
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ
Η στρατικοποίηση των Νησιών του Ανατολικού Αιγαίου αποτελεί έναν από τους πλέον ακανθώδεις κόμβους στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, με άμεση αντανάκλαση στη σταθερότητα της Ανατολικής Μεσογείου και στη συνοχή της νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ. Για την Ελλάδα, η παρουσία στρατιωτικών δυνάμεων στα νησιά είναι αδιάσπαστα συνδεδεμένη με την κυριαρχία, την ασφάλεια και την αποτροπή· για την Τουρκία, συνιστά μόνιμο αντικείμενο καταγγελίας περί παραβίασης διεθνών συνθηκών. Το διακύβευμα δεν είναι απλώς νομικό αλλά βαθιά γεωπολιτικό, καθώς επηρεάζει το status quo του Αιγαίου, την ισορροπία δυνάμεων και τη δυνατότητα της Ελλάδας να υπερασπιστεί την εδαφική της ακεραιότητα.
Η διαμόρφωση του καθεστώτος των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου υπήρξε αποτέλεσμα διαδοχικών διεθνών συνθηκών και γεωπολιτικών συμβιβασμών.
• Συνθήκη του Λονδίνου (1913): Αποφασίστηκε η παραχώρηση των νησιών στην Ελλάδα, αλλά ήδη τότε τέθηκαν όροι για τον περιορισμό στρατιωτικών εγκαταστάσεων.
• Συνθήκη της Λωζάνης (1923): Στο άρθρο 13, οι ρυθμίσεις περιλαμβάνουν περιορισμό της στρατιωτικής παρουσίας στη Λέσβο, Χίο, Σάμο και Ικαρία. Το πνεύμα της Λωζάνης ήταν η αποκατάσταση ισορροπίας στην περιοχή μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τη Μικρασιατική Καταστροφή.
• Συνθήκη του Μοντρέ (1936): Αποτέλεσε καίρια μεταβολή, αίροντας περιορισμούς για τα Στενά και επιτρέποντας στην Τουρκία να επανεξοπλίσει την περιοχή. Η Ελλάδα υποστηρίζει ότι οι σχετικές ρυθμίσεις συνεπάγονται δικαίωμα προσαρμογής και στα νησιά.
• Συνθήκη των Παρισίων (1947): Η Ελλάδα παρέλαβε τα Δωδεκάνησα με όρο αποστρατικοποίησης. Όμως η Τουρκία δεν ήταν συμβαλλόμενο μέρος, άρα δεν διαθέτει δικαιώματα τρίτου κράτους για επίκληση της συνθήκης.
Η Ελλάδα θεωρεί ότι καμία συνθήκη δεν αίρει το θεμελιώδες δικαίωμα αυτοάμυνας που κατοχυρώνεται στον Χάρτη του ΟΗΕ.
Η Τουρκία θεωρεί ότι η στρατικοποίηση των Νησιών του Ανατολικού Αιγαίου συνιστά παραβίαση συγκεκριμένων διεθνών συνθηκών. Σύμφωνα με την επιχειρηματολογία της, η αποστρατικοποίηση συνδέεται άρρηκτα με την ίδια την παραχώρηση κυριαρχίας. Με άλλα λόγια, η κυριαρχία της Ελλάδας επί των νησιών θεωρείται από την Άγκυρα «υπό όρους», γεγονός που –κατά την άποψή της– περιορίζει τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα. Επικαλείται ότι η στρατιωτική παρουσία αλλοιώνει την ισορροπία δυνάμεων στο Αιγαίο και υπονομεύει την ασφάλεια της Τουρκίας, δημιουργώντας de facto μια κατάσταση που δεν συνάδει με το πνεύμα της Λωζάνης ή των Παρισίων. Τέλος, χρησιμοποιεί ως επιχείρημα το προηγούμενο των Åland Islands στη Βαλτική, τα οποία παραμένουν αποστρατικοποιημένα από τις αρχές του 20ού αιώνα. Η τουρκική θέση είναι ότι το διεθνές δίκαιο πρέπει να ερμηνευτεί με συνέπεια, και επομένως η Ελλάδα οφείλει να τηρήσει τις ρυθμίσεις των συνθηκών χωρίς εξαιρέσεις.
Αυτή η επιχειρηματολογία δεν είναι μεμονωμένη ή τυχαία. Εντάσσεται στη διαχρονική τουρκική στρατηγική αμφισβήτησης της ελληνικής κυριαρχίας στο Αιγαίο. Όπως τονίζει ο Στεργίου στο βιβλίο του Η ελληνοτουρκική διένεξη στο Αιγαίο. Αντίσταση στο μέλλον, οι τουρκικές αιτιάσεις για τη στρατικοποίηση δεν είναι περιστασιακές, αλλά αποτελούν μέρος ενός ευρύτερου σχεδίου, που αποσκοπεί στη σταδιακή απονομιμοποίηση των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων. Μέσω της επαναλαμβανόμενης ρητορικής, η Άγκυρα επιχειρεί να εγκαθιδρύσει στο διεθνές πεδίο την εικόνα ότι η Ελλάδα παρανομεί, ώστε να διαβρώσει τη θέση της Αθήνας σε περίπτωση προσφυγής σε διεθνή fora. Πρόκειται για στρατηγική «νομικής περικύκλωσης», η οποία συνδυάζεται με στρατιωτική πίεση και διπλωματική κινητικότητα.
Η ελληνική απάντηση σε αυτή τη στρατηγική είναι πολυδιάστατη και εδράζεται τόσο στο διεθνές δίκαιο όσο και στην πραγματικότητα ασφάλειας. Η Συνθήκη του Μοντρέ (1936) είναι το πρώτο σημείο αναφοράς. Η Τουρκία έκανε χρήση των διατάξεών της για να επανεξοπλίσει τα Στενά, καταργώντας τους περιορισμούς της Λωζάνης. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να αμφισβητεί στην Ελλάδα το δικαίωμα να προσαρμόσει τη δική της στρατηγική παρουσία στα νησιά. Το δεύτερο επιχείρημα είναι το δικαίωμα αυτοάμυνας, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 51 του Χάρτη του ΟΗΕ. Το τουρκικό casus belli του 1995 –δηλαδή η απειλή χρήσης βίας αν η Ελλάδα επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα 12 ν.μ.– συνιστά διαρκή απειλή. Συνεπώς, η στρατιωτική θωράκιση των νησιών δεν είναι επιλογή, αλλά επιτακτική ανάγκη για την εθνική ασφάλεια.
Εξίσου σημαντικό είναι το ζήτημα της Στρατιάς του Αιγαίου, μιας εξειδικευμένης αποβατικής δύναμης που η Τουρκία έχει εγκαταστήσει στα μικρασιατικά παράλια. Η ίδια η ύπαρξη αυτής της στρατιάς αποτελεί απόδειξη επιθετικής πρόθεσης. Έτσι, η Ελλάδα προβάλλει το επιχείρημα ότι δεν μπορεί να παραμένει αφοπλισμένη απέναντι σε μια τόσο προφανή απειλή.
Η ελληνική θέση ενισχύεται και από συγκριτικά παραδείγματα. Η Gotland στη Βαλτική, που επαναστρατικοποιήθηκε μετά την αυξημένη ρωσική δραστηριότητα, αποδεικνύει ότι οι πολιτικές αποστρατικοποίησης μπορούν να αναθεωρηθούν σε νέα περιβάλλοντα ασφαλείας. Ακόμη και τα Åland Islands, που η Τουρκία επικαλείται, βρίσκονται σήμερα στο επίκεντρο συζήτησης, καθώς η ένταξη της Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ επαναφέρει το θέμα υπό νέο πρίσμα. Με βάση τα παραδείγματα αυτά, η Ελλάδα υποστηρίζει ότι η αποστρατικοποίηση δεν αποτελεί μόνιμη και αμετάκλητη κατάσταση, αλλά ιστορική ρύθμιση που προσαρμόζεται ανάλογα με τις ανάγκες ασφάλειας.
Η διεθνής εμπειρία το επιβεβαιώνει. Τα νησιά Chagos στον Ινδικό Ωκεανό, αν και αρχικά χωρίς στρατιωτική αξία, μετατράπηκαν σε σημαντική βάση των ΗΠΑ και του Ηνωμένου Βασιλείου στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου. Τα ιταλικά νησιά της Μεσογείου, επίσης, προσαρμόστηκαν στις στρατηγικές απαιτήσεις του ΝΑΤΟ και της ΕΕ. Όπως αναλύει ο Στεργίου στο έργο του Αντιμετωπίζοντας το «Διάβολο». Η Ελληνική Ostpolitik, η ελληνική διπλωματία οφείλει να ελίσσεται ανάμεσα σε τυπικές συνθήκες και πραγματικές συνθήκες ισχύος, διατηρώντας την αποτροπή χωρίς εκχώρηση κυριαρχικών δικαιωμάτων. Στο πλαίσιο αυτό, η στρατικοποίηση των νησιών δεν είναι προκλητική ενέργεια, αλλά αμυντικό και απολύτως νόμιμο μέτρο.
Η στρατικοποίηση πρέπει, τέλος, να ιδωθεί στο φως των σημερινών διεθνών εξελίξεων. Ο ρωσοουκρανικός πόλεμος κατέδειξε τη στρατηγική σημασία των θαλάσσιων οδών και των νησιωτικών προγεφυρωμάτων. Τα κράτη που αγνόησαν την αμυντική προπαρασκευή βρέθηκαν σε μειονεκτική θέση. Η ένταξη της Φινλανδίας και της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ αναδιαμόρφωσε τον χάρτη της ευρωπαϊκής ασφάλειας, φέρνοντας στο προσκήνιο ακόμη και το ζήτημα των αποστρατικοποιημένων Åland. Η αμερικανική στρατηγική στην Ανατολική Μεσόγειο βλέπει τα ελληνικά νησιά ως κρίσιμα σημεία ανάσχεσης και υποστήριξης επιχειρήσεων της Συμμαχίας. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, η Ελλάδα διατηρεί το δικαίωμα αποτροπής απέναντι σε μια χώρα που όχι μόνο αμφισβητεί την κυριαρχία της, αλλά έχει συγκροτήσει δυνάμεις με επιθετικό προσανατολισμό στα παράλια του Αιγαίου.
Η στρατικοποίηση, επομένως, δεν είναι επιλογή πολιτικής κλιμάκωσης, αλλά αναγκαία απάντηση στις προκλήσεις της ασφάλειας. Είναι η έκφραση της αρχής ότι η ειρήνη διατηρείται μέσω ισχυρής αποτροπής και όχι μέσω αφοπλισμού.
Το ΝΑΤΟ τυπικά τηρεί ουδετερότητα, όμως η στρατιωτική αξία των νησιών είναι αναγνωρισμένη. Η ΕΕ, από την άλλη, αντιμετωπίζει τα νησιά ως μέρος της επικράτειας κράτους-μέλους και η ασφάλειά τους συνδέεται με τη στρατηγική αυτονομία της Ευρώπης.
Όπως υπογραμμίζει ο Στεργίου στο βιβλίο Δύο ξένοι στην ίδια συμμαχία. Η Ελλάδα, η Τουρκία, το ΝΑΤΟ και το Κυπριακό (1973–1988), η Συμμαχία συχνά αδυνατεί να επιλύσει τις ελληνοτουρκικές αντιθέσεις, αφήνοντας την Ελλάδα να βασίζεται στις δικές της δυνάμεις. Αυτό καθιστά τη στρατικοποίηση των νησιών αναγκαιότητα και όχι επιλογή πολυτέλειας.
Η στρατικοποίηση των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου δεν αποτελεί πρόκληση ούτε παραβίαση διεθνούς δικαίου, αλλά αναγκαία προσαρμογή στις σημερινές συνθήκες ασφάλειας. Η Τουρκία την εργαλειοποιεί για να αμφισβητήσει ελληνικά δικαιώματα, όμως η διεθνής πρακτική δείχνει ότι οι τυπικοί περιορισμοί δεν μπορούν να υπερισχύσουν της ανάγκης ασφάλειας και αποτροπής.
Για την Ελλάδα, η στρατικοποίηση είναι πράξη κυριαρχίας, αυτοάμυνας και συμμόρφωσης προς το πνεύμα του διεθνούς δικαίου, όχι παραβίασής του. Στο ρευστό περιβάλλον της Ανατολικής Μεσογείου, όπου οι ισορροπίες αλλάζουν συνεχώς, η ενίσχυση της άμυνας των νησιών αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο για την ειρήνη, τη σταθερότητα και την αποτροπή.
Με το παρόν άρθρο αναδείξαμε τις ιστορικές, νομικές και γεωπολιτικές διαστάσεις της στρατικοποίησης των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου, ένα ζήτημα που συνδέεται άμεσα με την ασφάλεια και τη σταθερότητα της περιοχής. Την επόμενη εβδομάδα, θα στραφούμε σε ένα εξίσου κρίσιμο πεδίο: τη Νοτιοανατολική Μεσόγειο σε ενεργειακό και γεωπολιτικό επίπεδο, αναλύοντας πώς οι ανακαλύψεις φυσικού αερίου, οι νέες συνεργασίες και οι ανταγωνισμοί μεγάλων και περιφερειακών δυνάμεων αναδιαμορφώνουν το στρατηγικό περιβάλλον και τις προοπτικές της Ελλάδας.
• Συνθήκη του Λονδίνου (1913): Αποφασίστηκε η παραχώρηση των νησιών στην Ελλάδα, αλλά ήδη τότε τέθηκαν όροι για τον περιορισμό στρατιωτικών εγκαταστάσεων.
• Συνθήκη της Λωζάνης (1923): Στο άρθρο 13, οι ρυθμίσεις περιλαμβάνουν περιορισμό της στρατιωτικής παρουσίας στη Λέσβο, Χίο, Σάμο και Ικαρία. Το πνεύμα της Λωζάνης ήταν η αποκατάσταση ισορροπίας στην περιοχή μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τη Μικρασιατική Καταστροφή.
• Συνθήκη του Μοντρέ (1936): Αποτέλεσε καίρια μεταβολή, αίροντας περιορισμούς για τα Στενά και επιτρέποντας στην Τουρκία να επανεξοπλίσει την περιοχή. Η Ελλάδα υποστηρίζει ότι οι σχετικές ρυθμίσεις συνεπάγονται δικαίωμα προσαρμογής και στα νησιά.
• Συνθήκη των Παρισίων (1947): Η Ελλάδα παρέλαβε τα Δωδεκάνησα με όρο αποστρατικοποίησης. Όμως η Τουρκία δεν ήταν συμβαλλόμενο μέρος, άρα δεν διαθέτει δικαιώματα τρίτου κράτους για επίκληση της συνθήκης.
Η Ελλάδα θεωρεί ότι καμία συνθήκη δεν αίρει το θεμελιώδες δικαίωμα αυτοάμυνας που κατοχυρώνεται στον Χάρτη του ΟΗΕ.
Η Τουρκία θεωρεί ότι η στρατικοποίηση των Νησιών του Ανατολικού Αιγαίου συνιστά παραβίαση συγκεκριμένων διεθνών συνθηκών. Σύμφωνα με την επιχειρηματολογία της, η αποστρατικοποίηση συνδέεται άρρηκτα με την ίδια την παραχώρηση κυριαρχίας. Με άλλα λόγια, η κυριαρχία της Ελλάδας επί των νησιών θεωρείται από την Άγκυρα «υπό όρους», γεγονός που –κατά την άποψή της– περιορίζει τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα. Επικαλείται ότι η στρατιωτική παρουσία αλλοιώνει την ισορροπία δυνάμεων στο Αιγαίο και υπονομεύει την ασφάλεια της Τουρκίας, δημιουργώντας de facto μια κατάσταση που δεν συνάδει με το πνεύμα της Λωζάνης ή των Παρισίων. Τέλος, χρησιμοποιεί ως επιχείρημα το προηγούμενο των Åland Islands στη Βαλτική, τα οποία παραμένουν αποστρατικοποιημένα από τις αρχές του 20ού αιώνα. Η τουρκική θέση είναι ότι το διεθνές δίκαιο πρέπει να ερμηνευτεί με συνέπεια, και επομένως η Ελλάδα οφείλει να τηρήσει τις ρυθμίσεις των συνθηκών χωρίς εξαιρέσεις.
Αυτή η επιχειρηματολογία δεν είναι μεμονωμένη ή τυχαία. Εντάσσεται στη διαχρονική τουρκική στρατηγική αμφισβήτησης της ελληνικής κυριαρχίας στο Αιγαίο. Όπως τονίζει ο Στεργίου στο βιβλίο του Η ελληνοτουρκική διένεξη στο Αιγαίο. Αντίσταση στο μέλλον, οι τουρκικές αιτιάσεις για τη στρατικοποίηση δεν είναι περιστασιακές, αλλά αποτελούν μέρος ενός ευρύτερου σχεδίου, που αποσκοπεί στη σταδιακή απονομιμοποίηση των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων. Μέσω της επαναλαμβανόμενης ρητορικής, η Άγκυρα επιχειρεί να εγκαθιδρύσει στο διεθνές πεδίο την εικόνα ότι η Ελλάδα παρανομεί, ώστε να διαβρώσει τη θέση της Αθήνας σε περίπτωση προσφυγής σε διεθνή fora. Πρόκειται για στρατηγική «νομικής περικύκλωσης», η οποία συνδυάζεται με στρατιωτική πίεση και διπλωματική κινητικότητα.
Η ελληνική απάντηση σε αυτή τη στρατηγική είναι πολυδιάστατη και εδράζεται τόσο στο διεθνές δίκαιο όσο και στην πραγματικότητα ασφάλειας. Η Συνθήκη του Μοντρέ (1936) είναι το πρώτο σημείο αναφοράς. Η Τουρκία έκανε χρήση των διατάξεών της για να επανεξοπλίσει τα Στενά, καταργώντας τους περιορισμούς της Λωζάνης. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να αμφισβητεί στην Ελλάδα το δικαίωμα να προσαρμόσει τη δική της στρατηγική παρουσία στα νησιά. Το δεύτερο επιχείρημα είναι το δικαίωμα αυτοάμυνας, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 51 του Χάρτη του ΟΗΕ. Το τουρκικό casus belli του 1995 –δηλαδή η απειλή χρήσης βίας αν η Ελλάδα επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα 12 ν.μ.– συνιστά διαρκή απειλή. Συνεπώς, η στρατιωτική θωράκιση των νησιών δεν είναι επιλογή, αλλά επιτακτική ανάγκη για την εθνική ασφάλεια.
Εξίσου σημαντικό είναι το ζήτημα της Στρατιάς του Αιγαίου, μιας εξειδικευμένης αποβατικής δύναμης που η Τουρκία έχει εγκαταστήσει στα μικρασιατικά παράλια. Η ίδια η ύπαρξη αυτής της στρατιάς αποτελεί απόδειξη επιθετικής πρόθεσης. Έτσι, η Ελλάδα προβάλλει το επιχείρημα ότι δεν μπορεί να παραμένει αφοπλισμένη απέναντι σε μια τόσο προφανή απειλή.
Η ελληνική θέση ενισχύεται και από συγκριτικά παραδείγματα. Η Gotland στη Βαλτική, που επαναστρατικοποιήθηκε μετά την αυξημένη ρωσική δραστηριότητα, αποδεικνύει ότι οι πολιτικές αποστρατικοποίησης μπορούν να αναθεωρηθούν σε νέα περιβάλλοντα ασφαλείας. Ακόμη και τα Åland Islands, που η Τουρκία επικαλείται, βρίσκονται σήμερα στο επίκεντρο συζήτησης, καθώς η ένταξη της Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ επαναφέρει το θέμα υπό νέο πρίσμα. Με βάση τα παραδείγματα αυτά, η Ελλάδα υποστηρίζει ότι η αποστρατικοποίηση δεν αποτελεί μόνιμη και αμετάκλητη κατάσταση, αλλά ιστορική ρύθμιση που προσαρμόζεται ανάλογα με τις ανάγκες ασφάλειας.
Η διεθνής εμπειρία το επιβεβαιώνει. Τα νησιά Chagos στον Ινδικό Ωκεανό, αν και αρχικά χωρίς στρατιωτική αξία, μετατράπηκαν σε σημαντική βάση των ΗΠΑ και του Ηνωμένου Βασιλείου στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου. Τα ιταλικά νησιά της Μεσογείου, επίσης, προσαρμόστηκαν στις στρατηγικές απαιτήσεις του ΝΑΤΟ και της ΕΕ. Όπως αναλύει ο Στεργίου στο έργο του Αντιμετωπίζοντας το «Διάβολο». Η Ελληνική Ostpolitik, η ελληνική διπλωματία οφείλει να ελίσσεται ανάμεσα σε τυπικές συνθήκες και πραγματικές συνθήκες ισχύος, διατηρώντας την αποτροπή χωρίς εκχώρηση κυριαρχικών δικαιωμάτων. Στο πλαίσιο αυτό, η στρατικοποίηση των νησιών δεν είναι προκλητική ενέργεια, αλλά αμυντικό και απολύτως νόμιμο μέτρο.
Η στρατικοποίηση πρέπει, τέλος, να ιδωθεί στο φως των σημερινών διεθνών εξελίξεων. Ο ρωσοουκρανικός πόλεμος κατέδειξε τη στρατηγική σημασία των θαλάσσιων οδών και των νησιωτικών προγεφυρωμάτων. Τα κράτη που αγνόησαν την αμυντική προπαρασκευή βρέθηκαν σε μειονεκτική θέση. Η ένταξη της Φινλανδίας και της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ αναδιαμόρφωσε τον χάρτη της ευρωπαϊκής ασφάλειας, φέρνοντας στο προσκήνιο ακόμη και το ζήτημα των αποστρατικοποιημένων Åland. Η αμερικανική στρατηγική στην Ανατολική Μεσόγειο βλέπει τα ελληνικά νησιά ως κρίσιμα σημεία ανάσχεσης και υποστήριξης επιχειρήσεων της Συμμαχίας. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, η Ελλάδα διατηρεί το δικαίωμα αποτροπής απέναντι σε μια χώρα που όχι μόνο αμφισβητεί την κυριαρχία της, αλλά έχει συγκροτήσει δυνάμεις με επιθετικό προσανατολισμό στα παράλια του Αιγαίου.
Η στρατικοποίηση, επομένως, δεν είναι επιλογή πολιτικής κλιμάκωσης, αλλά αναγκαία απάντηση στις προκλήσεις της ασφάλειας. Είναι η έκφραση της αρχής ότι η ειρήνη διατηρείται μέσω ισχυρής αποτροπής και όχι μέσω αφοπλισμού.
Το ΝΑΤΟ τυπικά τηρεί ουδετερότητα, όμως η στρατιωτική αξία των νησιών είναι αναγνωρισμένη. Η ΕΕ, από την άλλη, αντιμετωπίζει τα νησιά ως μέρος της επικράτειας κράτους-μέλους και η ασφάλειά τους συνδέεται με τη στρατηγική αυτονομία της Ευρώπης.
Όπως υπογραμμίζει ο Στεργίου στο βιβλίο Δύο ξένοι στην ίδια συμμαχία. Η Ελλάδα, η Τουρκία, το ΝΑΤΟ και το Κυπριακό (1973–1988), η Συμμαχία συχνά αδυνατεί να επιλύσει τις ελληνοτουρκικές αντιθέσεις, αφήνοντας την Ελλάδα να βασίζεται στις δικές της δυνάμεις. Αυτό καθιστά τη στρατικοποίηση των νησιών αναγκαιότητα και όχι επιλογή πολυτέλειας.
Η στρατικοποίηση των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου δεν αποτελεί πρόκληση ούτε παραβίαση διεθνούς δικαίου, αλλά αναγκαία προσαρμογή στις σημερινές συνθήκες ασφάλειας. Η Τουρκία την εργαλειοποιεί για να αμφισβητήσει ελληνικά δικαιώματα, όμως η διεθνής πρακτική δείχνει ότι οι τυπικοί περιορισμοί δεν μπορούν να υπερισχύσουν της ανάγκης ασφάλειας και αποτροπής.
Για την Ελλάδα, η στρατικοποίηση είναι πράξη κυριαρχίας, αυτοάμυνας και συμμόρφωσης προς το πνεύμα του διεθνούς δικαίου, όχι παραβίασής του. Στο ρευστό περιβάλλον της Ανατολικής Μεσογείου, όπου οι ισορροπίες αλλάζουν συνεχώς, η ενίσχυση της άμυνας των νησιών αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο για την ειρήνη, τη σταθερότητα και την αποτροπή.
Με το παρόν άρθρο αναδείξαμε τις ιστορικές, νομικές και γεωπολιτικές διαστάσεις της στρατικοποίησης των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου, ένα ζήτημα που συνδέεται άμεσα με την ασφάλεια και τη σταθερότητα της περιοχής. Την επόμενη εβδομάδα, θα στραφούμε σε ένα εξίσου κρίσιμο πεδίο: τη Νοτιοανατολική Μεσόγειο σε ενεργειακό και γεωπολιτικό επίπεδο, αναλύοντας πώς οι ανακαλύψεις φυσικού αερίου, οι νέες συνεργασίες και οι ανταγωνισμοί μεγάλων και περιφερειακών δυνάμεων αναδιαμορφώνουν το στρατηγικό περιβάλλον και τις προοπτικές της Ελλάδας.
πηγή
Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του Ellada simera.
Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του Ellada simera.
Δημοσίευση σχολίου