Σε μιά συζήτηση με ένα φίλο, στο πλαίσιο ανταλλαγής αναμνήσεων, αναφέρθηκε σε συμμετοχή του σε ένα ενδοευρωπαϊκό συνέδριο, με τα λοιπά μέλη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, όπου είχε να αντιμετωπίσει σε κάποιο θέμα αρνητική στάση του Γερμανού Αντιπροσώπου. «Ήταν», είπε, «βεβαίως, ανθέλλην». Μου έκανε εντύπωση η ευκολία με την οποία ο όρος αυτός απεδίδετο σε κάποιον ο οποίος, κατά πάσα πιθανότητα, δεν είχε τίποτα το προσωπικό εναντίον παντός του ελληνικού.
Σκέφθηκα πόσο συχνά και πόσο αβασάνιστα χρησιμοποιείται αυτό το επίθετο. Και μέσα στον αναλογισμό μου αυτό, αναρωτήθηκα από πότε χρησιμοποιείται ο όρος αυτός. Το έψαξα και βρέθηκα πρό εκπλήξεως.
Το Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης του Σκαρλάτου Βυζαντίου (1852) δεν τον περιέχει.Ούτε το Λεξικό του Ζηκίδη (1913). Ούτε το Λεξικό της Πρωίας (1933). Ούτε κάν το Επίτομο Λεξικό του Ηλίου,στη δεκαετία του 1950. Ο κατάλογος αυτός δεν είναι βέβαια εξαντλητικός αλλά καλύπτει ένα αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα και μπορεί να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι, άν η λέξις «ανθέλλην» -νεολογισμός άν όχι συγχρονολογισμός- εχρησιμοποιείτο και παλαιότερα τούτο θα συνέβαινε άκρως περιστασιακά και πάντως όχι με την άνεση με την οποία χρησιμοποιείται πιά σήμερα. Προφανώς η έκφραση αυτή έγινε του συρμού όταν αρχίσαμε να πιστεύουμε ότι περιστοιχιζόμαστε από έχθρούς .
Αναρωτιέμαι άν υπάρχει άλλος λαός στον κόσμο που έχει κατασκευάσει στην γλώσσα του λέξη που να σημαίνει ότι τρίτοι, εξ ορισμού, τον αντιπαθούν και τον καταπολεμούν. Και όχι μόνο μία, αλλά δύο, γιατί υπάρχει και ο γλωσσολογικά πλέον δόκιμος όρος «μισέλλην». Αυτός ο όρος βέβαια έχει το μεονέκτημα ότι δεν μπορεί να αναφέρεται παρά σε αλλοδαπούς και μόνον. Ανθέλλην όμως μπορεί να είναι και ο τύποις μεν ΄Ελλην, την ψυχήν όμως εξωμότης που προδίδει τα ιερά και όσια του έθνους....
Στις γλώσσες, με τις οποίες είμαι οικείος, τέτοια λέξη δεν υπάρχει, τουλάχιστον με την ελληνική έννοια. Στα αγγλικά μπορεί να μιλήσει κανείς γιά anti-british, αλλά αυτό έχει περισσότερο την έννοια της αντιθέσεως προς μια συγκεκριμέν πολιτική της Μεγ. Βρετανίας, παρά της απεχθείας προς παν το βρετανικόν. Ακόμη και ο ευρύτατα διαδεδομένος όρος anti-americanism έχει την έννοια της αντιθέσεως προς την αμερικανική πολιτική –η οποία αντιδιαστέλλεται, ακόμη και από τους κομμουνιστές, από εκείνη των καλών αμερικανών – Lincoln, Jack London κλπ.
Στις άλλες γλώσσες, η έννοια είναι ουσιαστικά ανύπαρκτη. Θεωρητικά μπορεί να μιλήσει κανείς στη Γαλλία γιά francophobe, αλλά υποθέτω ότι οι Γάλλοι επενόησαν την λέξη αυτή απλώς και μόνον γιά την πληρότητα του λεξιλογίου τους. Το αυτό και στη Γερμανία ή την Ιταλία.
Κοντολογίς, όταν μία χώρα διαμορφώνει γιά τη γλώσσα της μία λέξη που να υποδηλοί εχθρικά έναντι αυτής αισθήματα, αυτή αναφέρεται σε εκδηλουμένη αντίθεση προς μία ωρισμένη πολιτική που ασκεί το κράτος αυτό. Δεν αναφέρεται σε γενικώτερη αντίθεση πρός το εν λόγω έθνος. Στην Ελλάδα αντιθέτως, όπου καλλιεργείται εσκεμμένως από πλείστους μία εικόνα της χώρας μας ως μονίμως βαλλομένης πανταχόθεν από εχθρούς που άλλο τι δεν επιθυμούν από την εξαφάνισή μας ως έθνους, με προεξάρχουσα διατύπωση της νοοτροπίας αυτής την γνωστή ρήση περί «αναδέλφου έθνους», έχουμε, όπως είπαμε, όχι απλώς μία αλλά δύο λέξεις για να καλύψουμε διάφορες διαβαθμίσεις της εννοίας αυτής.
Διερωτώμαι προς τι αυτή η νοοτροπία –τη στιγμή μάλιστα που τρίτοι, αλλοδαποί, είναι αντιθέτως πεπεισμένοι ότι η Ελλάς τυγχάνει ανέκαθεν εντός των ευρωπαϊκών θεσμών προνομιακής μεταχειρίσεως. Θυμάμαι σε ένα Συνέδριο στην Αττάλεια, απόστρατο Τούρκο Στρατηγό να μαίνεται ενώπιον του ακροατηρίου παραπονούμενος ότι η Ελλάς είναι το χαϊδεμένο παιδί του ΝΑΤΟ, «ενώ εμείς που πάντα είμαστε πιστοί στις θέσεις της Συμμαχίας, που δεν βάλαμε ποτέ υποσημειώσεις και αστερίσκους, μονίμως αγνοούμεθα». Ομολογώ ότι ξαφνιάστηκα όταν άκουσα αυτή την κατασκευή, γιατί ως τότε το μόνο που άκουγα ήταν η ελληνική θέση ότι το ΝΑΤΟ μονίμως ευνοεί την Τουρκία. Δεν με έπεισε ο Τούρκος Στρατηγός ως προς την φιλελληνική τοποθέτηση της Συμμαχίας, αλλά μου κατέστησε σαφές ότι στο θέμα αυτό –όπως και σε πλείστα όσα άλλα- υπάρχουν πάντα δύο οπτικές γωνίες.
Και εδώ νομίζω βρίσκεται σε μεγάλο βαθμό το πρόβλημά μας. Βλέπουμε τα θέματα αποκλειστικά υπό την δική μας οπτική γωνία και δεν δεχόμαστε ότι μπορεί να υπάρξει και άλλη, καλόπιστη, άποψη. Συνεπώς, όταν αντιμετωπίζουμε απόρριψη ή αμφισβήτηση των απόψεών μας, η άμεση αντίδραση είναι ότι η θέση αυτή εδράζεται σε μία εξ υπαρχής αντίθεση κατά παντός του ελληνικού, συνεπώς ο συνομιλητής μας είναι εκ κατασκευής «ανθέλλην» και δεν χρειάζεται κάν να καταβάλουμε τον κόπο να τον μεταπείσουμε –πως να μεταπείσης κάποιον ο οποίος εξ ορισμού δεν είναι διατεθειμένος να πεισθή. Αποτέλεσμα, ακολουθούμε τακτική να αποφεύγουμε τη συζήτηση και να ξεγράφουμε τα επιχειρήματα της άλλης πλευράς, αποδίδοντάς τα σε εγγενή ανθελληνισμό...
Η νοοτροπία αυτή είναι όχι μόνον ανόητος αλλά και εξαιρετικά επικίνδυνος. Διότι συνέπειά της είναι ότι εγκαταλείπουμε κάθε προσπάθεια να μεταπείσουμε ένα τρίτο, ο οποίος πλέον θα είναι βέβαιος, όχι μόνο ότι έχει δίκιο, αλλά και ότι εμείς ουσιαστικά το παραδεχόμεθα μιά και δεν αντιτάσσουμε τίποτε.
Επί πλέον ο χαρακτηρισμός διαφόρων –ημεδαπών ή αλλοδαπών, αδιάφορο- ως ανθελλήνων είναι και ένδειξη πνευματικής οκνηρίας και νωθρότητος. Είναι ο εύκολος τρόπος να ξεγράψουμε τη θέση της άλλης πλευράς και να μην κάνουμε την προσπάθεια να σκεφθούμε να εξετάσουμε μήπως και έχει δίκιο ή μήπως έχει κάποιο δίκιο. Δεν σκεπτόμαστε καν να επιστρατεύσουμε, να επικαλεσθούμε και να αναπτύξουμε επιχειρήματα που θα μπορούσαν ενδεχομένως να κλονίσουν τις θέσεις του συνομιλητού μας. Τον/την /τους/τις χαρακτηρίζουμε συλλήβδην και αθρόα «ανθέλληνες» και η υπόθεση έληξε.
Αναρωτιέται κανείς, γιατί έχει διαδοθή αυτή η νοοτροπία και τις τελευταίες δεκαετίες έχουμε αποκτήσει ένα σύμπλεγμα κατωτερότητος και μία σχετική –αν και η έκφραση είναι υπερβολική- μανία καταδιώξεως, απότοκος των οποίων είναι η τάση εντοπίσεως παντού ανθελλήνων.
Πουθενά οι συνέπειες της τάσεως αυτής δεν είναι πιό εμφανείς απ΄ό,τι κατά την παρούσα κρίση. Η τάση είναι να επιρρίπτονται ευθύνες αποκλειστικά στους τρίτους. ΄Ακουσα προσφάτως εν ενεργεία Υπουργό να λέει κατα την διάρκεια ενός Συνεδρίου ότι η κακή διαχείριση των κοινοτικών πόρων από το 1981, ωφείλετο σε στραβή πολιτική των Βρυξελλών. Μπροστά στο σούσουρο που ακολούθησε την εξυπνάδα του αυτή, προσπάθησε να τα μπαλώσει προσθέτοντας «φταίμε κ’ εμείς». Ακούω ότι γιά όλα φταίει η Siemens που διέφθειρε τους παλλεύκους ημετέρους χρηματισθέντες. Ακούω ότι φταίνε οι Ευρωπαίοι, που μας έδιναν χρήματα χωρίς να ελέγχουν που πάνε –έπρεπε προφανώς να γνωρίζουν ότι επρόκειτο να γίνει η κακή διαχείριση (γιά να το πω ευγενικά) που έγινε. Ακούω ότι πρόκειται για συνωμοσία ώστε να μας πάρουν σε χαμηλές τιμές τα περιουσιακά μας στοιχεία. Να πάρουν κοψοχρονιάς και να εκμεταλλευθούν τον αμύθητο (;) ορυκτο μας πλούτο. Το ότι και εμείς μπορεί να φταίμε δεν το ακούω παρά μόνο όταν πρόκειται να επιρριφθούν ευθύνες στην ετέρα πολιτική παράταξη.
Πολύ απομακρυνθήκαμε από τον αρχικό προβληματισμό γιά την εποχή που άρχισε να χρησιμοποιείται η έκφραση «ανθέλλην». Πιστεύω όμως ειλικρινά ότι γιά όλους τους λόγους που ανέφερα η χρήση του όρου αυτού αντανακλά μία επικίνδυνη νοοτροπία, από την οποία πρέπει το ταχύτερο, ει δυνατόν, να απαλλαγούμε.
΄Ισως ο μόνος τρόπος γιά να σταματήσουμε να χρησιμοπούμε με τόση άνεση τον όρο αυτό είναι να υπενθυμίσω μία σφυγμομέτρηση προ ετών, τα τέλη της δεκαετίας του ’90, της τουρκικής κοινής γνώμης πάνω στο ερώτημα «ποιά χώρα εχθρεύεται την Τουρκία», με περιθώρια πολλαπλών απαντήσεων. Η Ελλάς ήταν, βεβαίως, πρώτη, με κάπου το 75 ο/ο των ψήφων. Το αξιοπρόσεκτο όμως ήταν περίπου το ένα τέταρτο των ερωτηθέντων απήντησε «όλεςοι χώρες». Και αυτό είναι χαρακτηριστικό της τουρκικής νοοτροπίας να βλέπει παντού εχθρούς. Εξ ου και ο Στρατηγός Bir, τότε Υπαρχηγός του Τουρκικού ΓΕΕΘΑ , είχε πει την εποχή εκείνη το περίφημο «η Τουρκία περιστοιχίζεται από δεκατέσσερεις εχθρικές χώρες», ανεξάρτητα από το ότι η Τουρκία δεν διαθέτει καν δεκατέσσερεις όμορες χώρες.
Ας μη καταντήσουμε και εμείς έτσι.
του Δημητρίου ΝεζερίτηΠΗΓΗ
Δημοσίευση σχολίου