
Ιωάννης Σ. Λάμπρου
Πλείστες διακρατικές και ενδοκρατικές αντιπαραθέσεις, πόλεμοι, συρράξεις, τρομοκρατικές επιθέσεις παρουσιάζονται καθημερινά στα δελτία ειδήσεων της χώρας. Ο μέσος Ελλαδίτης ενημερώνεται για χώρες τη θέση των οποίων δυσκολεύεται να εντοπίσει στον χάρτη και λαούς την ιστορική πορεία των οποίων αγνοεί.
Όμως, μια από τις περιπτώσεις, για την οποία δεν ισχύουν τα παραπάνω, είναι η ισραηλινο-παλαιστινιακή διένεξη. Το σύνολο, σχεδόν, των πολιτών της χώρας πρόθυμα εκφράζει γνώμη και παίρνει θέση, τις περισσότερες φορές, συνδέοντας τη στάση του αυτή με ιδεολογικές τοποθετήσεις, κομματικές προτιμήσεις ή προσωπικά στερεότυπα και προκαταλήψεις. Οι αντικειμενικές συνθήκες, και η ιστορική εξέλιξη της ισραηλινο-παλαιστινιακής ή ισραηλινο-αραβικής διένεξης συχνά παραμερίζονται, αν και δεν μπορούν να αγνοηθούν στο σύνολό τους, ενώ η στάση αρκετών συμπατριωτών μας συνδιαμορφώνεται από παράγοντες μακράν της διένεξης αυτής.
Οι υποστηρικτές του Κράτους του Ισραήλ επηρεάζονται, σε σημαντικό βαθμό, από τον τρόπο με τον οποίο ερμηνεύουν τις διεθνείς εξελίξεις και την επιρροή που αυτές μπορεί να έχουν σε υποθέσεις ελληνικού ενδιαφέροντος. Ιδιαίτερα, από τη διαχρονική στάση των Αθηνών έναντι της Τουρκίας. Η αποφασιστική στάση του Κράτους του Ισραήλ απέναντι στους κινδύνους για την υπόστασή του θεωρείται ότι αποτελεί πρότυπο, το οποίο θα πρέπει να καθοδηγεί την πολιτική των Αθηνών έναντι των τουρκικών σχεδιασμών.
Ωστόσο, μεταξύ άλλων, η πολεμική προπαρασκευή, το σύστημα της εφεδρείας, η εγχώρια αμυντική βιομηχανία και, ευρύτερα, το παράδειγμα μιας κοινωνίας υπό τα όπλα έρχονται σε αντίθεση με τη διαχρονικά εφεκτική στάση των Αθηνών έναντι της Άγκυρας και τη νωθρότητα που χαρακτηρίζει την ελλαδική κοινωνία. Η ετοιμότητα του Ισραήλ έλκει μέρος της ελλαδικής κοινωνίας. Παράλληλα, όμως, αποτελεί θέμα προς εξέταση αν η ελλαδική κοινωνία είναι διατεθειμένη να καταβάλει το απαιτούμενο κόστος, ώστε να αποκτήσει πολεμική ετοιμότητα αντίστοιχη με του Ισραήλ (αυξημένες αμυντικές δαπάνες επί δεκαετίες αποστερούμενη κοινωνικών παροχών που διαφορετικά θα απολάμβαναν, αυξημένη σε διάρκεια και ένταση στρατιωτική θητεία). Κόστος οικονομικό, αλλά και ευρύτερα μεταβολή νοοτροπίας με την οποία εμφορείται το σύνολο της κοινωνίας. Επιπροσθέτως, οι συγκεκριμένοι -και υπαρξιακοί για την κρατική του υπόσταση- κίνδυνοι που αντιμετωπίζει το Ισραήλ επιβάλλουν μια αντίστοιχη νοοτροπία και πολιτική.
Η περίπτωση της Ελλάδος, καίτοι οι κίνδυνοι από την τουρκική αναθεωρητική πολιτική και τις μη συμβατικά στρατιωτικές προκλήσεις των Τιράνων και των Σκοπίων υφίστανται και επιβάλλουν εγρήγορση, διαφοροποιείται σε σχέση με το Ισραήλ ώστε να μπορεί να υποστηριχθεί ότι η ταύτιση με τις αμυντικές ανάγκες του Κράτους του Ισραήλ και τις συνακόλουθες πολιτικές να μην επιβεβαιώνεται. Ταυτόχρονα, η συνεχής έλευση λαθρομεταναστών στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου και στην Κρήτη (Γαύδος) από, κυρίως, μουσουλμανικές χώρες και η απέχθεια που προκαλούν στην ελλαδική κοινωνία θρησκευτικές πρακτικές και νοοτροπίες των πληθυσμών αυτών δημιουργεί μια ενστικτώδη προτίμηση υπέρ του Ισραήλ: η πολιτική του παρουσιάζεται, συχνά, ως αγώνας μιας δημοκρατίας εναντίον ακραίων θρησκευτικών ισλαμικών κυβερνήσεων.
Ακολούθως, υποστηρίζεται πως η ύπαρξη ενός μη μουσουλμανικού κράτους η ισχύς του οποίου θα ελέγχει τη συμπεριφορά της μουσουλμανικής πλειοψηφίας της Μέσης Ανατολής βρίσκεται σε αρμονία με τα ελληνικά συμφέροντα. Ιδιαίτερα δε, όταν η Κυπριακή Δημοκρατία, ημικατεχόμενη ούσα από τη μουσουλμανική Τουρκία, αποτελεί πόλο της τριμερούς συνεργασίας μεταξύ Αθηνών, Λευκωσίας και Τελ Αβίβ. Δεν πρέπει να λησμονείται, εξάλλου, ότι το Κράτος του Ισραήλ συνιστά ένα δύσκολο και αδίστακτο εταίρο. «Αδίστακτος», όχι απαραίτητα με την αρνητική νοηματοδότηση της λέξης, αλλά μάλλον του πραγματισμού και της ψυχρής ανάγνωσης της κατάστασης και των παραμέτρων της διεθνούς πολιτικής. Πρόκειται για το αποτέλεσμα των δυσάρεστων βιωμάτων του ανέστιου εβραϊκού λαού για αιώνες (αποκορύφωμά τους ήταν το Ολοκαύτωμα), καθώς και των υπαρξιακών κινδύνων με τους οποίους έρχεται αντιμέτωπο από το 1948, οδηγώντας στη σημαντική ισχύ την οποία μεθοδικά απέκτησε. Οι προκλήσεις διαχείρισης ενός τέτοιου συμμάχου επιτείνονται ίσως από τη διαχρονική διαφορά ποιότητας και αντίληψης των πολιτικών ηγεσιών των δύο χωρών.
Σε σχέση με τη στήριξη στην παλαιστινιακή πλευρά και εκεί υπάρχουν λόγοι που ενθαρρύνουν τμήμα της κοινωνίας (όχι πλειοψηφικό, αλλά σαφώς πιο θορυβώδες λόγω των αριστερών πολιτικών σχηματισμών οι οποίοι έχουν εντάξει την Παλαιστίνη στην ακτιβιστικό τους πρόγραμμα) να συμπαραταχθεί με αυτήν. Μια διαχρονική δυσπιστία, ή και εχθρότητα -αρκετές φορές αριστερής ιδεολογικής προέλευσης κατάλοιπο της ψυχροπολεμικής περιόδου – απέναντι στην έννοια της Δύσης (κυρίως τα ισχυρότερα κράτη με δυνατότητα διαμόρφωσης των εξελίξεων στην περιοχή), κράτη της οποίας αποτελούν τους βασικούς υποστηρικτές του κράτους του Ισραήλ, η «τεχνητή» ίδρυση του οποίου θεωρείται, σύμφωνα με την ίδια προσέγγιση, εγχείρημα της Δύσης. Υποστηρίζεται ότι σκοπός της Δύσης ήταν να ελέγχει την ευρύτερη περιοχή ωσάν να μην υπήρχε η θέληση ενός αρχαίου λαού να επιστρέψει στη γενέθλια γη προς δημιουργία-επανίδρυση εθνικής εστίας. Άλλοι λόγοι είναι πιθανά αντιεβραϊκά στερεότυπα, καθώς και η συνειδητή αποφυγή της κατηγορίας της ισλαμοφοβίας και ρατσισμού από πιθανή εναντίωση σε έναν μουσουλμανικό λαό. Παράλληλα, η μεγάλη διαφορά στη στρατιωτική και οικονομική ισχύ, μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων, δημιουργεί αισθήματα συμπάθειας προς τον ασθενέστερο. Φυσικά, η ισχύς όπως κάποιες φορές δεν προκαταβάλλει το τελικό αποτέλεσμα (στις περιπτώσεις όπου η τελική διευθέτηση με την ιστορική έννοια είναι δυνατή), επίσης δεν αποκλείει τον κάτοχό της από το να έχει δίκαια ή έστω θεμιτά αιτήματα.
Φαίνεται δύσκολο η ελλαδική κοινωνία να προσεγγίσει τη συγκεκριμένη διαμάχη με μια ιστορική ματιά και στωική προσέγγιση, ώστε να κατανοηθεί, χωρίς διάθεση επιβολής ή υποχρεωτικής επιλογής ενός εκ των δύο μερών, το μέγεθος της ανθρώπινης τραγωδίας δύο λαών που μάχονται για την ίδια γη. Όπως, δηλαδή, τόσες φορές έχει συμβεί στην ανθρώπινη ιστορία, ώστε να μην υπάρχει ενστικτώδης στήριξη προς το ένα ή το άλλο εμπόλεμο μέρος. Το παραπάνω δεν συνεπάγονται, φυσικά, την υποχρεωτική υιοθέτηση ίσων αποστάσεων ή την αποχή υιοθέτησης άποψης για το ζήτημα. Πλην όμως δεν συνηγορούν υπέρ της συναισθηματικής ταύτισης με τους εμπλεκόμενους, αγνοώντας την πολυπλοκότητα της ιστορίας της διαμάχης και τις προεκτάσεις της.
Σε αρκετές δε περιπτώσεις, τα συναισθήματα και ο ζήλος με τον οποίο συμπατριώτες μας ταυτίζονται με τη μία εκ των δύο αντιμαχόμενων πλευρών υπερβαίνουν -σχεδόν πάντα στην περίπτωση των υποστηρικτών της παλαιστινιακής πλευράς- την αντίστοιχη στάση τους σε ζητήματα άμεσου εθνικού ενδιαφέροντος, όπως η κατοχή της Κυπριακής Δημοκρατίας, το ζήτημα του ονόματος των Σκοπίων και τα δικαιώματα των Ελλήνων της Βορείου Ηπείρου.
πηγή
Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του Ellada simera.
Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του Ellada simera.
Δημοσίευση σχολίου