόσα χρόνια καλλιέργησαν σε μεγάλο βαθμό ένα κλίμα αντισημιτισμού στην ελληνική κοινή γνώμη και είναι οι ίδιοι που όταν η μουσουλμανική Τουρκία είχε επί χρόνια μια στρατηγική συνεργασία με το εβραϊκό κράτος, υποκρίνονται ότι τώρα ανακαλύπτουν την απουσία της Ελλάδας από έναν ζωτικό για συμφέροντά της χώρο όπως η Μέση Ανατολή. Και αν οι διάφοροι συνομωσιολόγοι έβλεπαν παντού και πάντα έναν «εβραϊκό δάκτυλο» πίσω από καθετί αρνητικό συνέβαινε εις βάρος της χώρας μας , όπως λ.χ η εισβολή στην Κύπρο το 1974, ποτέ δεν έδωσαν μια πειστική απάντηση για το ποια πραγματικά συμφέροντα μπορεί να είχε το Ισραήλ να υπονομεύσει τις δύο κοντινότερες σε αυτό δημοκρατίες δυτικού τύπου δηλαδή την Κύπρο και την Ελλάδα. Ή πότε έδωσαν μια πειστική απάντηση στο τι τελικά κέρδισε η Ελληνική διπλωματία από την σαφώς προκατειλημμένη υπέρ των Αράβων στάση της στην Μεσανατολική Διαμάχη;
Μήπως το γεγονός ότι πριν λίγα χρόνια η ίδια η Συρία ελλιμένισε εμπορικά της πλοία στο λιμάνι της κατεχόμενης Αμμοχώστου; Και γιατί άραγε αυτός ο τόσο κακός και πανταχού παρών εναντίον της Ελλάδας «εβραϊκός δάκτυλος» δεν κατάφερε καν να πείσει την ίδια την Ισραηλινή Διπλωματία να αναγνωρίσει την ΠΓΔΜ ως «Μακεδονία», όπως π.χ έχει κάνει η Συρία;
Είναι προφανές ότι οι δογματισμοί και τα φοβικά σύνδρομα του παρελθόντος πρέπει να εξαλειφθούν και η Ελληνική Εξωτερική Πολιτική ψύχραιμα και ρεαλιστικά να διασφαλίσει τα στρατηγικά συμφέροντα της χώρας στο διεθνές πεδίο. Και αυτό φυσικά δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι η Αθήνα εγκαταλείπει την κριτική της στάση απέναντι στην υπερβολική χρήση βίας εις βάρος των Παλαιστινίων που χρησιμοποίησαν οι προηγούμενες κυβερνήσεις Ολμέρτ και Σαρόν αφήνοντας πίσω τους ένα αδικαιολόγητη αιματοχυσία με θύματα κυρίως αθώους πολιτες.
Και δεν σημαίνει ότι η νέα πολιτική προσέγγισης Ελλάδας και Ισραήλ υποδηλώνει την ρήξη των παραδοσιακών σχέσεων της Ελλάδας με τον Αραβικό Κόσμο, αυτό εξάλλου θα ήταν μέγα πλήγμα για τα στρατηγικά μας συμφέροντα. Είναι όμως ένα μήνυμα ότι η Ελλάδα επιδιώκει την ειρήνευση και την σταθερότητα στην περιοχή της Μέσης Ανατολής κρατώντας ίσες αποστάσεις από τις δύο αντιμαχόμενες πλευρές, όχι επειδή άλλαξε η εικόνα ότι «οι Εβραίοι είναι κακοί» όπως σιγοψιθύριζαν κάποιοι μέχρι πρόσφατα , αλλά επειδή αυτό προκρίνει η ψύχραιμη και ουσιαστική ανάλυση των συμφερόντων της.
Ωστόσο η ελληνική κυβέρνηση βρίσκεται σήμερα και στο πεδίο της Εξωτερικής Πολιτικής σε κρίσιμο σταυροδρόμι. Η διεθνής θέση της χώρας αμφισβητείται και ο αγώνας της ελληνικής διπλωματίας για την αναστροφή του κλίματος αναμένεται να είναι μακρύς. Οι δύο προηγούμενες δεκαετίες κράτησαν «καθηλωμένη» την εξωτερική μας πολιτική σε μεγάλο βαθμό στον χώρο των Βαλκανικής και στο πεδίο των σχέσεων με την Ρωσία. Ο χαμένος χρόνος πρέπει να αναπληρωθεί και οι πρωτοβουλίες που στόχο έχουν να καταστήσουν την χώρα ενεργειακό σταυροδρόμι , απαιτούν επίμονες και καλά σχεδιασμένες προσπάθειες.
Το μνημόνιο συνεργασίας με το Κατάρ, το οποίο μέχρι στιγμής δεν απέδωσε καρπούς, τα μεγάλα ανοίγματα προς την Κίνα την οποία μερίδα οικονομολόγων χαρακτηρίζουν ως «φούσκα» έτοιμη να σκάσει συμπαρασύροντας τις ξένες επενδύσεις του Πεκίνου αλλά και οι αιτιάσεις που δέχεται ακόμα και ο ίδιος ο πρωθυπουργός για μυστική διπλωματία , ιδίως μετά την πρόσφατη συνάντηση με τον Τούρκο ομόλογό του στο Ερζερούμ , είναι μόνο μερικές θρυαλλίδες ικανές να μετατρέψουν ως τέτοια τη νέα πολιτική προσέγγισης προς το Ισραήλ. Τόσο οι παραπάνω πρωτοβουλίες, όσο και το κεφάλαιο των διμερών σχέσεων με το Τελ Αβίβ δεν πρέπει να ακυρωθούν και αυτό είναι ένα στοίχημα που γνωρίζει καλά τόσο ο ίδιος ο Πρωθυπουργός , όσο και η πολιτική ηγεσία του ΥΠΕΞ υπό τον κ. Δημήτρη Δρούτσα ότι δεν πρέπει να χάσει. Η πρόσφατη ανακάλυψη του κοιτάσματος φυσικού αερίου «Λεβιάθαν» στην ΑΟΖ του Ισραήλ και η πρόθεση της ισραηλινής ηγεσίας να εξάγει ορισμένες ποσότητες του μέσω Ελλάδας, αναδεικνύουν τον τομέα της συνεργασίας στον ενεργειακό τομέα ως μια πρώτης τάξεως ευκαιρία εμβάθυνσης των διμερών οικονομικών σχέσεων. Δεν είναι όμως η μόνη ευκαιρία και οφείλει να μην γίνει με επιπόλαια και χωρίς στρατηγική.
Το Υπουργείο Εξωτερικών ακόμα δεν έχει διευκρινίσει πότε θα προχωρήσει στον καθορισμό της ΑΟΖ με την Κύπρο , ενώ και τα εμπλεκόμενα με την Ενέργεια Yπουργεία δεν έχουν ακόμα ανοίξει ουσιαστικά τα χαρτιά τους για το τι θα πράξουν με τα κοιτάσματα φυσικού αερίου που βρίσκονται νοτίως της Κρήτης. Με δεδομένο ότι στην λεκάνη του Αιγαίου τα κοιτάσματα του πετρελαίου θα ήταν μια εν δυνάμει οικολογική απειλή αλλά και μια μόνιμη εστία διαμάχης με την Τουρκία, μήπως η εκμετάλλευση του φυσικού αερίου από την σημερινή Ελλάδα που οικονομικά ασφυκτιά από την ύφεση και το αυστηρό πλαίσιο του Μνημονίου , αναδεικνύεται ως επιτακτική; Ως εκ τούτου πριν συζητήσουμε για επενδύσεις των Ισραηλινών, θα πρέπει πρώτα να έχουμε λύσει αυτά τα δύο κρίσιμα σημεία (ΑΟΖ με την Κύπρο και εκμετάλλευση των κοιτασμάτων νοτίως της Κρήτης) που επιπροσθέτως θα ενισχύσουν και την διαπραγματευτική μας θέση. Εξάλλου δεν πρέπει να λησμονούμε ότι κοιτάσματα αερίου έχει και η Αίγυπτος, έχει αποδεδειγμένα και η Κύπρος και ενδεχομένως και οι γύρω χώρες.
Προκύπτει λοιπόν το ερώτημα: προτιμάμε μια Ελλάδα που απλά και μόνο εκμεταλλεύεται την γεωγραφική της θέση, φιλοξενώντας έναν αγωγό (κατά τα πρότυπα της αποτυχίας του αγωγού Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολη) ή προτιμάμε μια Ελλάδα που εκμεταλλεύεται τόσο την στρατηγική της θέση όσο και τα πλούσια κοιτάσματα της παίζοντας ρόλο συντονιστή στο συνολικό ενεργειακό παιχνίδι; Είναι εύλογο ότι τώρα περισσότερο από ποτέ μας δίνεται η ευκαιρία να αναδειχθούμε στον πιο ισχυρό, αξιόπιστο και υπολογίσιμο ενεργειακό εταίρο της Ανατολικής Μεσογείου. Αυτή την φορά θα το τολμήσουμε; Και αν ναι θα το πετύχουμε; Ο χρόνος θα δείξει. Τέλος δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η ατζέντα των διμερών σχέσεων είναι ή τουλάχιστον θα μπορούσε να είναι πολύ πιο ευρεία και πέρα από τον ενεργειακό τομέα. Η αμυντική συνεργασία των δύο χωρών θα μπει στο μικροσκόπιο των επαφών που θα έχει κατά την επικείμενη επίσκεψη του στο Ισραήλ, ο Υπουργός Εθνικής Αμύνης κ. Ευάγγελος Βενιζέλος, για την οποία επίσης πολλά έχουν ειπωθεί. Δεν πρέπει φυσικά να λησμονούμε τον τομέα της έρευνας και της καινοτομίας, όπου η συνεργασία μεταξύ των δυο χωρών έχει τεράστια περιθώρια ανάπτυξης. Τα τελευταία χρόνια η πανεπιστημιακή εκπαίδευση στο Ισραήλ έχει αποκτήσει λόγω και των ειδικών σχέσεων με την Εβραϊκή Διασπορά, μια αξιοζήλευτη εξωστρέφεια και μια ροπή προς την καινοτομία που θα μπορούσε να είναι παράδειγμα προς μίμηση για τα ελληνικά πανεπιστήμια.
Η συνεργασία στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, η πράσινη ανάπτυξη, τα ζητήματα διαχείρισης υδάτινων πόρων ,ένα κεφάλαιο ευαίσθητο για το κράτος του Ισραήλ που σχετίζεται με τις γενικότερες ισορροπίες στην περιοχή,(π.χ συνεχιζόμενη κατοχή των Υψιπέδων του Γκολάν) καθώς και η τουριστική συνεργασία, είναι μόνο μερικές από τις πτυχές της διμερούς συνεργασίας μεταξύ των δύο χωρών και αποδεικνύουν ότι το ευρύ φάσμα αυτό προσφέρει μια ιστορική ευκαιρία για ανάπτυξη και σταθερότητα και για τις δύο χώρες στο δύσκολο σημερινό πλαίσιο. Η κυβέρνηση Παπανδρέου αντιλαμβανόμενη ίσως την σπουδαιότητα της επιχειρούμενης νέας προσέγγισης μεταξύ Ελλάδας και Ισραήλ, θέλει να επενδύσει σε αυτήν και μάλλον έτσι εξηγείται η επιλογή της να συμμετάσχει στο Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας που αναμένεται να συγκληθεί την άνοιξη στο Τελ Αβίβ.
Μέχρι τότε ωστόσο θα χρειαστεί να έχει πείσει όλες τις «φυλές του Ισραήλ» της ελληνικής εξωτερικής (και μη) πολιτικής για την σπουδαιότητα του εγχειρήματος. Το δίλημμα είναι ξεκάθαρο: ολική επαναφορά στο φοβικό παρελθόν ή δημιουργική επίθεση στο μέλλον; Δεν μένει παρά να το δούμε.
ΠΗΓΗ
Ελάχιστα έχουν γραφτεί για το πόσο διαφορετικές θα μπορούσαν να είναι οι γεωπολιτικές εξελίξεις στην περιοχή ακόμα και για το πόσο μεγάλες απώλειες τόσο σε διπλωματικό όσο και σε οικονομικό πεδίο θα μπορούσαν να αποφύγουν τόσο η Αθήνα όσο και το Τελ Αβίβ, αν είχαν επιλέξει μια πιο στενή συνεργασία τις προηγούμενες δεκαετίες. Η νέα εποχή στις ελληνοισραηλινές σχέσεις εύλογα ανοίγει την συζήτηση για το ποιες πρέπει να είναι οι βάσεις, οι προοπτικές και η στρατηγική της.
Αυτή την περίοδο στο Ισραήλ, τόσο η κοινή γνώμη όσο και το σύνολο σχεδόν του πολιτικού κόσμου αντιμετωπίζει καχύποπτα αν όχι εχθρικά την Τουρκία. Η σοβαρή διπλωματική κρίση κορυφώθηκε με το επεισόδιο του τουρκικού πλοίου Mavi Marmara, το οποίο επιχειρώντας να σπάσει τον ναυτικό αποκλεισμό της Γάζας τον Μάιο του 2010, δέχτηκε την επίθεση των Ισραηλινών δυνάμεων με τα γνωστά σε όλους μας αποτελέσματα. Αντίστοιχα και η τουρκική κοινή γνώμη, όπως κατέδειξαν τα αποτελέσματα πρόσφατης έρευνας αντιμετωπίζει το Ισραήλ ως μια εν δυνάμει απειλή.
Οι διακηρύξεις του Τούρκου πρωθυπουργού Ερντογάν για συμμέτοχη του ιδίου σε μια νέα αποστολή στην Γάζα, δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ, μια προφανής ένδειξη ότι ακόμα και αν η Άγκυρα, πλήρως εναρμονισμένη με το δόγμα Νταβουτογλου περί «στρατηγικού βάθους» και έντονης παρουσίας στον χώρο της Μεσογείου, το επιθυμούσε δεν θα μπορούσε να το κάνει πράξη ακριβώς γιατί πριν από μια τέτοια ενέργεια θα όφειλε να λάβει σοβαρά υπόψη την ισορροπία δυνάμεων στον ευρύτερο χώρο αλλά κυρίως την στρατηγική σχέση του Τελ Αβίβ με τις ΗΠΑ.
Η Αθήνα έως τώρα παρακολουθεί διακριτικά τις εξελίξεις, ισορροπώντας σε τεντωμένο σκοινί, γνωρίζοντας καλά ότι η παραμικρή αστοχία μπορεί να στοιχίσει είτε στις ελληνοτουρκικές σχέσεις το πνεύμα φιλίας και ειλικρίνειας στις οποίες εγκαινίασε ο ίδιος ο Γεώργιος Παπανδρέου το 1999, είτε μπορεί να ανακόψει τα ανοίγματα των Ισραηλινών προς την ελληνική πλευρά ή ακόμα και να διαταράξει τις παραδοσιακές σχέσεις της Ελλάδας με τον Αραβικό Κόσμο. Πριν το 1999 και την περιβόητη «διπλωματία των σεισμών» που έφερε κοντά την χώρα μας με τον έως τότε «εξ Ανατολής κίνδυνο», το σύνολο σχεδόν των ελληνικών κυβερνήσεων είχαν δεχτεί κριτική για συναισθηματισμούς και ερασιτεχνισμό στην Εξωτερική Πολιτική.
Λίγο η γνωστή νεοελληνική νοοτροπία, λίγο η εξυπηρέτηση μικροπολιτικών και λαϊκίστικων συμφερόντων φθάσαμε στην υπόθεση Οτσαλάν όπου η Αθήνα είχε την παγκόσμια σχεδόν πρωτοτυπία να κατηγορηθεί ότι επέτρεψε ακόμα και σε «ιδιώτες να ασκούν εξωτερική πολιτική» κατά δήλωση της τότε ηγεσίας του Υπουργείου, υπό τον σημερινό Αντιπρόεδρο κ. Θεόδωρο Πάγκαλο. Σήμερα οι κάθε λογής καιροσκόποι εμφανίζονται έστω και δειλά ως υπέρμαχοι της νέας προσέγγισης στις ελληνοισραηλινές σχέσεις με την λογική ότι «ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου».
Η διαφορά όμως είναι ότι μια τέτοια στρατηγική εκτός από παρωχημένη και επιπόλαια στις σύγχρονες διεθνείς σχέσεις , δεν έχει βάση γιατί σήμερα η Τουρκία δεν μπορεί να θεωρηθεί εχθρός της Ελλάδας, τουλάχιστον όχι στον ίδιο βαθμό που μπορούσε να θεωρηθεί πριν μερικά χρόνια και επιπλέον ακόμα και αν δεχτούμε ότι η κυβέρνηση Νετανιάχου προσεγγίζει την Ελλάδα σαν εχθρός του εχθρού της, είμαστε σίγουροι ότι θέλουμε να είναι η βάση των διμερών μας σχέσεων η «εχθρότητα» προς την Άγκυρα;
Οι ίδιοι καιροσκόποι-εισηγητές μιας περισσότερο στενής σχέσης μεταξύ Ελλάδας και Ισραήλ ορμώμενοι από συναισθηματισμούς ή από άλλα συμφέροντα, είναι οι ίδιοι που τόσα χρόνια καλλιέργησαν σε μεγάλο βαθμό ένα κλίμα αντισημιτισμού στην ελληνική κοινή γνώμη και είναι οι ίδιοι που όταν η μουσουλμανική Τουρκία είχε επί χρόνια μια στρατηγική συνεργασία με το εβραϊκό κράτος, υποκρίνονται ότι τώρα ανακαλύπτουν την απουσία της Ελλάδας από έναν ζωτικό για συμφέροντά της χώρο όπως η Μέση Ανατολή. Και αν οι διάφοροι συνομωσιολόγοι έβλεπαν παντού και πάντα έναν «εβραϊκό δάκτυλο» πίσω από καθετί αρνητικό συνέβαινε εις βάρος της χώρας μας , όπως λ.χ η εισβολή στην Κύπρο το 1974, ποτέ δεν έδωσαν μια πειστική απάντηση για το ποια πραγματικά συμφέροντα μπορεί να είχε το Ισραήλ να υπονομεύσει τις δύο κοντινότερες σε αυτό δημοκρατίες δυτικού τύπου δηλαδή την Κύπρο και την Ελλάδα. Ή πότε έδωσαν μια πειστική απάντηση στο τι τελικά κέρδισε η Ελληνική διπλωματία από την σαφώς προκατειλημμένη υπέρ των Αράβων στάση της στην Μεσανατολική Διαμάχη;
Μήπως το γεγονός ότι πριν λίγα χρόνια η ίδια η Συρία ελλιμένισε εμπορικά της πλοία στο λιμάνι της κατεχόμενης Αμμοχώστου; Και γιατί άραγε αυτός ο τόσο κακός και πανταχού παρών εναντίον της Ελλάδας «εβραϊκός δάκτυλος» δεν κατάφερε καν να πείσει την ίδια την Ισραηλινή Διπλωματία να αναγνωρίσει την ΠΓΔΜ ως «Μακεδονία», όπως π.χ έχει κάνει η Συρία;
Είναι προφανές ότι οι δογματισμοί και τα φοβικά σύνδρομα του παρελθόντος πρέπει να εξαλειφθούν και η Ελληνική Εξωτερική Πολιτική ψύχραιμα και ρεαλιστικά να διασφαλίσει τα στρατηγικά συμφέροντα της χώρας στο διεθνές πεδίο. Και αυτό φυσικά δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι η Αθήνα εγκαταλείπει την κριτική της στάση απέναντι στην υπερβολική χρήση βίας εις βάρος των Παλαιστινίων που χρησιμοποίησαν οι προηγούμενες κυβερνήσεις Ολμέρτ και Σαρόν αφήνοντας πίσω τους ένα αδικαιολόγητη αιματοχυσία με θύματα κυρίως αθώους πολιτες.
Και δεν σημαίνει ότι η νέα πολιτική προσέγγισης Ελλάδας και Ισραήλ υποδηλώνει την ρήξη των παραδοσιακών σχέσεων της Ελλάδας με τον Αραβικό Κόσμο, αυτό εξάλλου θα ήταν μέγα πλήγμα για τα στρατηγικά μας συμφέροντα. Είναι όμως ένα μήνυμα ότι η Ελλάδα επιδιώκει την ειρήνευση και την σταθερότητα στην περιοχή της Μέσης Ανατολής κρατώντας ίσες αποστάσεις από τις δύο αντιμαχόμενες πλευρές, όχι επειδή άλλαξε η εικόνα ότι «οι Εβραίοι είναι κακοί» όπως σιγοψιθύριζαν κάποιοι μέχρι πρόσφατα , αλλά επειδή αυτό προκρίνει η ψύχραιμη και ουσιαστική ανάλυση των συμφερόντων της.
Ωστόσο η ελληνική κυβέρνηση βρίσκεται σήμερα και στο πεδίο της Εξωτερικής Πολιτικής σε κρίσιμο σταυροδρόμι. Η διεθνής θέση της χώρας αμφισβητείται και ο αγώνας της ελληνικής διπλωματίας για την αναστροφή του κλίματος αναμένεται να είναι μακρύς. Οι δύο προηγούμενες δεκαετίες κράτησαν «καθηλωμένη» την εξωτερική μας πολιτική σε μεγάλο βαθμό στον χώρο των Βαλκανικής και στο πεδίο των σχέσεων με την Ρωσία. Ο χαμένος χρόνος πρέπει να αναπληρωθεί και οι πρωτοβουλίες που στόχο έχουν να καταστήσουν την χώρα ενεργειακό σταυροδρόμι , απαιτούν επίμονες και καλά σχεδιασμένες προσπάθειες.
Το μνημόνιο συνεργασίας με το Κατάρ, το οποίο μέχρι στιγμής δεν απέδωσε καρπούς, τα μεγάλα ανοίγματα προς την Κίνα την οποία μερίδα οικονομολόγων χαρακτηρίζουν ως «φούσκα» έτοιμη να σκάσει συμπαρασύροντας τις ξένες επενδύσεις του Πεκίνου αλλά και οι αιτιάσεις που δέχεται ακόμα και ο ίδιος ο πρωθυπουργός για μυστική διπλωματία , ιδίως μετά την πρόσφατη συνάντηση με τον Τούρκο ομόλογό του στο Ερζερούμ , είναι μόνο μερικές θρυαλλίδες ικανές να μετατρέψουν ως τέτοια τη νέα πολιτική προσέγγισης προς το Ισραήλ. Τόσο οι παραπάνω πρωτοβουλίες, όσο και το κεφάλαιο των διμερών σχέσεων με το Τελ Αβίβ δεν πρέπει να ακυρωθούν και αυτό είναι ένα στοίχημα που γνωρίζει καλά τόσο ο ίδιος ο Πρωθυπουργός , όσο και η πολιτική ηγεσία του ΥΠΕΞ υπό τον κ. Δημήτρη Δρούτσα ότι δεν πρέπει να χάσει. Η πρόσφατη ανακάλυψη του κοιτάσματος φυσικού αερίου «Λεβιάθαν» στην ΑΟΖ του Ισραήλ και η πρόθεση της ισραηλινής ηγεσίας να εξάγει ορισμένες ποσότητες του μέσω Ελλάδας, αναδεικνύουν τον τομέα της συνεργασίας στον ενεργειακό τομέα ως μια πρώτης τάξεως ευκαιρία εμβάθυνσης των διμερών οικονομικών σχέσεων. Δεν είναι όμως η μόνη ευκαιρία και οφείλει να μην γίνει με επιπόλαια και χωρίς στρατηγική.
Το Υπουργείο Εξωτερικών ακόμα δεν έχει διευκρινίσει πότε θα προχωρήσει στον καθορισμό της ΑΟΖ με την Κύπρο , ενώ και τα εμπλεκόμενα με την Ενέργεια Yπουργεία δεν έχουν ακόμα ανοίξει ουσιαστικά τα χαρτιά τους για το τι θα πράξουν με τα κοιτάσματα φυσικού αερίου που βρίσκονται νοτίως της Κρήτης. Με δεδομένο ότι στην λεκάνη του Αιγαίου τα κοιτάσματα του πετρελαίου θα ήταν μια εν δυνάμει οικολογική απειλή αλλά και μια μόνιμη εστία διαμάχης με την Τουρκία, μήπως η εκμετάλλευση του φυσικού αερίου από την σημερινή Ελλάδα που οικονομικά ασφυκτιά από την ύφεση και το αυστηρό πλαίσιο του Μνημονίου , αναδεικνύεται ως επιτακτική; Ως εκ τούτου πριν συζητήσουμε για επενδύσεις των Ισραηλινών, θα πρέπει πρώτα να έχουμε λύσει αυτά τα δύο κρίσιμα σημεία (ΑΟΖ με την Κύπρο και εκμετάλλευση των κοιτασμάτων νοτίως της Κρήτης) που επιπροσθέτως θα ενισχύσουν και την διαπραγματευτική μας θέση. Εξάλλου δεν πρέπει να λησμονούμε ότι κοιτάσματα αερίου έχει και η Αίγυπτος, έχει αποδεδειγμένα και η Κύπρος και ενδεχομένως και οι γύρω χώρες.
Προκύπτει λοιπόν το ερώτημα: προτιμάμε μια Ελλάδα που απλά και μόνο εκμεταλλεύεται την γεωγραφική της θέση, φιλοξενώντας έναν αγωγό (κατά τα πρότυπα της αποτυχίας του αγωγού Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολη) ή προτιμάμε μια Ελλάδα που εκμεταλλεύεται τόσο την στρατηγική της θέση όσο και τα πλούσια κοιτάσματα της παίζοντας ρόλο συντονιστή στο συνολικό ενεργειακό παιχνίδι; Είναι εύλογο ότι τώρα περισσότερο από ποτέ μας δίνεται η ευκαιρία να αναδειχθούμε στον πιο ισχυρό, αξιόπιστο και υπολογίσιμο ενεργειακό εταίρο της Ανατολικής Μεσογείου. Αυτή την φορά θα το τολμήσουμε; Και αν ναι θα το πετύχουμε; Ο χρόνος θα δείξει. Τέλος δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η ατζέντα των διμερών σχέσεων είναι ή τουλάχιστον θα μπορούσε να είναι πολύ πιο ευρεία και πέρα από τον ενεργειακό τομέα. Η αμυντική συνεργασία των δύο χωρών θα μπει στο μικροσκόπιο των επαφών που θα έχει κατά την επικείμενη επίσκεψη του στο Ισραήλ, ο Υπουργός Εθνικής Αμύνης κ. Ευάγγελος Βενιζέλος, για την οποία επίσης πολλά έχουν ειπωθεί. Δεν πρέπει φυσικά να λησμονούμε τον τομέα της έρευνας και της καινοτομίας, όπου η συνεργασία μεταξύ των δυο χωρών έχει τεράστια περιθώρια ανάπτυξης. Τα τελευταία χρόνια η πανεπιστημιακή εκπαίδευση στο Ισραήλ έχει αποκτήσει λόγω και των ειδικών σχέσεων με την Εβραϊκή Διασπορά, μια αξιοζήλευτη εξωστρέφεια και μια ροπή προς την καινοτομία που θα μπορούσε να είναι παράδειγμα προς μίμηση για τα ελληνικά πανεπιστήμια.
Η συνεργασία στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, η πράσινη ανάπτυξη, τα ζητήματα διαχείρισης υδάτινων πόρων ,ένα κεφάλαιο ευαίσθητο για το κράτος του Ισραήλ που σχετίζεται με τις γενικότερες ισορροπίες στην περιοχή,(π.χ συνεχιζόμενη κατοχή των Υψιπέδων του Γκολάν) καθώς και η τουριστική συνεργασία, είναι μόνο μερικές από τις πτυχές της διμερούς συνεργασίας μεταξύ των δύο χωρών και αποδεικνύουν ότι το ευρύ φάσμα αυτό προσφέρει μια ιστορική ευκαιρία για ανάπτυξη και σταθερότητα και για τις δύο χώρες στο δύσκολο σημερινό πλαίσιο. Η κυβέρνηση Παπανδρέου αντιλαμβανόμενη ίσως την σπουδαιότητα της επιχειρούμενης νέας προσέγγισης μεταξύ Ελλάδας και Ισραήλ, θέλει να επενδύσει σε αυτήν και μάλλον έτσι εξηγείται η επιλογή της να συμμετάσχει στο Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας που αναμένεται να συγκληθεί την άνοιξη στο Τελ Αβίβ.
Μέχρι τότε ωστόσο θα χρειαστεί να έχει πείσει όλες τις «φυλές του Ισραήλ» της ελληνικής εξωτερικής (και μη) πολιτικής για την σπουδαιότητα του εγχειρήματος. Το δίλημμα είναι ξεκάθαρο: ολική επαναφορά στο φοβικό παρελθόν ή δημιουργική επίθεση στο μέλλον; Δεν μένει παρά να το δούμε.
ΠΗΓΗ
Δημοσίευση σχολίου