του Αργύρη Μητσογιάννη*
Τις ημέρες που διανύουμε, έχει περάσει στα ψιλά μια σημαντική επέτειος, αυτή της διάλυσης της Σοβιετικής Ένωσης στις 25 Δεκεμβρίου του 1991. Η κατάρρευση της πάλαι ποτέ υπερδύναμης στιγμάτισε το τέλος της μεταβατικής περιόδου (1989-1991) από την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου στην μεταψυχροπολεμική εποχή. Η Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών (ΕΣΣΔ) όπως ήταν η επίσημη ονομασία της υπήρξε ουσιαστικά το διάδοχο κράτος της Τσαρικής Ρωσικής Αυτοκρατορίας ύστερα από την Οκτωβριανή Επανάσταση και τον Ρωσικό Εμφύλιο που ακολούθησε.
Ιδρύθηκε με τη Συνθήκη της 30ης Δεκεμβρίου 1992 από τη συνένωση των Σοβιετικών Δημοκρατιών της Ρωσίας, Ουκρανίας, Λευκορωσίας και Υπερκαυκασίας. Με έκταση (στη μεταπολεμική περίοδο) 22, 4 εκατομμύρια τετραγωνικά χιλιόμετρα ήταν το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της Υφηλίου ενώ το 1991 ο πληθυσμός ανερχόταν σε 293 εκατομμύρια καθιστώντας την το τρίτο πολυπληθέστερο κράτος της Γης. Η ΕΣΣΔ ήταν μια αχανής χώρα ηπειρωτικών διαστάσεων με τεράστιους πλουτοπαραγωγικούς πόρους και ποικιλία κλιματικών περιοχών, η οποία καταλάμβανε την κεντρική περιοχή της Ευρασίας (Heartland) αποτελώντας εκτός από πολιτικό-ιδεολογικό αντίπαλο των δυτικών αστικών δημοκρατιών και τον χερσαίο αντίπαλο των ναυτικών δυνάμεων της Δύσης.
Από πλευράς εσωτερικής δομής η ΕΣΣΔ υπήρξε ένα μονοκομματικό κράτος προσηλωμένο στις αρχές του μαρξισμού-λενινισμού με το κομμουνιστικό κόμμα της χώρας (ΚΚΣΕ) να έχει τον κυρίαρχο ρόλο όχι μόνο στην πολιτική αλλά και γενικότερα στη δημόσια ζωή. Με βάση την οργάνωσή της η ΕΣΣΔ ήταν μια πολυεθνική ομοσπονδιακή χώρα αποτελούμενη από 15 Σοβιετικές Δημοκρατίες συγκροτημένες πάνω σε εθνοτική βάση, καθώς και Αυτόνομες Δημοκρατίες οι οποίες υπάγονταν σε κάποιες από τις πρώτες. Αν και τυπικά ως κράτος η ΕΣΣΔ θεωρείτο αποκεντρωμένη στην πράξη ωστόσο η λειτουργία της ήταν άκρως συγκεντρωτική με τις πολιτικές αποφάσεις και τις κατευθυντήριες γραμμές να λαμβάνονται από τη Μόσχα. Επίσης παρά το γεγονός ότι επίσημα ήταν μια πολυεθνική χώρα και αναγνωρίστηκαν κάποια δικαιώματα στις κατά τόπους εθνότητες όπως η τοπική χρήση της γλώσσας, η ΕΣΣΔ παρέμεινε κατά βάση ένα ρωσικό κράτος το οποίο εξακολουθούσε να εκφράζει τα συμφέροντα των Ρώσων, οι οποίοι ήταν και η μεγαλύτερη εθνότητα αποτελώντας το 51,4%. Ο ρωσικός χαρακτήρας της ΕΣΣΔ παρέμενε σταθερός ακόμη και στην περίπτωση που στην ηγεσία της δεν βρισκόντουσαν ρωσικής καταγωγής ηγέτες, όπως ο Γεωργιανός Στάλιν ή ο Ουκρανός Χρουστσόφ.
Σημείο καμπής στην ιστορία της ΕΣΣΔ ήταν η συμμετοχή στο Β’ ΠΠ και η συνεισφορά της στην ήττα του Άξονα. Αντιμετωπίζοντας το μεγαλύτερο μέρος των γερμανικών στρατευμάτων και έχοντας συνολικά 27 εκατομμύρια νεκρούς στη διάρκεια του πολέμου η ΕΣΣΔ εξήλθε βαρύτατα τραυματισμένη αλλά γεωπολιτικά αναβαθμισμένη ως μία από τις δύο μεταπολεμικές υπερδυνάμεις. Έχοντας υπό την σφαίρα επιρροής της χώρες-δορυφόρους της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης στις οποίες είχε επιβάλλει φίλα προσκείμενα κομμουνιστικά καθεστώτα καθώς και ένα πλέγμα συμμαχικών χωρών ανά την υφήλιο η ΕΣΔΔ ήταν ο κυριότερος αντίπαλος των ΗΠΑ και του δυτικού κόσμου γενικότερα. Ως μία από τις δύο μεγαλύτερες στρατιωτικές και πυρηνικές δυνάμεις της εποχής του Ψυχρού Πολέμου και έχοντας υπό την αιγίδα της πολιτικούς οργανισμούς και συμμαχίες όπως το Σύμφωνο της Βαρσοβίας και η ΚΟΜΕΚΟΝ υπήρξε η ηγέτιδα δύναμη του κομμουνιστικού στρατοπέδου ακόμη και μετά τη ρήξη της με τη Μαοϊκή Κίνα στις αρχές της δεκαετίες του ’60.
Την περίοδο αυτή ο ανταγωνισμός με της ΕΣΣΔ με το δυτικό κόσμο έλαβε καθολικό χαρακτήρα εκτεινόμενος από το πολιτικό και το στρατιωτικό επίπεδο με την κούρσα των εξοπλισμών και τον ανταγωνισμό για την απόκτηση σφαιρών επιρροής ανά την Υφήλιο μέχρι τομείς όπως ο αθλητισμός όπου οι δύο υπερδυνάμεις ανταγωνίζονταν για την πρωτοκαθεδρία στα μετάλλια των Ολυμπιακών Αγώνων. Ωστόσο ο εντεινόμενος ανταγωνισμός με τη Δύση κατέστη ολοένα και πιο δυσβάσταχτος για τη Μόσχα, ιδιαίτερα μετά την επιδείνωση της σοβιετικής οικονομίας από την περίοδο του Μπρέζνιεφ και έπειτα, η οποία ακολούθησε την προηγούμενη περίοδο της ανάπτυξης και της εκβιομηχάνισης.
Το πρόβλημα αυτό έγινε ακόμη πιο έντονο με την άνοδο του Ρόναλντ Ρέηγκαν στην προεδρεία των ΗΠΑ και την έξαρση της κούρσας των εξοπλισμών με αμερικανική πρωτοβουλία, που είχε ως στόχο να εξαντλήσει την ΕΣΣΔ η οποία θα δυσκολευόταν να ανταποκριθείς στις απαιτήσεις ενός τέτοιου ανταγωνισμού.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο μετά τον θάνατο του Μπρέζνιεφ και των γηραιών διαδόχων του αναδείχθηκε στην εξουσία ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ (1985-1991) ο οποίος στην προσπάθειά του να αντιμετωπίσει τα χρονίζοντα πολιτικά και οικονομικά προβλήματα του καθεστώτος εγκαινίασε πολιτικές φιλελευθεροποίησης και μεταρρυθμίσεων, τις γνωστές ως γκλάσνοστ και περεστρόικα, με στόχο όπως πίστευε ο ίδιος να εγκαθιδρύσει «έναν σοσιαλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο». Παρά το γεγονός ωστόσο ότι η πολιτική του οδήγησε στη βελτίωση των σχέσεων των δύο υπερδυνάμεων και μείωση της ψυχροπολεμικής έντασης καθώς και σε βήματα εκδημοκρατισμού των ολοκληρωτικών καθεστώτων της ΕΣΣΔ και των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης, σύντομα ωστόσο η πολιτική αυτή έφερε στην επιφάνεια τις φυγόκεντρες τάσεις που υπήρχαν εν υπνώσει τόσο στο κομμουνιστικό στρατόπεδο όσο και στην ίδια την ΕΣΣΔ.
Στην «εξωτερική αυτοκρατορία» της ΕΣΣΔ, στις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης η φιλελευθεροποίηση έδωσε τη δυνατότητα στους πολίτες των χωρών αυτών να εκφράσουν έντονα και μαζικά την αντίθεσή τους στα φιλοσοβιετικά κομμουνιστικά καθεστώτα οδηγώντας τα στην κατάρρευσή τους το 1989. Η πτώση του τείχους του Βερολίνου (9 Νοεμβρίου 1989) και η κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων σήμαιναν την απώλεια της σοβιετικής σφαίρας επιρροής στην Ανατολική Ευρώπη, η οποία οδήγησε στην επανένωση της Γερμανίας ( 3 Οκτωβρίου 1990), τη διάλυση του Συμφώνου της Βαρσοβίας (1 Ιουλίου 1991) και τον προσανατολισμό των κρατών της Κέντρο-Ανατολικής Ευρώπης προς τη Δύση και τους Ευρώ-Ατλαντικούς θεσμούς.
Ωστόσο οι κλυδωνισμοί που επέφεραν οι αλλαγές δεν άφησαν ανέγγιχτη και την ίδια την ΕΣΣΔ. Η φιλελευθεροποίηση του καθεστώτος έφερε την ηγεσία του Γκορμπατσόφ σε σύγκρουση αφενός μεν με το συντηρητικό κατεστημένο της χώρας που δεν ήταν ευχαριστημένο με τις αλλαγές και αφετέρου με τους ριζοσπάστες μεταρρυθμιστές ηγέτης των οποίων ήταν ο Μπόρις Γιέλτσιν ο οποίος εξελέγη Πρόεδρος της Ρωσικής Ομοσπονδιακής ΣΣΔ το 1990. Ωστόσο πέραν των τριβών στην κεντρική πολιτική σκηνή οι πολιτικές της γκλάσνοστ και της περεστρόικα έφεραν ξανά στο προσκήνιο το εθνοτικό ζήτημα στη ΕΣΣΔ, τόσο με την ανάδειξη των φυγόκεντρων τάσεων ορισμένων Δημοκρατιών που επεδίωκαν την αποδέσμευσή τους από τη Μόσχα όσο και με την επανεμφάνιση εθνικών διαφορών και αντιπαραθέσεων ανάμεσα στους σοβιετικούς λαούς οι οποίες στη διάρκεια του σοβιετικού καθεστώτος παρέμεναν αδρανής.
Ήδη από το 1989 παρατηρούνταν πλέον εντός της επικράτειας της ΕΣΣΔ τριβές ακόμη και περιορισμένης διάρκειας αψιμαχίες σε περιοχές όπως το Ναγκόρνο-Καραμπάχ και η Μολδαβία ενώ οι Βαλτικές Δημοκρατίες (Λιθουανία, Λετονία, Εσθονία) διεκδικούσαν ανοικτά την ανεξαρτητοποίησή τους από τη ΕΣΣΔ. Οι φυγόκεντρες τάσεις έγιναν πιο έντονες έπειτα από την άρση του πολιτικού μονοπωλίου του ΚΚΣΕ όταν σε πολλές από τις Δημοκρατίες εξελέγησαν για πρώτη φορά μη κομμουνιστές υποψήφιοι. Ωστόσο η επανεμφάνιση του εθνοτικού προβλήματος κατέδειξε και τα όρια στα οποία μπορούσε να φθάσει η φιλελευθεροποίηση του καθεστώτος, όπως φάνηκε με τη βίαιη καταστολή των κινητοποιήσεων στη Λιθουανία και τη Γεωργία. Σε αυτό το περιβάλλον όπου για πρώτη φορά από το 1922 ήταν εμφανής ο κίνδυνος της αποσταθεροποίησης του ίδιου του Σοβιετικού κράτους, η ηγεσία του Γκορμπατσόφ αναζητούσε διέξοδο μέσω μίας συμφωνίας που θα οδηγούσε σε μια νέα συνθήκη ένωσης μεταξύ των δημοκρατιών.
Η κρίσιμη καμπή στην πορεία διάλυσης της ΕΣΣΔ υπήρξε το αποτυχημένο πραξικόπημα στις 19-21 Αυγούστου 1991. Οι πραξικοπηματίες, αποτελούμενοι από σκληροπυρηνικά μέλη του κόμματος και στελέχη των ενόπλων δυνάμεων και της KGB, αν και κατάφεραν να καταλάβουν τα κυριότερα κυβερνητικά κτίρια και υπηρεσίες στη Μόσχα και να θέσουν τον Γκορμπατσόφ σε κατ’ οίκον περιορισμό στην Κριμαία, ωστόσο δεν κατόρθωσαν να συσπειρώσουν με το μέρος τους την πλειοψηφία των ενόπλων δυνάμεων και των δυνάμεων ασφαλείας, ενώ απέτυχαν να καταλάβουν το κτίριο του κοινοβουλίου όπου στεγαζόταν το Ανώτατο Σοβιέτ το οποίο το υπερασπίζονταν ομάδες διαδηλωτών με επικεφαλής των Μπόρις Γιέλτσιν. Η απόπειρα έληξε με τη σύλληψη των πρωταιτίων και την επιστροφή του Γκορμπατσόφ στη Μόσχα τα ξημερώματα στις 22 Αυγούστου, ωστόσο το αποτυχημένο πραξικόπημα πυροδότησε εξελίξεις που επιτάχυναν την κατάρρευση της ΕΣΣΔ λίγους μήνες αργότερα.
Ο Γκορμπατσόφ πλέον είχε χάσει των έλεγχο των εξελίξεων και κυρίαρχο πρόσωπο στην πολιτική σκηνή ήταν πλέον ο Γιέλτσιν. Οι εξελίξεις που ακολούθησαν το επόμενο διάστημα ήταν καταιγιστικές. Τις αμέσως επόμενες μέρες με πρωτοβουλία του ίδιου του Γιέλτσιν τέθηκε εκτός νόμου το ΚΚΣΕ και η περιουσία του (κτίρια, αρχεία) περιήλθε στα χέρια του κράτους. Στις αρχές Σεπτεμβρίου οι Βαλτικές Δημοκρατίες οι οποίες είχαν ανακηρύξει μονομερώς την ανεξαρτησία τους αναγνωρίστηκαν από τη Μόσχα ως ανεξάρτητα κράτη στις 6 Σεπτεμβρίου 1991 και λίγες μέρες αργότερα έγιναν μέλη του ΟΗΕ. Τους επόμενους μήνες οι περισσότερες Σοβιετικές Δημοκρατίες με εξαίρεση τις Ρωσία, Καζακστάν και Ουζμπεκιστάν είχαν κηρύξει μονομερή ανεξαρτησία. Μέσα στην εικόνα αποσύνθεσης της ΕΣΣΔ η σοβιετική ηγεσία υπό τον Γκορμπατσόφ προσπάθησε να βρει μια συμβιβαστική λύση συνομοσπονδιακού χαρακτήρα ώστε να διατηρηθεί η ΕΣΣΔ ως κρατική οντότητα μετατρεπόμενη όμως σε ένα αποκεντρωμένο κράτος με ουσιαστικές αρμοδιότητες στις συνιστώσες δημοκρατίες. Ωστόσο οι εξελίξεις που δρομολογήθηκαν με πρωτοβουλία του Γιέλτσιν κατέστησαν τις προσπάθειές του άκαρπες.
Στις 8 Δεκεμβρίου 1991 οι πρόεδροι της Ρωσίας, της Ουκρανίας και της Λευκορωσίας Μπόρις Γιέλτσιν, Λεονίντ Κραβτσούκ και Σεργκέι Σούσκεβιτς σε συνάντησή τους στο δρυμό Μπιελοβιέζα της Λευκορωσίας υπέγραψαν τη Συμφωνία της Μπιελοβιέζα με την οποία κήρυξαν άκυρη τη Συνθήκη Δημιουργίας της ΕΣΣΔ του 1922. Παρά τις αντιδράσεις του Κρεμλίνου το οποίο θεωρούσε τη Συμφωνία αντισυνταγματική αυτή υπερψηφίστηκε από τα κοινοβούλια των τριών σλαβικών δημοκρατιών και στις 21 Δεκεμβρίου η Συμφωνία έγινε αποδεκτή σε συνάντηση στην Άλμα Άτα του Καζακστάν από τους 11 από τους 15 ηγέτες των Σοβιετικών Δημοκρατιών (με την εξαίρεση τις 3 Βαλτικών χωρών και της Γεωργίας) όπου αποφασίστηκε η ίδρυση της Κοινοπολιτείας Ανεξαρτήτων Κρατών (ΚΑΚ).
Η τελευταία πράξη της αποσύνθεσης της ΕΣΣΔ έλαβε χώρα στις 25 Δεκεμβρίου 1991 όταν ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ σε τηλεοπτικό του διάγγελμα ανακοίνωσε την παραίτησή από τη θέση του Προέδρου της ΕΣΣΔ, την κατάργηση της θέσης του Προέδρου της ΕΣΣΔ και την εκχώρηση των αρμοδιοτήτων και των εξουσιών του στο Ρώσο Πρόεδρο θέτοντας και επίσημα τέλος στο εβδομηντάχρονο βίο της ΕΣΣΔ. Τα μεσάνυχτα της ίδιας μέρας η Σοβιετική σημαία υπεστάλη από ιστό του Κρεμλίνου για να αντικατασταθεί από την τρίχρωμη σημαία της Ρωσίας. Την επόμενη μέρα το Συμβούλιο των Δημοκρατιών του Ανωτάτου Σοβιέτ αναγνώρισε τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και την ανεξαρτητοποίηση των πρώην σοβιετικών δημοκρατιών. Η Ρωσική Ομοσπονδία (η οποία καταλάμβανε το 76% της έκτασης της ΕΣΣΔ)ως διάδοχο κράτος της Σοβιετικής Ένωσης ανέλαβε τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της προκατόχου της, όπως η εκπροσώπησή της σε διεθνείς οργανισμούς, τη θέση του μονίμου μέλους του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, ενώ συγκέντρωσε στο έδαφός της το πυρηνικό οπλοστάσιο το οποίο ήταν διαμοιρασμένο σε 4 πρώην δημοκρατίες (Ρωσία, Ουκρανία, Λευκορωσία, Καζακστάν).
Η πτώση της ΕΣΣΔ σήμανε μία τεράστια γεωπολιτική υποχώρηση του ρωσικού παράγοντα, οποίος έχασε όχι μόνο την εξωτερική σφαίρα επιρροής του στην Κεντρική Ευρώπη αλλά και εδαφικές κτήσεις αιώνων στην Ανατολική Ευρώπη, τη Βαλτική, τον Καύκασο και την Κεντρική Ασία, υποχωρώντας ουσιαστικά στα σύνορα του 1700 μΧ και στην εποχή του Μεγάλου Πέτρου.
Η επόμενη δεκαετία ήταν για το νέο ρωσικό κράτος μια περίοδος βαθύτατης και πολύπλευρης κρίσης και παρακμής, από την οποία έχει αρχίσει να ανακάμπτει τα τελευταία χρόνια υπό την ηγεσία του Βλαντιμίρ Πούτιν, ανακτώντας μέρος της παλιάς ισχύος του. Επίσης το τέλος της ΕΣΣΔ σηματοδότησε την εποχή της επικράτησης σε γεωπολιτικό επίπεδο των ΗΠΑ και του δυτικού κόσμου, και σε οικονομικό της αστικού τύπου ελεύθερης οικονομίας η οποία μετεξελίχθηκε στον σύγχρονο παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό.
Ωστόσο, 20 χρόνια μετά και ύστερα από μια δεκαετία όπου η αμερικανική πρωτοκαθεδρία ήταν αδιαμφισβήτητη, τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 καθώς και τα αδιέξοδα της εμπλοκής των ΗΠΑ σε Ιράκ και Αφγανιστάν καταδεικνύουν τα όρια της αμερικανικής ισχύος και τον κίνδυνο της υπερεξάπλωσης των ΗΠΑ, αναγκάζοντας την Ουάσιγκτον να περιορίσει σε σημαντικό βαθμό τον παρεμβατικό της ρόλο στις διεθνείς υποθέσεις σε σχέση με τη δεκαετία του ’90. Επιπλέον σε οικονομικό επίπεδο η σημερινή παγκόσμια οικονομική κρίση και τα αδιέξοδα του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού της απορρύθμισης και της ασύδοτης δράσης των αγορών, κάνουν τη χρυσή εποχή της θριάμβου του καπιταλισμού τη δεκαετία του ’90 και των αισιόδοξων προοπτικών που υπήρχαν για το εγχείρημα της παγκοσμιοποίησης, να μοιάζουν πλέον ως μια μακρινή αισιόδοξη ανάμνηση...
* Διεθνολόγος, στρατηγικός αναλυτής, συνεργάτης ΕΛ.Κ.Ε.Δ.Α.
ΠΗΓΗ
Δημοσίευση σχολίου