Στο δίκτυο αισθητήρων του παθητικού συστήματος εντοπισμού ιπτάμενων στόχων HEMPAS-CCIAS, που αναπτύχθηκε από Έλληνες επιστήμονες, είχαμε αναφερθεί στο παρελθόν, ενώ αναφορές σχετικές μπορεί κανείς να εντοπίσει στο διαδίκτυο σε διάφορες πηγές. Σας παραπέμπουμε στο ιστορικό της ανάπτυξης του συστήματος και των μέχρι σήμερα εξελίξεων σχετικά με αυτό, μέσω ενός πλήρους αφιερώματος του αναλυτή Γιώργου Τσιμπούκη. Η τελευταία από τις εξελίξεις αυτές, σημειώθηκε σχετικά πρόσφατα, τον Ιούλιο του 2019, όταν κατατέθηκε ερώτηση στη Βουλή, σχετική με την τύχη του HEMPAS-CCIAS, από τον πρόεδρο του κόμματος “Ελληνική Λύση” και βουλευτή Λάρισας, Κυριάκο Βελόπουλο.
Γράφει ο Στέργιος Θεοφανίδης
Απευθυνόταν φυσικά προς τον νέο ΥΠΑΜ, Νίκο Παναγιωτόπουλο και ήταν ίδια με άλλη μία ερώτηση που είχε κατατεθεί στο παρελθόν… Σχετικά με το γιατί το σύστημα, ενώ από τις αρχές της δεκαετίας που διανύουμε (2010), είχε αξιολογηθεί με πολύ ενθαρρυντικά αποτελέσματα και είχε δύο φορές εγκριθεί από το ΣΑΣΠ (Συμβούλιο Αμυντικού Σχεδιασμού Προγραμματισμού) και το ΣΑΓΕ (Συμβούλιο Αρχηγών Γενικών Επιτελείων), δεν προχώρησε ποτέ στη φάση της βιομηχανικής ανάπτυξης και της εισαγωγής σε υπηρεσία στις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις.
Η απάντηση του Έλληνα ΥΠΑΜ ήταν τυπική, χωρίς στην ουσία να είναι απάντηση… Την παραθέτουμε αυτούσια για του λόγου το αληθές:
ΘΕΜΑ: Κοινοβουλευτικός Έλεγχος
ΣΧΕΤ.: Ερώτηση 54/31-07-2019 της Βουλής των Ελλήνων.
Σε απάντηση της σχετικής Ερώτησης που κατέθεσε ο βουλευτής κ. Κυριάκος Βελόπουλος με θέμα «Υλοποίηση του Συστήματος Παθητικού Εντοπισμού Στόχων HEMPAS-CCIAS» σας γνωρίζω, σύμφωνα με τα στοιχεία τα οποία τέθηκαν υπόψη μου, τα ακόλουθα:
Η πρόταση ανάπτυξης συστήματος παθητικού εντοπισμού στόχων έχει αξιολογηθεί από τις Ένοπλες Δυνάμεις, έχει εξετασθεί και δεν έχει συμπεριληφθεί στις άμεσες προτεραιότητες διάθεσης κονδυλίων και πόρων.
Σε κάθε περίπτωση, το θέμα της αεράμυνας της χώρας ήδη εξετάζεται στο πλαίσιο του Εθνικού Αμυντικού Σχεδιασμού και της Δομής Δυνάμεων, για τον καθορισμό των οποίων λαμβάνεται υπόψη το σύνολο των υφισταμένων δυνατοτήτων, τεχνικών μέσων και υποβληθεισών μελετών.
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ
ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΜΥΝΑΣ
Επειδή -όπως γνωστοποιείται- το σύστημα δεν είναι άμεσης προτεραιότητας για τον ελληνικό αμυντικό σχεδιασμό (!), το πρώτο που θα κάνουμε είναι να σας παραπέμψουμε σε ένα μάλλον προφητικό αφιέρωμα του Δρ. Κωνσταντίνου Γρίβα που δημοσιεύσαμε προ καιρού και είναι σχετικό με το πώς με χαμηλό κόστος και λύσεις προσαρμοσμένες στις πραγματικές ελληνικές επιχειρησιακές ανάγκες, μπορούμε να καλύψουμε ολόκληρο το Αιγαίο και τον Έβρο.
Δευτερευόντως, να διευκρινίσουμε ότι πριν βιαστεί κανείς να βγάλει συμπεράσματα και να μιλήσει για θεωρίες συνωμοσίας, καλό θα είναι να γνωρίζει ότι η ίδια ερώτηση είχε κατατεθεί αρκετά χρόνια πριν, το 2011, στη Βουλή από τους βουλευτές Κ. Αϊβαλιώτη (ΛΑΟΣ) και Λιάνα Κανέλη (ΚΚΕ), χωρίς φυσικά και πάλι να υπάρξει οποιαδήποτε ουσιαστική απάντηση, πολλώ δε μάλλον και κάποια εξέλιξη…
Καλό θα είναι επίσης να γνωρίζει ότι η απάντηση στις ερωτήσεις των Ελλήνων βουλευτών, και του 2011 και του 2019, έρχεται πλέον και από το εξωτερικό. Με στοιχεία που αποδέχονται και χρησιμοποιούν και οι ίδιοι οι Αμερικανοί. Που είναι πρωτοπόροι στις τεχνολογίες χαμηλής παρατηρησιμότητας (stealth).
Συγκεκριμένα αναφερόμαστε σε πολύ συγκεκριμένο αμερικανικό ιστότοπο. Στο δημοσίευμα που παραθέτει, ακόμα και αν θεωρηθεούν οι αναφορές προς το παρόν ως υπερβολικές, μιλά καθαρά για το τέλος της εποχής της τεχνολογίας stealth, κάνοντας μεταξύ άλλων εκτεταμένα αναφορά στο παθητικό σύστημα εντοπισμού TwInvis, της γερμανικής εταιρείας Hensoldt και τις δυνατότητές του.
Ανατρέχοντας λοιπόν στο εν λόγω δημοσίευμα θα διαβάσετε ότι οι Γερμανοί κατόρθωσαν κατά τις κινήσεις αεροσκαφών μετά τον τερματισμό της αεροπορικής έκθεσης του Βερολίνου τον Απρίλιο του 2018, να εντοπίσουν με ασφάλεια και να παρακολουθήσουν σε απόσταση 150 χιλιομέτρων, δύο μαχητικά F-35A.
Στο ίδιο δημοσίευμα επίσης, υπάρχει παραπομπή στην εταιρική παρουσίαση (0570_18_TwInvis_Passive_Radar_datasheet_E_preview), στην οποία αναφέρονται οι αρχές λειτουργίας και οι δυνατότητές του και την οποία παραθέτουμε και εμείς. Αυτούσια για να έχουν οι αναγνώστες μία πλήρη εικόνα.
Τι είναι λοιπόν τα παθητικά συστήματα εντοπισμού; Γιατί ραντάρ δεν μπορούμε να τα αποκαλέσουμε, επειδή το ραντάρ είναι ένα σύστημα που εκπέμπει και λαμβάνει ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία. Τα παθητικά συστήματα εντοπισμού, δεν περιλαμβάνουν πομπούς για την εκπομπή ραδιοκυμάτων (ηλεκτρομαγνητικής ενέργειας) μέσω κεραιών, σε συγκεκριμένες συχνότητες.
Περιλαμβάνει μόνο κεραίες και δέκτες. Όπως εξηγείται στο κείμενο του Αμερικανού συντάκτη που έχει χρησιμοποιήσει αυτολεξεί παραγράφους από τον ιστότοπο c4isrnet, το TwInvis, όπως και όλα τα παθητικά συστήματα εντοπισμού, χρησιμοποιεί κεραίες και δέκτες για τη συλλογή αντανακλάσεων εκπομπών συχνοτήτων VHF και UHF επάνω σε μεταλλικά ιπτάμενα αντικείμενα. Συντίθεται έτσι μία εικόνα ενός συγκεκριμένου τμήματος του εναέριου χώρου που παρακολουθούν, στην οποία απεικονίζονται καθαρά ακόμη και τα αεροσκάφη με σχεδιαστικά χαρακτηριστικά χαμηλής παρατηρησιμότητας (stealth).
Οι εκπομπές VHF/UHF προέρχονται από τις καθημερινές ανθρώπινες δραστηριότητες… Δηλαδή από σταθμούς μετάδοσης και αναμετάδοσης τηλεοπτικών σημάτων, από ραδιοφωνικούς σταθμούς, ακόμα και από δίκτυα κινητής τηλεφωνίας. Με άλλα λόγια το σύστημα λαμβάνει και καταγράφει, μορφοποιώντας εικόνα, αυτές τις αντανακλάσεις σε συγκεκριμένο εναέριο χώρο.
Όσο πιο μεγάλη είναι η ισχύς των εκπεμπόμενων σημάτων, τόσο πιο έντονες είναι και οι αντανακλάσεις τους επάνω στα αεροσκάφη και κατ’ επέκταση καθίσταται μεγαλύτερη και η ακτίνα εντοπισμού τους από τα παθητικά συστήματα. Η ακτίνα δηλαδή εντοπισμού δεν καθορίζεται από την ισχύ του πομπού ή τη συχνότητα της εκπεμπόμενης κυματομορφής, όπως στα συμβατικά ραντάρ.
Από εκεί και πέρα, ακόμη και τα αεροσκάφη stealth είναι εντοπίσιμα από τέτοια συστήματα όπως επισημαίνει τόσο ο Αμερικανός συντάκτης του κειμένου και φυσικά υποστηρίζει και η Hensoldt. Το δεύτερο δε σημαντικό πλεονέκτημα των παθητικών συστημάτων εντοπισμού, είναι ότι δεν μπορούν να γίνουν αντιληπτά από αισθητήρες, για τον πολύ απλό λόγο ότι δεν εκπέμπουν ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία. Υπάρχουν βέβαια και μειονεκτήματα… Ισάριθμα με τα πλεονεκτήματα αυτών των συστημάτων. Δηλαδή δύο.
Το πρώτο είναι φυσικά ότι τα παθητικά συστήματα δεν αποδίδουν σε περιοχές όπου δεν υπάρχουν εκπομπές VHF/UHF και κατ΄ επέκταση τις αντανακλάσεις τους από τις πηγές που προαναφέραμε. Το συγκεκριμένο μειονέκτημα δεν υφίσταται λογικά για το χώρο του Αιγαίου και του Έβρου, δεδομένου ότι ένα σύστημα όπως το HEMPAS-CCIAS, μπορεί να “βλέπει” στόχους μέσω των αντανακλάσεων τόσο των ελληνικών όσο και των τουρκικών εκπομπών VHF/UHF στα πυκνοκατοικημένα παράλια της Μικράς Ασίας και την ενδοχώρα.
Το δεύτερο, αλλά όχι λιγότερο σημαντικό, μειονέκτημα των παθητικών αισθητήρων εντοπισμού, είναι το ότι δεν έχει τη δυνατότητα να στοχοποιήσει. Δηλαδή δεν εγκλωβίζει στόχους. Και αυτό γιατί το μεγάλο μήκος της κυματομορφής (wavelenght), δεν επιτρέπει υψηλή ανάλυση απεικόνισης του στόχου, με παράλληλη συνεχή καταγραφή της πορείας, του ύψους και της ταχύτητάς του. Επομένως δεν μπορεί να παράσχει στοιχεία καθοδήγησης σε όπλα (πυραύλους).
Βέβαια ακόμα και υπό αυτή την προϋπόθεση και με δεδομένη τη θέση των ελληνικών νησιών του ανατολικού και κεντρικού Αιγαίου, οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις θα μπορούσαν κάλλιστα να αξιοποιήσουν παθητικά συστήματα εντοπισμού, σε συνδυασμό με συστήματα υπερύθρων και φυσικά με τα συμβατικά ραντάρ του δικτύου αεράμυνας.
Προς το παρόν η τουρκική απειλή με τη μορφή του F-35 μπορεί να έχει αποτραπεί και να μην υφίσταται, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι αποκλείεται να προκύψει στο μέλλον. Είτε με τη μορφή του F-35, είτε με τη μορφή του Su-57, είτε ως το εγχώρια αναπτυσσόμενο TF-X.
Όπως μπορείτε να δείτε και στις απεικονίσεις της γερμανικής Hensoldt, οι κεραίες-δέκτες του συστήματος μπορούν να μεταφερθούν ακόμη και από μικρά οχήματα, οπουδήποτε, οποτεδήποτε και με πολύ μικρό κόστος. Από ότι αποδείχθηκε βέβαια στην πράξη όλα αυτά είναι μάλλον “ψιλά γράμματα” για τις ελληνικές πολιτικές και στρατιωτικές ηγεσίες…
Η μέχρι σήμερα εμπειρία έχει αποδείξει ότι υπάρχει μεγαλύτερη πιθανότητα να αγοραστεί το TwInvis από τις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις, ή οποιοδήποτε άλλο παθητικό σύστημα εντοπισμού στο μέλλον, παρά να αποδοθούν χρήματα στο HEMPAS-CCIAS!
Ο εντοπισμός των F-35A από το σύστημα TwInvis
Και κάτι τελευταίο… Τα αεροσκάφη τεχνολογίας stealth, είναι αποτελεσματικά έναντι συμβατικών ραντάρ σε μέσες και μεγάλες αποστάσεις. Το ότι δεν ισχύει το ίδιο και για τα παθητικά συστήματα εντοπισμού, αναφέρεται πλέον και σε αρκετές δυτικές πηγές, τις οποίες δεν μπορούμε να αγνοήσουμε.
Το ιστορικό του εντοπισμού δύο F-35A της USAF, από το γερμανικό σύστημα TwInvis, είναι μία τέτοια αναφορά. Τα δύο μαχητικά που παρουσιάστηκαν ως στατικά εκθέματα στο Berlin Air Show του 2018, είχαν απογειωθεί από την αεροπορική βάση Luke στην Αριζόνα και μετά από πτήση 11 ωρών με εναέριους ανεφοδιασμούς, προσγειώθηκαν στο διεθνές αεροδρόμιο Schonefeld του Βερολίνου. Πουθενά στα δημοσιεύματα που αναφερόμαστε δεν διευκρινίζεται αν τα αεροσκάφη έφεραν ανακλαστήρες. Όπως τα ιταλικά F-35A που συμμετείχαν στα σενάρια του ελληνικού ΗΝΙΟΧΟΥ τον περασμένο Απρίλιο (2019).
Επίσης, σύμφωνα με τις πληροφορίες που αποδέσμευσε η Hensoldt, επειδή κατά τη διάρκεια της έκθεσης, τα αμερικανικά μαχητικά δεν πέταξαν, επέδειξε τις δυνατότητες του TwInvis στους επισκέπτες και τις αντιπροσωπείες αξιωματικών και μη, παρακολουθώντας συμβατικής σχεδίασης μαχητικά, τα οποία πέταξαν κατά τη διάρκεια των πτητικών επιδείξεων της έκθεσης.
Όταν τελείωσε η έκθεση, οι άνθρωποι της εταιρείας μετέφεραν τις κεραιές-δέκτες του συστήματος σε ένα στάβλο, σε κάποια απόσταση εκτός αεροδρομίου και όταν την επόμενη ημέρα τα F-35A αναχώρησαν από το Schonefeld, το TwInvis τα εντόπισε και κατόρθωσε να τα παρακολουθήσει μέχρι να απομακρυνθούν σε απόσταση 150 χιλιομέτρων!
Η ταυτοποίηση των δύο μαχητικών έγινε παράλληλα και από το Transponder Mode S, ADS-B (Automatic Dependent Surveillance- Broadcast) που διατηρούσαν ανοικτά, προκειμένου να είναι ορατά από τον έλεγχο εναέριας κυκλοφορίας (ATC) της περιοχής. Όσο για το ελληνικό HEMPAS-CCIAS να τολμήσουμε μία πρόβλεψη; Μην περιμένετε καμία εξέλιξη, όσο κι αν η σχετική τεχνολογία προχωρήσει.
πηγή
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.
Δημοσίευση σχολίου