Tου Χρήστου Ιακώβουδιευθυντή του Κυπριακού Κέντρου Μελετών (KYKEM)
Μετά την πρόσφατη ανταλλαγή επιστολών των πρωθυπουργών Ελλάδος και Τουρκίας, οι ελληνοτουρκικές σχέσεις εισήλθαν σε μία νέα φάση κινητικότητας.
Η Τουρκία στοχεύει σε μία διαπραγμάτευση εφ’ όλης της ύλης ενώ η Ελληνική κυβέρνηση επιμένει στη λογική που καθόρισε η απόφαση στο Ελσίνκι το 1999, δηλαδή σε περίπτωση που οι διερευνητικές επαφές δεν καταλήξουν να παραπεμφθούν στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.
Η Τουρκική επιδίωξη τακτικής, μέσω μιας διαπραγμάτευσης εφ’ όλης της ύλης, είναι να νομιμοποιήσει διεθνώς τις μονομερείς της διεκδικήσεις αφού αποτελεί κανόνα όταν οι μονομερείς διεκδικήσεις γίνονται αντικείμενο διαπραγμάτευσης μετατρέπονται διεθνώς σε πολιτικά νομιμοποιημένες διμερείς διαφορές. Επομένως η Τουρκική πλευρά έχει μόνο να κερδίσει από αυτή τη μορφή διαλόγου.
Από την άλλη η Ελλάδα, έχοντας εγκλωβιστεί στις διακηρύξεις του πρωθυπουργού της, θα προκαλούσε διπλωματικό κόστος να αρνηθεί σήμερα το διάλογο. Αυτό στο οποίο στοχεύει η Ελληνική πλευρά, πέραν της προσπάθειας να κατευνάσει την αυξημένη επιθετικότητα της Τουρκίας, είναι να αναγκάσει την Άγκυρα, μέσω της διαδικασίας του διαλόγου να αποδεχθεί την προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Το ερώτημα στρατηγικής, όμως, που προκύπτει από αυτήν την υπόθεση είναι κατά πόσο η Χάγη θα μπορούσε να αποτελέσει σταθερή επιδίωξη ή ακόμη υποκατάστατο της Ελληνικής εξωτερικής πολιτικής στις ελληνοτουρκικές διαφορές.
Το ερώτημα αυτό φέρει στην επιφάνεια δύο ζητήματα: α) την επανεξέταση της Συνθήκης της Λωζάνης, η οποία σημάδεψε καθοριστικά τις Ελληνοτουρκικές σχέσεις και β) αν το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης αποτελεί ασφαλή επιλογή για την Ελλάδα.
Σε ό,τι αφορά το πρώτο ερώτημα. Με τη Συνθήκη της Λωζάνης, στα 143 άρθρα της και στα 18 πρωτόκολλα που τη συνοδεύουν ρυθμίστηκε μία ευρεία γκάμα θεμάτων μεταξύ των οποίων κάποια αφορούν τις Ελληνοτουρκικές σχέσεις. Αν και διεθνώς η Συνθήκη πέρασε στη λήθη, η Ελλάδα και η Τουρκία, αποτελούν την εξαίρεση και επικαλούνται τη συνθήκη με συστηματική συνέπεια. Τα σημεία αμοιβαίου ενδιαφέροντος για τις δύο χώρες σε σχέση με τη συνθήκη είναι δύο. Α) το άρθρο 12 το οποίο ξεκαθαρίζει το καθεστώς των νησιών του Βορείου Αιγαίου τα οποία μετά το 1923 περιήλθαν υπό Ελληνική κυριαρχία καθώς επίσης προσδιορίζει και τα όρια της Τουρκίας στο Αιγαίο, ορίζοντας ότι τα νησιά που ευρίσκονται σε μικρότερη απόσταση των τριών μιλίων από την ασιατική παραμένουν υπό Τουρκική κυριαρχία και το άρθρο 15 το οποίο αφορά τα Δωδεκάνησα τα οποία τότε είχαν περιέλθει κάτω από Ιταλική κυριαρχία. Β) Το πρωτόκολλο έξι της συνθήκης το οποίο αφορά την Ελληνική μειονότητα της Κωνσταντινούπολης και τη Μουσουλμανική μειονότητα της Δυτικής Θράκης, όπου το νομικό πλαίσιο προστασίας των δύο μειονοτήτων καθορίστηκε με τα άρθρα 38-45 της Συνθήκης. Θα μπορούσε κανείς να αναφέρει και το άρθρο 14 της Συνθήκης που προβλέπει το καθεστώς διοικητικής αυτονομίας της Ίμβρου και της Τενέδου το οποίο όμως δεν εφαρμόστηκε ποτέ.
Το 1996, κατά την κρίση των Ιμίων, η Τουρκία επικαλέσθη την Συνθήκη για να ισχυρισθεί ότι υπάρχουν γκρίζες ζώνες στο Αιγαίο επί των βραχονησίδων που δεν αναφέρονται ονομαστικά στη Συνθήκη.
Σε σχέση με το δεύτερο σημείο αμοιβαίου ενδιαφέροντος, αμφότερες οι χώρες, σύμφωνα με τη Συνθήκη, έχουν καταστεί οι θεματοφύλακες των δύο μειονοτήτων γεγονός που δημιουργεί μία αμοιβαιότητα ως προς την αντιμετώπιση των μειονοτήτων. Αν κρίνει κανείς, μετά από 85 χρόνια, η αμοιβαιότητα δεν μπόρεσε να λειτουργήσει αποτρεπτικά ως προς τη συρρίκνωση και σταδιακή εξαφάνιση της Ελληνικής μειονότητας στην Κωνσταντινούπολη ούτε προέτρεψε την Ελλάδα να συμπεριφερθεί όπως το Τουρκικό κράτος στα Σεπτεμβριανά του 1955. Μπορεί κανείς εντοπίσει στοιχεία πλημμελούς εφαρμογής της Συνθήκης της Λωζάνης από την Ελλάδα σε σχέση με τη Μουσουλμανική μειονότητα, σε καμία όμως περίπτωση η Ελλάδα δεν επεδίωξε να μιμηθεί τις πρακτικές της Τουρκίας στην αντιμετώπιση των μειονοτήτων.
Εδώ θα πρέπει να τονιστεί ότι παρά την κατάφωρη παραβίαση των δικαιωμάτων της ελληνικής μειονότητας στην Κωνσταντινούπολη η Ελλάδα δεν έκανε ποτέ χρήση της δυνατότητας προσφυγής στο διεθνές δικαστήριο της Χάγης, όπως προβλεπόταν στο άρθρο 44 της συνθήκης της Λωζάνης.
Σε ότι αφορά το θέμα του Οικουμενικού Πατριαρχείου, που αποτελεί ζήτημα άμεσου Ελληνικού ενδιαφέροντος, στη Συνθήκη της Λωζάνης δεν γίνεται αναφορά γι’ αυτό και επομένως δεν μπορεί να γίνει επίκληση της Συνθήκης για την προστασία του καθεστώτος και της περιουσίας του.
Στην πραγματικότητα σήμερα, η επίκληση της Συνθήκης της Λωζάνης «νομιμοποιεί» την Τουρκία να είναι ο μοναδικός προστάτης της Μουσουλμανικής μειονότητας και κατ’ επέκταση να παρεμβαίνει στα εσωτερικά της Ελλάδας, παρουσιάζοντας την Αθήνα ότι παραβιάζει στοιχειώδη άρθρα του Συντάγματος περί σεβασμού ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Επιπλέον, η Τουρκία θα συνεχίσει να επικαλείται συνεχώς τη Συνθήκη σε ό,τι αφορά την αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του Βορείου Αιγαίου.Σε τελική ανάλυση, λανθασμένες πρακτικές του παρελθόντος έφεραν τα πράγματα σε τέτοιο σημείο όπου η επίκληση της Συνθήκης της Λωζάνης να ευνοεί μόνο την Τουρκία.
Μετά την πρόσφατη ανταλλαγή επιστολών των πρωθυπουργών Ελλάδος και Τουρκίας, οι ελληνοτουρκικές σχέσεις εισήλθαν σε μία νέα φάση κινητικότητας.
Η Τουρκία στοχεύει σε μία διαπραγμάτευση εφ’ όλης της ύλης ενώ η Ελληνική κυβέρνηση επιμένει στη λογική που καθόρισε η απόφαση στο Ελσίνκι το 1999, δηλαδή σε περίπτωση που οι διερευνητικές επαφές δεν καταλήξουν να παραπεμφθούν στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.
Η Τουρκική επιδίωξη τακτικής, μέσω μιας διαπραγμάτευσης εφ’ όλης της ύλης, είναι να νομιμοποιήσει διεθνώς τις μονομερείς της διεκδικήσεις αφού αποτελεί κανόνα όταν οι μονομερείς διεκδικήσεις γίνονται αντικείμενο διαπραγμάτευσης μετατρέπονται διεθνώς σε πολιτικά νομιμοποιημένες διμερείς διαφορές. Επομένως η Τουρκική πλευρά έχει μόνο να κερδίσει από αυτή τη μορφή διαλόγου.
Από την άλλη η Ελλάδα, έχοντας εγκλωβιστεί στις διακηρύξεις του πρωθυπουργού της, θα προκαλούσε διπλωματικό κόστος να αρνηθεί σήμερα το διάλογο. Αυτό στο οποίο στοχεύει η Ελληνική πλευρά, πέραν της προσπάθειας να κατευνάσει την αυξημένη επιθετικότητα της Τουρκίας, είναι να αναγκάσει την Άγκυρα, μέσω της διαδικασίας του διαλόγου να αποδεχθεί την προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Το ερώτημα στρατηγικής, όμως, που προκύπτει από αυτήν την υπόθεση είναι κατά πόσο η Χάγη θα μπορούσε να αποτελέσει σταθερή επιδίωξη ή ακόμη υποκατάστατο της Ελληνικής εξωτερικής πολιτικής στις ελληνοτουρκικές διαφορές.
Το ερώτημα αυτό φέρει στην επιφάνεια δύο ζητήματα: α) την επανεξέταση της Συνθήκης της Λωζάνης, η οποία σημάδεψε καθοριστικά τις Ελληνοτουρκικές σχέσεις και β) αν το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης αποτελεί ασφαλή επιλογή για την Ελλάδα.
Σε ό,τι αφορά το πρώτο ερώτημα. Με τη Συνθήκη της Λωζάνης, στα 143 άρθρα της και στα 18 πρωτόκολλα που τη συνοδεύουν ρυθμίστηκε μία ευρεία γκάμα θεμάτων μεταξύ των οποίων κάποια αφορούν τις Ελληνοτουρκικές σχέσεις. Αν και διεθνώς η Συνθήκη πέρασε στη λήθη, η Ελλάδα και η Τουρκία, αποτελούν την εξαίρεση και επικαλούνται τη συνθήκη με συστηματική συνέπεια. Τα σημεία αμοιβαίου ενδιαφέροντος για τις δύο χώρες σε σχέση με τη συνθήκη είναι δύο. Α) το άρθρο 12 το οποίο ξεκαθαρίζει το καθεστώς των νησιών του Βορείου Αιγαίου τα οποία μετά το 1923 περιήλθαν υπό Ελληνική κυριαρχία καθώς επίσης προσδιορίζει και τα όρια της Τουρκίας στο Αιγαίο, ορίζοντας ότι τα νησιά που ευρίσκονται σε μικρότερη απόσταση των τριών μιλίων από την ασιατική παραμένουν υπό Τουρκική κυριαρχία και το άρθρο 15 το οποίο αφορά τα Δωδεκάνησα τα οποία τότε είχαν περιέλθει κάτω από Ιταλική κυριαρχία. Β) Το πρωτόκολλο έξι της συνθήκης το οποίο αφορά την Ελληνική μειονότητα της Κωνσταντινούπολης και τη Μουσουλμανική μειονότητα της Δυτικής Θράκης, όπου το νομικό πλαίσιο προστασίας των δύο μειονοτήτων καθορίστηκε με τα άρθρα 38-45 της Συνθήκης. Θα μπορούσε κανείς να αναφέρει και το άρθρο 14 της Συνθήκης που προβλέπει το καθεστώς διοικητικής αυτονομίας της Ίμβρου και της Τενέδου το οποίο όμως δεν εφαρμόστηκε ποτέ.
Το 1996, κατά την κρίση των Ιμίων, η Τουρκία επικαλέσθη την Συνθήκη για να ισχυρισθεί ότι υπάρχουν γκρίζες ζώνες στο Αιγαίο επί των βραχονησίδων που δεν αναφέρονται ονομαστικά στη Συνθήκη.
Σε σχέση με το δεύτερο σημείο αμοιβαίου ενδιαφέροντος, αμφότερες οι χώρες, σύμφωνα με τη Συνθήκη, έχουν καταστεί οι θεματοφύλακες των δύο μειονοτήτων γεγονός που δημιουργεί μία αμοιβαιότητα ως προς την αντιμετώπιση των μειονοτήτων. Αν κρίνει κανείς, μετά από 85 χρόνια, η αμοιβαιότητα δεν μπόρεσε να λειτουργήσει αποτρεπτικά ως προς τη συρρίκνωση και σταδιακή εξαφάνιση της Ελληνικής μειονότητας στην Κωνσταντινούπολη ούτε προέτρεψε την Ελλάδα να συμπεριφερθεί όπως το Τουρκικό κράτος στα Σεπτεμβριανά του 1955. Μπορεί κανείς εντοπίσει στοιχεία πλημμελούς εφαρμογής της Συνθήκης της Λωζάνης από την Ελλάδα σε σχέση με τη Μουσουλμανική μειονότητα, σε καμία όμως περίπτωση η Ελλάδα δεν επεδίωξε να μιμηθεί τις πρακτικές της Τουρκίας στην αντιμετώπιση των μειονοτήτων.
Εδώ θα πρέπει να τονιστεί ότι παρά την κατάφωρη παραβίαση των δικαιωμάτων της ελληνικής μειονότητας στην Κωνσταντινούπολη η Ελλάδα δεν έκανε ποτέ χρήση της δυνατότητας προσφυγής στο διεθνές δικαστήριο της Χάγης, όπως προβλεπόταν στο άρθρο 44 της συνθήκης της Λωζάνης.
Σε ότι αφορά το θέμα του Οικουμενικού Πατριαρχείου, που αποτελεί ζήτημα άμεσου Ελληνικού ενδιαφέροντος, στη Συνθήκη της Λωζάνης δεν γίνεται αναφορά γι’ αυτό και επομένως δεν μπορεί να γίνει επίκληση της Συνθήκης για την προστασία του καθεστώτος και της περιουσίας του.
Στην πραγματικότητα σήμερα, η επίκληση της Συνθήκης της Λωζάνης «νομιμοποιεί» την Τουρκία να είναι ο μοναδικός προστάτης της Μουσουλμανικής μειονότητας και κατ’ επέκταση να παρεμβαίνει στα εσωτερικά της Ελλάδας, παρουσιάζοντας την Αθήνα ότι παραβιάζει στοιχειώδη άρθρα του Συντάγματος περί σεβασμού ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Επιπλέον, η Τουρκία θα συνεχίσει να επικαλείται συνεχώς τη Συνθήκη σε ό,τι αφορά την αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του Βορείου Αιγαίου.Σε τελική ανάλυση, λανθασμένες πρακτικές του παρελθόντος έφεραν τα πράγματα σε τέτοιο σημείο όπου η επίκληση της Συνθήκης της Λωζάνης να ευνοεί μόνο την Τουρκία.
Δημοσίευση σχολίου