GuidePedia

0
Η νέα Ύπατος Εκπρόσωπος της Ε.Ε. για θέματα εξωτερικής πολιτικής κ. Άστον, υποστήριξε πρόσφατα πως οι νέες (παγκόσμιες) δυνάμεις θα πρέπει να συμμετέχουν, τόσο στη διαμόρφωση όσο και στην υλοποίηση των πολιτικών για τη διαχείριση των παγκόσμιων προβλημάτων. Σε αυτή την ομάδα συμπεριέλαβε και την Τουρκία. Μάλιστα, ξεκαθάρισε ότι πέραν των οικονομικών τους δυνατοτήτων, οι δυνάμεις αυτές διαθέτουν σημαντική πολιτική επιρροή και αμυντικές δυνατότητες.
Την ίδια στιγμή στην Κύπρο αρχηγός πολιτικού κόμματος δήλωνε ότι «η κυβέρνηση Ερντογάν δεν είναι τόσο ισχυρή όσο ήταν στο παρελθόν, αλλά αντιμετωπίζει σωρεία προβλημάτων» και έτσι δεν θα μπορεί να επιβάλλει τη θέση της στον Έρογλου, που αναμένεται να αντικαταστήσει σύντομα τον Ταλάτ. Τίθενται, λοιπόν, δύο ερωτήματα. Τι αλήθεια συμβαίνει; Ισχυρή ή αδύνατη η Τουρκία; Είναι ισχυρή η κυβέρνηση Ερντογάν ή αποδυναμωμένη; Σε ό,τι αφορά το πρώτο ερώτημα η απάντηση είναι, δυστυχώς, πως η Τουρκία τα τελευταία επτά χρόνια έχει κάνει σημαντικά άλματα, τόσο στον οικονομικό τομέα όσο και στον πολιτικό-διπλωματικό. Συγκεκριμένα, πέτυχε τον τριπλασιασμό του εθνικού της προϊόντος και συμμετέχει δικαιωματικά ως 17η οικονομία στον κόσμο στους G20. Μείωσε το χρέος της και τον πληθωρισμό σε σημείο που να καλύπτει τους δείκτες του Μάαστριχτ. Συμμετέχει, μάλιστα, στο γνωστό μας Euronews με ποσοστό 15,7% έναντι μόλις 0,34% της Ελλάδας και 0,20% της Κύπρου. Παράλληλα, στο πολιτικό επίπεδο πέτυχε να ξεκινήσει ενταξιακές διαπραγματεύσεις με την Ε.Ε., να εκλεγεί στα μη μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, ο Γ.Γ. της Οργάνωσης Ισλαμικής Διάσκεψης να είναι Τούρκος, όπως και ο Πρόεδρος της Κοινοβουλευτικής Ένωσης του Συμβουλίου της Ευρώπης. Η τουρκική διπλωματία παρεμβαίνει και γίνεται αποδεκτή ως μεσολαβητής σε μία σειρά διαφορές στην ευρύτερη περιοχή. Επιπλέον, η Τουρκία αξιοποιώντας τη στρατηγική της θέση διαδραματίζει κεντρικό ρόλο στα ενεργειακά παιγνίδια της περιοχής. Ταυτόχρονα, τουρκικά στρατεύματα συμμετέχουν σε σημαντικούς αριθμούς και ρόλους σε μεγάλο αριθμό διεθνών και νατοϊκών επιχειρήσεων. Οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις είναι σήμερα από τις πλέον ισχυρές στην ευρύτερη περιοχή. Δυστυχώς, αποδεικνύεται από τα γεγονότα και τους αριθμούς ότι τα όσα, πικρά για μας, λέει η Ύπατη Εκπρόσωπος της Ε.Ε. δεν απέχουν και τόσο πολύ από την πραγματικότητα. Η μεγέθυνση της τουρκικής εθνικής ισχύος είναι γεγονός και καθίσταται, μάλιστα, επικινδυνότερη για Ελλάδα και Κύπρο, όταν πίσω από αυτήν υπάρχει δυστυχώς μία ισχυρή πολιτική ηγεσία που έχει και όραμα και σχέδιο. Τα πράγματα γίνονται ακόμα χειρότερα, αν λάβουμε υπόψη τη δυσχερή κατάσταση, στην οποία βρίσκεται σήμερα η Ελλάδα.
Το εσωτερικό της χώρας Όσον αφορά την κατάσταση στο εσωτερικό της Τουρκίας και τη θέση της κυβέρνησης Ερντογάν τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά από ό,τι κάποιοι από εμάς θέλουν να πιστεύουν. Αυτήν τη στιγμή σχεδόν όλοι εντός Τουρκίας, αλλά και διεθνώς, αναγνωρίζουν ότι οι στρατιωτικοί είναι στη γωνία. Κάποιοι από αυτούς έχουν, ήδη, καταδικαστεί για παράνομες δραστηριότητες, άλλοι είναι υπόδικοι για τα διάφορα σχέδια πραξικοπημάτων που ετοίμαζαν την περίοδο 2003-2005. Πριν από λίγες μέρες με τη συναίνεση, μάλιστα, του αρχηγού του τουρκικού ΓΕΕΘΑ στρατηγού Μπασπούγ καταργήθηκε το πρωτόκολλο EMASYA, με το οποίο ο στρατός μπορούσε ακόμα και αυτόβουλα να επεμβαίνει σε περίπτωση κοινωνικής αναταραχής. Προηγούμενα, η κυβέρνηση Ερντογάν είχε προχωρήσει σε μία σειρά από άλλα μέτρα, όπως η αποδυνάμωση του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας, η κατάργηση των δικαστηρίων ασφάλειας κτλ., που όλα μαζί σηματοδοτούν τον περιορισμό του παρεμβατικού ρόλου του στρατού. Το 2007, μάλιστα, ανέδειξε τον Γκιουλ στην προεδρία, παρά την αντίθετη άποψη του στρατού. Μπορεί τα ποσοστά του ΑΚΡ να είναι μειωμένα σήμερα σε σύγκριση με το εξωπραγματικό 47%, που είχε πετύχει το 2007 (ως λαϊκή αντίδραση στην παρέμβαση του στρατού στην εκλογή Γκιουλ), αλλά η στήριξή του από τον τουρκικό λαό παραμένει ισχυρή. Τόσο ισχυρή, που υποχρεώνει το Εθνικιστικό κόμμα του Μπαχτσελί να διαπραγματευτεί με το ΑΚΡ τις νέες συνταγματικές μεταρρυθμίσεις, ώστε ν’ αποφευχθεί ένα νέο δημοψήφισμα. Αυτή η λαϊκή στήριξη επέτρεψε στην κυβέρνηση Ερντογάν τη σύναψη τον περασμένο Οκτώβριο της συμφωνίας με την Αρμενία και την εν εξελίξει προσπάθεια για επίλυση του Κουρδικού.
Η προώθηση των εθνικών μας συμφερόντων ΕΡΧΟΜΑΣΤΕ τέλος και στο ερώτημα αν ο Έρογλου θα μπορέσει να αλλάξει τις θέσεις που η Τουρκία κατέθεσε διά του Ταλάτ στις διαπραγματεύσεις με τον Πρόεδρο Χριστόφια. Μα το ίδιο το γεγονός ότι ο Ταλάτ υποστηρίζει σήμερα θέσεις που απέχουν πολύ από εκείνες που ο ίδιος και το κόμμα του είχαν υποστηρίξει στο παρελθόν είναι η καλύτερη ένδειξη για το τι πρόκειται να συμβεί. Η πολιτική, οικονομική και αμυντική εξάρτηση των κατεχομένων από την Τουρκία, όπως και η πλειοψηφική πλέον παρουσία των εποίκων (είναι υπερδιπλάσιοι των Τ/κ) στα κατεχόμενα δεν αφήνουν στον όποιο Έρογλου περιθώρια διαφοροποίησης από τις επιθυμίες της τουρκικής κυβέρνησης. Επιπλέον, ο Έρογλου δεν έχει το πολιτικό και ιστορικό εκτόπισμα του Ραούφ Ντενκτάς. Αρκετά από όσα έχω αναφέρει είναι σίγουρα δυσάρεστα. Αποτελούν, όμως, τη σημερινή κατάσταση πραγμάτων. Άποψη μου είναι πως όσοι ηγούνται ή φιλοδοξούν να ηγηθούν αυτής της χώρας οφείλουν να τη γνωρίζουν και να τη συνυπολογίζουν κατά τη διαμόρφωση της δικής τους πολιτικής πρότασης, ώστε να είναι αποτελεσματικοί στην προώθηση των εθνικών μας συμφερόντων.
*Διεθνολόγος και πρώην Ειδικός Σύμβουλος για θέματα Ε.Ε. στο ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών

Δημοσίευση σχολίου

 
Top