Οι οξύτερες ελληνοτουρκικές κρίσεις (1964, 1967, 1974, 1987, 1996) προκλήθηκαν από κεμαλικές κυβερνήσεις. Κεμαλιστής ήταν ο τούρκος πρωθυπουργός που εισέβαλε στην Κύπρο το 1974
Μελέτης Μελετόπουλος*Οταν ο Ερντογάν ανήλθε στην εξουσία το 2003, κάποιοι ημέτεροι σχολιαστές θεώρησαν ότι μια νέα εποχή χαράζει στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Κύμα ενθουσιασμού κατέλαβε όσους διάβασαν επιφανειακά τις εξελίξεις. Με τον «φιλέλληνα» (ή και «κρυπτοέλληνα» διότι καταγόμενο από την Ποταμιά του Πόντου….) Ερντογάν, περίοδος μέλιτος θα ερχόταν στις δύο όχθες του πολύπαθου Αιγαίου. Τη συνέχεια την είδαμε.
Τώρα που η κυριαρχία του Ερντογάν (μοιάζει να αλλά δεν είναι βέβαιον ότι) κλυδωνίζεται, αντίστροφες ελπίδες αναδύονται στους αθεράπευτα αισιόδοξους. Οτι μαζί με τον Ερντογάν θα εξαερωθεί και το νεοοθωμανικό όραμα, οι απειλές και η ακραία ένταση που εκπέμπει η Αγκυρα.
Σταθερά, από ελληνικής πλευράς, η καθημερινή «σφυγμομέτρηση» της τουρκικής πολιτικής, οικονομίας, κοινωνίας κ.λπ. προκαλεί διαρκώς νέα συμπεράσματα σχετικά με την ελληνοτουρκική διελκυστίνδα. Αν στην Τουρκία ο πληθωρισμός ανεβαίνει, τότε ο κίνδυνος είναι να αυξηθεί και η ένταση στο Αιγαίο. Αν αυξάνεται η δυσαρέσκεια εναντίον του Ερντογάν, τότε μήπως ο τούρκος πρόεδρος προκαλέσει θερμό επεισόδιο για να κάνει «εξαγωγή» της εσωτερικής δυσθυμίας. Αν οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι χάνει τις εκλογές, ενδεχομένως να επιχειρήσει να ανακτήσει το χαμένο έδαφος με μια κίνηση στην ελληνική υφαλοκρηπίδα. Ανατέλλει αντιθέτως το άστρο του δημάρχου της Πόλης Ιμάμογλου, πάλι αρχίζουν να εκπέμπονται φρούδες ελπίδες ότι βρέθηκε επιτέλους «ο καλός ο άνθρωπος».
Αυτά όλα βεβαίως προδίδουν άγνοια, γενικότερα, της λειτουργίας των διεθνών σχέσεων και ειδικότερα της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής. Τα μεν κράτη γενικώς και διαχρονικώς λειτουργούν με βάση πάγιες, διαχρονικές σταθερές, που προκύπτουν από τα γεωστρατηγικά δεδομένα και ελάχιστα επηρεάζονται από τις συγκυριακές εσωτερικές πολιτικές μεταβολές. Η δε Τουρκία ειδικότερα έχει μακροχρόνιους στρατηγικούς στόχους επεκτατικού χαρακτήρα, τους οποίους υπηρέτησαν πιστά όλες οι κυβερνήσεις, οθωμανικές, κεμαλικές ή ισλαμικές.
Οι οξύτερες ελληνοτουρκικές κρίσεις (1964, 1967, 1974, 1987, 1996) προκλήθηκαν από κεμαλικές κυβερνήσεις. Κεμαλιστής ήταν ο τούρκος πρωθυπουργός που εισέβαλε στην Κύπρο το 1974. Ο παντουρανισμός και ο παντουρκισμός αναπτύχθηκαν κατά τη δεκαετία του ΄90, όταν την Τουρκία κυβερνούσε ακόμα το κεμαλικό κατεστημένο, ο δε Ερντογάν απλώς ακολούθησε, διηύρυνε και μεγιστοποίησε το πάγιο τουρκικό επεκτατικό σχέδιο, προσδίδοντάς του μια νεοοθωμανική χροιά που δεν μεταβάλλει σε τίποτα τη διαρκή απειλή προς την Ελλάδα.
Αντιθέτως η Ελλάδα (που «δεν διεκδικεί τίποτα») χαρακτηρίζεται όχι μόνον από έλλειψη αυτοπεποίθησης, αλλά και από σοβαρή αναλυτική ανεπάρκεια. Η κατανόηση της διαχρονικής τουρκικής πολιτικής και των στόχων της πρέπει να αντικαταστήσει τα θεωρήματα της ουτοπικής προσέγγισης, του ατέρμονου διαλόγου (αποκλειστικά για δικά μας κυριαρχικά δικαιώματα ή και νησιά), της «κατανόησης της άλλης πλευράς», της ατελέσφορης επίκλησης του διεθνούς δικαίου, της έκκλησης σε διεθνείς οργανισμούς κ.λπ. Η μόνη σοβαρή στάση είναι ο γεωπολιτικός ρεαλισμός, η συνειδητοποίηση της απειλής, η έγκυρη ανάλυση των διεθνών συσχετισμών, οι συμμαχίες, αλλά προπαντός η δραστική αύξηση της αμυντικής ισχύος. Διότι, όπως ελέχθη για τον κορυφαίο ρήτορα της αρχαιότητος, «εἴπερ ρώμην ἴσην γνώμῃ ἔσχες Δημόσθενες, οὐκ ἄν ἦρξεν Ἑλλήνων Ἄρης Μακεδών».
*Ο Μελέτης Η. Μελετόπουλος είναι διδάκτωρ Οικονομικών και Κοινωνικών Επιστημών Πανεπιστημίου Γενεύης.
Δημοσίευση σχολίου