του Χρήστου Ιακώβου
Όταν το 1999, με την απόφαση στο Ελσίνκι, άνοιγε ο δρόμος για τον ενταξιακό διάλογο Τουρκίας – ΕΕ, τα κέντρα εξουσίας στην Άγκυρα αντιμετώπιζαν ένα μεγάλο πρόβλημα. Πως θα προσαρμοστεί η χώρα στα ευρωπαϊκά δεδομένα – κατά τα προβλεπόμενα στις κοινοτικές συνθήκες – χωρίς την προηγούμενη αλλαγή των δομών ελέγχου εξουσίας της κεμαλικής παράδοσης και χωρίς να πάψει να παίζει ένα σόλο περιφερειακής υπερδύναμης, με φιλοδοξίες να επιβάλει τις πολιτικές της στον άμεσο γεωπολιτικό της χώρο.
Η Ελληνική πλευρά έκτοτε εστίασε στο εξής ερώτημα: μπορεί να συμβούν και τα δύο αυτά εκ παραλλήλου; Ή θα πρέπει αναγκαστικώς, σε ένα ορατό μέλλον, να γίνει μία επιλογή που θα «στοίχιζε» στο πανίσχυρο στρατιωτικό κατεστημένο, με οφέλη για την ελληνική πλευρά; Με άλλα λόγια, η απάντηση για την Ελληνική πλευρά ευνοούσε την ενίσχυση των Ισλαμιστών σε βάρος των Κεμαλικών με την προσδοκία ότι θα αναθεωρήσει η Τουρκία τις ηγεμονικές της αξιώσεις στα Ελληνοτουρκικά και το Κυπριακό.
Ο Τουρκικός προβληματισμός ενδιαφέρει έως ένα σημείο τους Ευρωπαίους, αλλά ενδιαφέρει πολύ περισσότερο την ελληνική εξωτερική πολιτική, μια και οι συμπεριφορές της Άγκυρας (με την ιδιαίτερη πολιτική κουλτούρα της) συνιστούν εδώ και δεκαετίες σοβαρό πρόβλημα για τις κυβερνήσεις στην Αθήνα. Η Ελληνική πλευρά έκανε, ως γνωστό, μία στρατηγική επιλογή το 1999: Κινείται κατά τρόπο, που θα διευκόλυνε την εμπλοκή της Τουρκίας σταδιακώς στην Ευρωπαϊκή σκηνή, έτσι ώστε να μειώνεται επίσης σταδιακώς και εκ των πραγμάτων η επιθετική πολιτική της χώρας αυτής απέναντι στην Ελλάδα και στην Κύπρο.
Το πρόβλημα για την Αθήνα, όμως προκύπτει από το πως αντιλαμβάνεται η Τουρκική πλευρά αυτή την εμπλοκή της στη σκηνή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, απέναντι στην όποια έχει αναλάβει κάποιες δεσμεύσεις, που όμως δεν είναι άμεσες χρονικώς. Απ’ ότι φαίνεται λοιπόν αυτή την περίοδο, η Τουρκική πλευρά δείχνει να εκτιμά ότι έως ότου εξελιχθεί η «ευρωπαϊκή» της πορεία, θα έχει τον χρόνο που της χρειάζεται, ώστε στο μεταξύ να έχει πετύχει στους στόχους της και στα ελληνοτουρκικά (Αιγαίο) και στο Κυπριακό.
Έτσι, η λογική που διέπει τώρα την ελληνική εξωτερική πολιτική δεν εμποδίζει την Άγκυρα, είτε είναι οι Κεμαλικοί είτε οι Ισλαμιστές στην εξουσία, να έχει ήδη φθάσει κατά κάποιο τρόπο, σε ένα «προθάλαμο», στην προοπτική ενός διμερούς πολιτικού διαλόγου με την Ελλάδα (για το Αιγαίο), που ήταν πάγια θέση της Τουρκίας, και παραλλήλως να έχει σήμερα πολλές ελπίδες, ότι η θέση της για μια διχοτομική συνομοσπονδία στην Κύπρο μπορεί τελικά να επιβληθεί. Από την άλλη πλευρά, η Αθήνα υπολογίζει σε μακροπρόθεσμα κέρδη, ασκώντας τη νέα αναθεωρημένη πολιτική της απέναντι στην Άγκυρα (υπολογίζοντας μάλιστα ιδιαιτέρως στο «Ελσίνκι»), αλλά το θέμα είναι τι κέρδη μπορεί να αποκομίσει μεσοπρόθεσμα (αν όχι και βραχυπρόθεσμα) η τουρκική πλευρά, αξιοποιώντας με τον δικό της τρόπο την νέα ελληνική φιλοσοφία στην πορεία των ελληνοτουρκικών σχέσεων και του διαλόγου για το κυπριακό;
Δεν υποστηρίζω ότι το «παιγνίδι» της τουρκικής πολιτικής είναι οπωσδήποτε εύκολο, ότι δεν έχει εμπόδια να ξεπεράσει. Όμως η Άγκυρα (πάντοτε με το σταθερό πλεονέκτημα της στήριξης που έχει από την Ουάσινγκτον) βρίσκεται αυτή την περίοδο σε καλύτερη θέση από την Αθήνα, καθώς μάλιστα οι όποιες «υποχρεώσεις» της προς την Ευρωπαϊκή Ένωση δεν την εμποδίζουν να μετέχει ως μέλος του ΝΑΤΟ, στην υλοποίηση της σχεδιαζόμενης κοινής ευρωπαϊκής άμυνας και δεν εμποδίζουν, βεβαίως τις υποχρεώσεις της Τουρκίας προς την ΕΕ να δημιουργεί συμμαχίες και στην Ευρώπη στο αίτημά της για πολιτικό διάλογο με την Ελλάδα αλλά και στις απόψεις που παρουσιάζει στο Κυπριακό.
Ποιος μπορεί να αγνοήσει σήμερα τη δύσκολη θέση στην οποία έχει περιέλθει η ηγεσία της Κυπριακής Δημοκρατίας, εξαιτίας του ότι στη διεθνή σκηνή ο Δυτικός κόσμος αντιμετωπίζει με «κατανόηση» τις Τουρκικές απόψεις; Ποιος αγνοεί, τελικά, ότι δεν υπάρχει ευρωπαϊκή κυβέρνηση που να διαφωνεί με την άποψη των ΗΠΑ, για την ανάγκη πολιτικού διαλόγου Ελλάδος – Τουρκίας στα σημεία τριβής για το Αιγαίο, όπως ακριβώς εξελίσσεται σήμερα;
Όταν το 1999, με την απόφαση στο Ελσίνκι, άνοιγε ο δρόμος για τον ενταξιακό διάλογο Τουρκίας – ΕΕ, τα κέντρα εξουσίας στην Άγκυρα αντιμετώπιζαν ένα μεγάλο πρόβλημα. Πως θα προσαρμοστεί η χώρα στα ευρωπαϊκά δεδομένα – κατά τα προβλεπόμενα στις κοινοτικές συνθήκες – χωρίς την προηγούμενη αλλαγή των δομών ελέγχου εξουσίας της κεμαλικής παράδοσης και χωρίς να πάψει να παίζει ένα σόλο περιφερειακής υπερδύναμης, με φιλοδοξίες να επιβάλει τις πολιτικές της στον άμεσο γεωπολιτικό της χώρο.
Η Ελληνική πλευρά έκτοτε εστίασε στο εξής ερώτημα: μπορεί να συμβούν και τα δύο αυτά εκ παραλλήλου; Ή θα πρέπει αναγκαστικώς, σε ένα ορατό μέλλον, να γίνει μία επιλογή που θα «στοίχιζε» στο πανίσχυρο στρατιωτικό κατεστημένο, με οφέλη για την ελληνική πλευρά; Με άλλα λόγια, η απάντηση για την Ελληνική πλευρά ευνοούσε την ενίσχυση των Ισλαμιστών σε βάρος των Κεμαλικών με την προσδοκία ότι θα αναθεωρήσει η Τουρκία τις ηγεμονικές της αξιώσεις στα Ελληνοτουρκικά και το Κυπριακό.
Ο Τουρκικός προβληματισμός ενδιαφέρει έως ένα σημείο τους Ευρωπαίους, αλλά ενδιαφέρει πολύ περισσότερο την ελληνική εξωτερική πολιτική, μια και οι συμπεριφορές της Άγκυρας (με την ιδιαίτερη πολιτική κουλτούρα της) συνιστούν εδώ και δεκαετίες σοβαρό πρόβλημα για τις κυβερνήσεις στην Αθήνα. Η Ελληνική πλευρά έκανε, ως γνωστό, μία στρατηγική επιλογή το 1999: Κινείται κατά τρόπο, που θα διευκόλυνε την εμπλοκή της Τουρκίας σταδιακώς στην Ευρωπαϊκή σκηνή, έτσι ώστε να μειώνεται επίσης σταδιακώς και εκ των πραγμάτων η επιθετική πολιτική της χώρας αυτής απέναντι στην Ελλάδα και στην Κύπρο.
Το πρόβλημα για την Αθήνα, όμως προκύπτει από το πως αντιλαμβάνεται η Τουρκική πλευρά αυτή την εμπλοκή της στη σκηνή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, απέναντι στην όποια έχει αναλάβει κάποιες δεσμεύσεις, που όμως δεν είναι άμεσες χρονικώς. Απ’ ότι φαίνεται λοιπόν αυτή την περίοδο, η Τουρκική πλευρά δείχνει να εκτιμά ότι έως ότου εξελιχθεί η «ευρωπαϊκή» της πορεία, θα έχει τον χρόνο που της χρειάζεται, ώστε στο μεταξύ να έχει πετύχει στους στόχους της και στα ελληνοτουρκικά (Αιγαίο) και στο Κυπριακό.
Έτσι, η λογική που διέπει τώρα την ελληνική εξωτερική πολιτική δεν εμποδίζει την Άγκυρα, είτε είναι οι Κεμαλικοί είτε οι Ισλαμιστές στην εξουσία, να έχει ήδη φθάσει κατά κάποιο τρόπο, σε ένα «προθάλαμο», στην προοπτική ενός διμερούς πολιτικού διαλόγου με την Ελλάδα (για το Αιγαίο), που ήταν πάγια θέση της Τουρκίας, και παραλλήλως να έχει σήμερα πολλές ελπίδες, ότι η θέση της για μια διχοτομική συνομοσπονδία στην Κύπρο μπορεί τελικά να επιβληθεί. Από την άλλη πλευρά, η Αθήνα υπολογίζει σε μακροπρόθεσμα κέρδη, ασκώντας τη νέα αναθεωρημένη πολιτική της απέναντι στην Άγκυρα (υπολογίζοντας μάλιστα ιδιαιτέρως στο «Ελσίνκι»), αλλά το θέμα είναι τι κέρδη μπορεί να αποκομίσει μεσοπρόθεσμα (αν όχι και βραχυπρόθεσμα) η τουρκική πλευρά, αξιοποιώντας με τον δικό της τρόπο την νέα ελληνική φιλοσοφία στην πορεία των ελληνοτουρκικών σχέσεων και του διαλόγου για το κυπριακό;
Δεν υποστηρίζω ότι το «παιγνίδι» της τουρκικής πολιτικής είναι οπωσδήποτε εύκολο, ότι δεν έχει εμπόδια να ξεπεράσει. Όμως η Άγκυρα (πάντοτε με το σταθερό πλεονέκτημα της στήριξης που έχει από την Ουάσινγκτον) βρίσκεται αυτή την περίοδο σε καλύτερη θέση από την Αθήνα, καθώς μάλιστα οι όποιες «υποχρεώσεις» της προς την Ευρωπαϊκή Ένωση δεν την εμποδίζουν να μετέχει ως μέλος του ΝΑΤΟ, στην υλοποίηση της σχεδιαζόμενης κοινής ευρωπαϊκής άμυνας και δεν εμποδίζουν, βεβαίως τις υποχρεώσεις της Τουρκίας προς την ΕΕ να δημιουργεί συμμαχίες και στην Ευρώπη στο αίτημά της για πολιτικό διάλογο με την Ελλάδα αλλά και στις απόψεις που παρουσιάζει στο Κυπριακό.
Ποιος μπορεί να αγνοήσει σήμερα τη δύσκολη θέση στην οποία έχει περιέλθει η ηγεσία της Κυπριακής Δημοκρατίας, εξαιτίας του ότι στη διεθνή σκηνή ο Δυτικός κόσμος αντιμετωπίζει με «κατανόηση» τις Τουρκικές απόψεις; Ποιος αγνοεί, τελικά, ότι δεν υπάρχει ευρωπαϊκή κυβέρνηση που να διαφωνεί με την άποψη των ΗΠΑ, για την ανάγκη πολιτικού διαλόγου Ελλάδος – Τουρκίας στα σημεία τριβής για το Αιγαίο, όπως ακριβώς εξελίσσεται σήμερα;
Δημοσίευση σχολίου