Η Λιβύη παραμένει δραστήρια όσον αφορά την εφαρμογή των διατάξεων του δικαίου της θάλασσας, πάντοτε όμως με την τάση να παρεκκλίνει σημαντικά από αυτές. Η Λιβύη του Καντάφι έλυσε τις θαλάσσιες διαφορές της με την Τυνησία (1982) και τη Μάλτα (1985) δικαστικώς, σε αντίθεση με τη σημερινή κυβέρνηση της Τρίπολης που άφησε μελανό αποτύπωμα με την προδήλως παράνομη τουρκολιβυκή οριοθέτηση, ζημιώνοντας την Ελλάδα και την Αίγυπτο. Αυτή τη φορά με απόφαση που πρωτοκόλλησε στα Ηνωμένα Εθνη θέσπισε συνορεύουσα ζώνη, η οποία δεν χαρακτηρίζεται ούτε από άσκηση κυριαρχίας ούτε κυριαρχικών δικαιωμάτων, αλλά πρόκειται αμιγώς για εξουσία διοικητικού και αστυνομικού ελέγχου ώστε να προλάβει ή να καταστείλει δραστηριότητες εντός αυτής της ζώνης που παραβιάζουν τη δημοσιονομική, μεταναστευτική ή υγειονομική νομοθεσία. Εκ του δικαίου της θάλασσας ορίζεται στα 24 ν.μ. από τις ακτές ή τα σημεία βάσης και εκτείνεται μετά το εξωτερικό όριο της αιγιαλίτιδας ζώνης, την οποία η Λιβύη καθόρισε το 1959 στα 12 ν.μ. Η θέσπιση αιγιαλίτιδας και συνορεύουσας ζώνης μονομερώς εναρμονίζεται με την UNCLOS.
Από το σημείο αυτό, ωστόσο, αρχίζουν οι παραβιάσεις. Οπως αναφέρεται στην απόφαση, η συνορεύουσα όπως και η αιγιαλίτιδα ζώνη μετριούνται από την ευθεία γραμμή που κλείνει τον κόλπο της Σύρτης. Η Λιβύη επιμένει να θεωρεί και να απαιτεί ότι η κοιλότητα της Σύρτης αποτελεί κόλπο. Ομως κόλπος κατά το δίκαιο της θάλασσας αφορά στα ύδατα που περικλείονται από το στόμιό του, το εύρος του οποίου δεν πρέπει να υπερβαίνει τα 24 ν.μ., δηλαδή όσο το διπλάσιο του πλάτους μιας αιγιαλίτιδας ζώνης. Μόνο υπό αυτή την προϋπόθεση είναι δυνατόν ένα κράτος να θεσπίσει εσωτερικά ύδατα εντός των οποίων ασκεί απόλυτη κυριαρχία. Γι’ αυτό και ως ζώνη αποκαλείται «υγρό έδαφος» και δεν νοείται αβλαβής διέλευση, πολύ δε λιγότερο ελεύθερη διέλευση.
Ομως, από το ένα άκρο στο άλλο αυτή η κοιλότητα υπερβαίνει τα 180 ν.μ. Η Λιβύη ισχυρίζεται ότι συνιστά ιστορικό κόλπο για να δικαιολογήσει τον αποκλεισμό της θαλάσσιας αυτής περιοχής από κάθε είδους διέλευση, χωρίς τη συναίνεσή της, ιδίως για τα αλλοδαπά κρατικά πλοία. Για να τεκμηριώσει ιστορικά δικαιώματα πρέπει να μην έχει τύχει αμφισβήτησης από τρίτα κράτη, γεγονός που μαρτυράει η αντίδραση από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 πολλών χωρών και της Ελλάδας. Μάλιστα, τον Απρίλιο του 1986 έγινε επιδρομή των ΗΠΑ προκειμένου, μεταξύ άλλων, να καταστήσουν σαφή την εναντίωσή τους έναντι οποιουδήποτε χαρακτηρισμού της Σύρτης ως ιστορικού κόλπου. Η Σύρτη συνιστά ανοικτή θάλασσα τόσο από τη διεθνή πρακτική όσο και από την UNCLOS.
Οι ευθείες γραμμές βάσης από τις οποίες η Λιβύη μετράει τις θαλάσσιες ζώνες όσον αφορά στην κοιλότητα της Σύρτης δεν νομιμοποιούνται να καθορίσουν το εξωτερικό όριο των ζωνών αυτών. Και δεν αφορά αυτό μόνο τη συνορεύουσα ή την αιγιαλίτιδα ζώνη αλλά και τη μελλοντική υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ του, όταν θα έλθει η στιγμή της οριοθέτησής τους. Τυχόν λήψη υπόψη της γραμμής βάσης της Σύρτης μετακινεί τη γραμμή οριοθέτησης βορειότερα σε βάρος τόσο της δυτικής Ελλάδας όσο κυρίως της Ιταλίας. Εάν δε λάβουμε υπόψη και την ακραία εκδήλωση της ευθυδικίας που υπογραμμίζει με τη στάση της η Τρίπολη –εξαιρώντας την Κρήτη και κάθε νησί–, τότε το όριο υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ που θα απαιτήσει θα συμπίπτει με τη νοητή προέκταση της οριοθετικής γραμμής του τουρκολιβυκού μνημονίου κατά πλάτος της ακτογραμμής της Κρήτης και μάλιστα σε πολύ κοντινή απόσταση. Ειδικότερα, με τον χάρτη που προσαρτάται στον ΟΗΕ ορίζονται και οι παρακείμενες/πλευρικές οριοθετήσεις με την Αίγυπτο που συμπίπτουν με το τουρκολιβυκό μνημόνιο του 2019, ενώ με την Τυνησία βρίσκονται στο όριο της δικαστικής απόφασης του 1982. Η προσεπικύρωση της τουρκολιβυκής οριοθέτησης επισημαίνει ότι η Λιβύη εμμένει αταλάντευτη έναντι του παράνομου μνημονίου που συνήψε με την Τουρκία το 2019.
Η Ελλάδα πρέπει να διαμαρτυρηθεί εγκαίρως κατά πρώτον τόσο για ίδιο όσο και για το κοινό συμφέρον αναφορικά με το κλείσιμο της Σύρτης. Δεδομένου ότι η Μεσόγειος αποτελεί ημίκλειστη θάλασσα, μια περιοχή όπως η Σύρτη δεν πρέπει να εγκλωβιστεί σε εσωτερικά ύδατα. Παράλληλα, η Αθήνα δεν μπορεί να επιτρέψει μια αυθαίρετη λιβυκή οριοθέτηση με τις αντικείμενες ελληνικές ακτές, εάν αυτή εκκινεί από μη αποδεκτές γραμμές βάσης. Η Ελλάδα οφείλει με την ευκαιρία να διαμαρτυρηθεί για την επιμονή της Λιβύης στο παράνομο τουρκολιβυκό μνημόνιο. Επίσης, με αφορμή την απεικόνιση της τουρκικής επινόησης μονομερούς οριοθέτησης λιβυκής υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ –σκοπίμως αναφέρεται στο προοίμιο ότι έχει ανακηρύξει ΑΟΖ το 2009– και την ταυτόσημη αντίληψη της Λιβύης για μηδενική επήρεια των νησιών και της Κρήτης, η Ελλάδα πρέπει να προλάβει να αποκλείσει τέτοιο ενδεχόμενο, το οποίο θα μπορούσε να μας κοστίσει έκταση 33.900 τετραγωνικών χλμ. σε διεκδικήσεις υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ. Τέτοιας έκτασης περιοχή υποσχέθηκε η Τουρκία στη Λιβύη για να αποδεχτεί την τουρκολιβυκή οριοθέτηση αντί της οριοθέτησης μεταξύ Λιβύης και Κρήτης.
Θα ήταν, επομένως, σφάλμα να αφεθεί η προοπτική αυτή να ωριμάσει και να υποστούμε επέκταση της ζημίας που επιχείρησε το τουρκολιβυκό μνημόνιο, το οποίο ευτυχώς διεμβολίστηκε με τη νόμιμη συμφωνία ΑΟΖ Ελλάδας – Αιγύπτου του 2020. Εντούτοις, ανάλογη αντίδραση συμφωνίας με άλλο κράτος δεν θα είναι δυνατή στο ενδεχόμενο μιας μονομερούς οριοθέτησης της Λιβύης πλην της επίλυσης. Επομένως, έστω και με ελάχιστα περιθώρια επιτυχίας, ας καλέσουμε την κυβέρνηση της Τρίπολης για διαπραγμάτευση επί τη βάσει των αρχών οριοθέτησης της UNCLOS. Γιατί μπορεί αυτή να είναι προσωρινή και απονομιμοποιημένη εσωτερικά, ωστόσο είναι η κυβέρνηση που τυπικά αντιπροσωπεύει το σύνολο της Λιβύης και η χώρα μας την αναγνωρίζει και διατηρεί διπλωματικές σχέσεις.
Τέλος, η κινητικότητα από πλευράς Τρίπολης μας υποχρεώνει να επανεκτιμήσουμε το ζήτημα της χάραξης γραμμών βάσης και κλεισίματος των κόλπων στην επικράτειά μας. Τυχόν εκ του πονηρού ερμηνεία εκ μέρους της Αγκυρας ότι έτσι δήθεν παραβιάζεται το πνεύμα της Διακήρυξης των Αθηνών πρέπει να απορριφθεί εκ προοιμίου και να της επεξηγηθεί ότι καμία προσπάθεια σφετερισμού (δυνητικών) κυριαρχικών δικαιωμάτων μας δεν θα μένει αναπάντητη, χάριν οποιασδήποτε συμφωνίας.
* Ο κ. Πέτρος Λιάκουρας είναι καθηγητής Διεθνούς Δικαίου και διευθυντής του μεταπτυχιακού προγράμματος «Διεθνείς και Ευρωπαϊκές Σπουδές» στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς.
** Ο κ. Κωνσταντίνος Φίλης είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και διευθυντής του Ινστιτούτου Διεθνών Υποθέσεων (IGA) στο Αμερικανικό Κολλέγιο Ελλάδος.
Δημοσίευση σχολίου