Η συμβατική σοφία θέλει τον Ρώσο ηγέτη, Βλαντιμίρ Πούτιν, να είναι κυρίαρχος των εξελίξεων και να έχει το «πάνω χέρι» στις εξελίξεις αναφορικά με το πρόβλημα της Ουκρανίας. Είναι όμως έτσι; Κατά πόσον η εικόνα απόλυτης ισχύος που με επιμέλεια προσπαθεί η ρωσική ηγεσία να περάσει στα δυτικά μέσα ενημέρωσης, ανταποκρίνεται στη στρατηγική πραγματικότητα;
Του Ζαχαρία Μίχα
(Διευθυντής Μελετών, Ινστιτούτο Αναλύσεων Ασφάλειας και Άμυνας, IAAA-ISDA)
Η ρωσική πλευρά έχει σε πολλά σημεία δίκιο να διαμαρτύρεται για τη «στρατηγική αναλγησία» που επιδεικνύει η Δύση. Όμως, η επιμονή κυρίως των Ηνωμένων Πολιτειών και δευτερευόντως της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην κατά μέτωπο σύγκρουση, δεν μπορεί παρά να έχει μια κάποια εξήγηση, αφού δεν είναι φυσιολογικό το σύνολο του δυτικού κόσμου να έχει αποφασίσει να «αυτοκτονήσει» στρατηγικά. Αυτή είναι η απάντηση που θα επιχειρήσει το παρόν σημείωμα να δώσει.
Το βασικό επιχείρημα της ανάλυσης αυτής, είναι ότι ο Βλαντιμίρ Πούτιν αφενός ΔΕΝ επιθυμεί να προσαρτήσει την Κριμαία και αφετέρου ΔΕΝ επιθυμεί να καταστρέψει τις σχέσεις του με τη δύση. Εν ολίγοις, επιθυμεί ακριβώς αυτά που επιθυμεί και το δίπολο Ηνωμένων Πολιτειών – Ευρωπαϊκής Ένωσης. Γιατί όμως οι δυο πλευρές δείχνουν παγιδευμένες σε ένα «παίγνιο» διαρκούς κλιμάκωσης που οδηγεί νομοτελειακά στην αναβίωση του Ψυχρού Πολέμου, αλλάζοντας εκ νέου τη φύση των διεθνών σχέσεων σε πλανητικό επίπεδο;
Η απάντηση είναι, «διότι ακριβώς αυτό έχει διακρίνει η άλλη πλευρά στη διαπραγμάτευση που διεξάγεται και πιέζει ασφυκτικά». Γνωρίζει, ότι οι εναλλακτικές του Πούτιν έχουν πολλαπλά προβλήματα, ενώ ο Ρώσος ηγέτης έχει λόγους να ανησυχεί και για την οικονομία της Ρωσίας, παρά την εικόνα χαλαρότητας που δίδουν Ρώσοι αξιωματούχοι, παριστάνοντας ότι οι οικονομικές συνέπειες δεν τους προβληματίζουν.
Ο Ρώσος ηγέτης γνωρίζει, ότι η πρώην ΕΣΣΔ κατέρρευσε όχι λόγω στρατιωτικής αδυναμίας, αλλά οικονομικής, ένα σενάριο που θα μπορούσε να επαναληφθεί σε περίπτωση ενός Ψυχρού Πολέμου. Γνωρίζει ότι η οικονομία της χώρας έχει αποτύχει σε όλους σχεδόν τους τομείς, πλην υδρογονανθράκων και είναι μονοσήμαντα εξαρτημένη. Υπάρχουν και εξαιρετικά επικριτικές δηλώσεις του ίδιου του Βλαντιμίρ Πούτιν για τις επιδόσεις στους άλλους τομείς. Και η προσέλκυση διεθνών κεφαλαίων που θα φέρει ανάπτυξη – διαφοροποίηση του οικονομικού μοντέλου, δεν εξυπηρετούνται από όσα διαδραματίζονται στην Ουκρανία αυτή τη στιγμή.
Εν ολίγοις, η δύση, κυρίως όμως οι ΗΠΑ που, σημειωτέον, έχουν σε επίπεδο κυβέρνησης Ομπάμα να αντιμετωπίσουν και την παγιωμένη σε πολλά επίπεδα δημόσια εικόνα ενός «υποχωρητικού προέδρου», θέτει τον Βλαντιμίρ Πούτιν προ του διλήμματος: «Αφού θεωρείς ότι δεν υπάρχει πρόβλημα σε περίπτωση διάρρηξης των δεσμών με τη δύση, ας το δοκιμάσουμε και ‘κάνουμε ταμείο’ στο τέλος».
Πρόκειται για μια κλασική περίπτωση του αποκαλούμενου στη στρατηγική θεωρία «chicken game», με τις δυο πλευρές να έχουν «κλειδωθεί» σε μια πορεία σύγκρουσης πιστεύοντας αμφότερες ότι ο αντίπαλος θα κάνει πίσω πριν τη μετωπική σύγκρουση. Το πρόβλημα σε αυτές τις περιπτώσεις είναι, ότι το ενδεχόμενο «ατυχήματος» είναι υπαρκτό, όσο υπαρκτό είναι και το ενδεχόμενο η μια πλευρά να στείλει σήμα κάποια στιγμή στην άλλη ότι «πατάει φρένο» και να διαπραγματευθεί τον τρόπο με τον οποίο η «επιβράδυνση» στην πορεία της σύγκρουσης μέχρι την τελική «ακινητοποίηση» δεν θα φανεί ως υποχώρηση του ενός ή του άλλου.
Αυτή είναι μια διαδικασία δίνω και παίρνω, από την οποία προφανώς θα αποφευχθούν όσα αποτέλεσαν «κόκκινες γραμμές» για τους δυο αντιπάλους κατά τη φάση της κλιμάκωσης. Να επισημανθεί βέβαια στο σημείο αυτό, ότι η φάση της επιβράδυνσης απαιτεί να υπάρχει αρκετή απόσταση από το «σημείο μηδέν», ώστε να αποφευχθεί η σύγκρουση. Εάν δε, η σύγκρουση έχει πλέον καταστεί αναπόφευκτη, η πραγματοποίησή της με «χαμηλότερη ταχύτητα», πάλι δημιουργεί την ελπίδα επιβίωσης των ανθρώπων, έστω κι αν οι «λαμαρίνες» στραπατσαριστούν… Η παρομοίωση θεωρούμε πως είναι σαφής.
Στο θέμα της Κριμαίας και μόνο η απάντηση που έδωσε η ρωσική πλευρά δια του υπουργού Εξωτερικών, Σεργκέι Λαβρόφ, όπως έγινε γνωστό από τις δηλώσεις του Αμερικανού ομολόγου του, Τζον Κέρι, ότι ο πρόεδρος Πούτιν δεν είναι έτοιμος να προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια προ της ολοκλήρωσης του δημοψηφίσματος, δείχνει δύο πράγματα: Αφενός την επιθυμία της ρωσικής πλευράς να διατηρήσει το διπλωματικό κανάλι επικοινωνίας αποφεύγοντας τη ρήξη, κερδίζοντας παράλληλα χρόνο και αφετέρου να έχει στα χέρια του και ένα συντριπτικό, όπως αναμένεται, αποτέλεσμα, το οποίο θα «νομιμοποιεί», εν μέρει τουλάχιστον, τη ρωσική ενασχόληση με την περιοχή.
Το άλλο ενδιαφέρον σημείο, είναι ότι η αμερικανική πλευρά δείχνει να συνδέει τις κυρώσεις με την ενσωμάτωση της Κριμαίας, στέλνοντας μήνυμα στο Κρεμλίνο, ότι κατά βάθος θέλει να τις αποφύγει, αφήνοντας όμως έτσι ανοιχτό το ενδεχόμενο μη προσάρτησης της περιοχής στη Ρωσική Ομοσπονδία, η οποία στο εξής θα τελεί σε ένα διεθνές καθεστώς τύπου Αμπχαζίας – Νότιας Οσετίας. Αυτό βέβαια δεν είναι αποδεκτό στη δύση, όμως της δημιουργεί ένα ζήτημα στις σχέσεις με τη Γεωργία: Γιατί στην Κριμαία υπάρχει μια επιμονή που δεν υπήρξε στις άλλες δύο περιπτώσεις;
Θεωρητικά μιλώντας, αυτό θα μπορούσε να είναι ένα προσωρινό σημείο ισορροπίας από το οποίο οι δύο πλευρές θα μπορούσαν να εμπλακούν πιο «εποικοδομητικά» στις διαπραγματεύσεις για την επίλυση της κρίσης. Εξάλλου, ανατρέχοντας πάλι στις δηλώσεις των επαφών Κέρι-Λαβρόφ, θα βρούμε αναφορά σε «πολλές εποικοδομητικές προτάσεις» που έχουν πέσει στο τραπέζι των συζητήσεων – διαπραγματεύσεων.
Ενδεχομένως, η δύση θα μπορούσε να μεσολαβήσει προσφέροντας «καλές υπηρεσίες» για την αποκατάσταση σε ανώτατο επίπεδο (σε χαμηλότερο ήδη υπάρχει) των σχέσεων ανάμεσα στο Κρεμλίνο και τη νέα ηγεσία στο Κίεβο, η δε Ρωσία να ρίξει τους τόνους και στο στρατιωτικό επίπεδο. Η σαφέστατη «κόκκινη γραμμή» για το Κρεμλίνο θα είναι προφανώς η ασφάλεια των ρωσόφωνων πληθυσμών της Ανατολικής Ουκρανίας, ζητώντας με τον τρόπο αυτό και την ουκρανική συμβολή στη διαδικασία αποκλιμάκωσης.
Η δε αναγνώριση από όλες τις πλευρές του κομβικού ρόλου του Βλαντιμίρ Πούτιν στο θέμα, παρότι κρατιέται τεχνηέντως μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας και τις δηλώσεις στο πλαίσιο διαχείρισης της κατάστασης, βάρος που έχει πέσει στον Σ. Λαβρόφ, εξασφαλίζει το ότι εάν και όταν ο Ρώσος πρόεδρος μιλήσει, θα μπορεί να κάνει τη διαφορά και να δώσει νέο νόημα στη διπλωματική προσπάθεια. Όλα αυτά βέβαια ισχύουν σε περίπτωση που οι δυο πλευρές βρουν «σημείο ισορροπίας», αποδεχόμενες ότι η σύγκρουση είναι η χειρότερη εξέλιξη για όλους και βρίσκοντας τρόπο να σταματήσουν τη διαδικασία κλιμάκωσης.
Φεύγοντας από την περίπτωση της Κριμαίας για να εξετάσουμε τη «μεγάλη εικόνα», αυτή της ισορροπίας σε παγκόσμιο επίπεδο ανάμεσα στις ισχυρές δυνάμεις του διεθνούς συστήματος, μπορούμε να προβούμε σε ορισμένες παρατηρήσεις, σε σχέση πάντα με όσα αναφέρθηκαν εισαγωγικά στην παρούσα ανάλυση.
Ο Βλαντιμίρ Πούτιν γνωρίζει την εξάρτηση της δύσης από τους ρωσικούς υδρογονάνθρακες, γνωρίζει όμως παράλληλα τα όρια αυτού του «όπλου». Όπως η Ρωσία δεν επιθυμεί, κατά τη γνώμη του υπογράφοντος, να προσαρτήσει την Κριμαία, αφού εάν το πράξει θα απολέσει αυτομάτως τον μοχλό πίεσης που αξιοποιούσε επί τόσα χρόνια στην προσπάθεια ελέγχου της ουκρανικής διεθνούς συμπεριφοράς, έτσι γνωρίζει και ότι σε περίπτωση διάρρηξης των σχέσεων με τη δύση, το «ενεργειακό όπλο» θα έχει χάσει την ισχύ του. Είναι πανίσχυρο σε ρόλο αποτροπής ενεργειών που βλάπτουν τα ρωσικά συμφέροντα, εάν επέλθει όμως τελικά η ρήξη, αυτή η ισχύς τερματίζεται αυτόματα.
Θεωρητικά μιλώντας, η Ρωσία έχει τη δυνατότητα να κατευθύνει την παραγωγή της στον τομέα των υδρογονανθράκων προς την Κίνα. Έχει όμως λόγους, κατά τη γνώμη του υπογράφοντος, να μην επιθυμεί να το κάνει τόσο μαζικά. Ήδη, οι – οικονομικές κυρίως – σχέσεις των δυο χωρών βρίσκονται σε καλό επίπεδο, παρά τα προβλήματα που είχαν προκύψει στο παρελθόν. Έχουν υπογραφεί μεγάλες συμφωνίες στον τομέα των υδρογονανθράκων, με αυτή που αφορά στο πετρέλαιο να έχει ολοκληρωθεί.
Στον τομέα του φυσικού αερίου όμως, οι διαπραγματεύσεις δεν έχουν τελεσφορήσει, αφού οι Κινέζοι επιθυμούν να το προμηθευτούν σε εξαιρετικά χαμηλή τιμή (αρκετά χαμηλότερα των 300 δολαρίων ανά 1.000 κυβικά μέτρα), όπως η Ουκρανία όταν συμφωνήθηκε με τη Μόσχα «πακέτο» βοήθειας, ώστε να αποφύγει τη χρεοκοπία, ως επιβράβευση για τη μη υπογραφή της συμφωνίας σύνδεσης με την ΕΕ και πριν την ανατροπή του φιλορώσου Βίκτορ Γιανουκόβιτς. Το επιχείρημα είναι απλό, πέραν του ότι και οι δυο χώρες έχουν ταχθεί υπέρ της ανάδυσης ενός πολυπολικού (multipolar) κόσμου: Θα αδυνατίσει ή θα ενισχυθεί η διαπραγματευτική ισχύς του Πεκίνου έναντι της Μόσχας σε περίπτωση έστω και μερικής απώλειας της ευρωπαϊκής αγοράς από τη Ρωσία; Πόσο διατεθειμένος είναι ο Βλαντμίρ Πούτιν να ανεχθεί την εξάρτηση της χώρας του από τις διαθέσεις της Κίνας;
Και να μην λησμονιέται, ότι όσα γράφτηκαν στο προηγούμενο άρθρο – ανάλυση περί της ρωσικής ανησυχίας λόγω γεωγραφίας στα δυτικά σύνορα (απουσία φυσικού συνόρου για αμυντικούς σκοπούς και ανάγκη διατήρησης ουδέτερης ζώνης ασφαλείας), ισχύει ακόμα περισσότερο στην περιοχή της Σιβηρίας, η οποία είναι και εξαιρετικά αραιοκατοικημένη (μέγα πρόβλημα το δημογραφικό για τη Ρωσική Ομοσπονδία), απέναντι σε ένα εξαιρετικά δυναμικό πληθυσμό. Ευτυχώς που υπάρχει και η Μογγολία (η Ουκρανία της περιοχής…) που παρεμβάλλεται ανάμεσα στην «αρκούδα» και τον «δράκο», περιορίζοντας τα κοινά τους σύνορα.
Ηρεμία επικρατεί – προς το παρόν τουλάχιστον… – και στα σύνορα με το ταχέως αναπτυσσόμενο τα τελευταία χρόνια Καζακστάν. Υπενθυμίζεται, ότι η Κίνα επιδεικνύει τεράστιο ενδιαφέρον για την περιοχή της Κεντρικής Ασίας, ένα θέμα που μπορεί να δημιουργήσει σοβαρές τριβές μεταξύ Μόσχας-Πεκίνου στο όχι και τόσο μακρινό μέλλον.
Ίσως το μεγαλύτερο πρόβλημα της Ρωσίας, όσο τουλάχιστον διαρκεί η εξάρτησή της από τους υδρογονάνθρακες, να είναι η προσπάθεια εξισορρόπησης και ελιγμού ανάμεσα στην Ευρώπη και την Κίνα. Το μέγα ερώτημα για τη Μόσχα είναι μάλλον, πως θα μπορούσε να διατηρήσει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της και να διασφαλίσει ότι η άμυνα της αχανούς χώρας που είναι τόσο δύσκολο να κυβερνηθεί (μην το υποτιμούμε, εξηγείται το στιλ διακυβέρνησης Πούτιν, που ποτέ δεν θα μπορούσε να είναι κατά το δυτικό πρότυπο) δεν θα απειληθεί και να επιλέξει με ποια πλευρά θα επιχειρήσει να συνεργαστεί για να αναπτύξει την οικονομία της.
Η αίσθηση είναι, ότι σε περίπτωση που κληθεί να επιλέξει ανάμεσα στην ΕΕ και την Κίνα, η επιλογή θα ήταν αναμφισβήτητα η πρώτη. Το ζητούμενο είναι όμως πως με κάποιον τρόπο θα πρέπει να αισθανθεί ότι δεν θα κινδυνεύσει η ασφάλειά της. Διότι πλήθος διακηρύξεων σε επίπεδο εξωτερικής πολιτικής από την πλευρά των δυτικών χωρών, ασχέτως του πόσο εκπροσωπούν την «πολιτική ορθότητα», ιδωμένα από τη ρωσική οπτική γωνία, προκαλούν εφιάλτες στο Κρεμλίνο. Κι έτσι, ευρύτερη οικονομική συνεργασία δεν μπορεί να ευδοκιμήσει…
πηγή
Δημοσίευση σχολίου