του Γιούρι Κάρας
Παρά την στροφή στις διμερείς τους σχέσεις, που εκφράστηκε στην κοινή δράση ΗΠΑ και Ρωσίας για την εδραίωση της ειρήνης στη Συρία, ο επικεφαλής του Πενταγώνου εκ νέου κατονόμασε την Μόσχα ως μία από τις βασικές προκλήσεις για την εθνική ασφάλεια της Αμερικής. Ποια είναι η αιτία της χρόνιας δυσπιστίας των ΗΠΑ προς τη Ρωσία;
Οι Αμερικανοί πολιτικοί επιστήμονες έχουν τη δική τους απάντηση σε αυτό το ερώτημα. Η σοβαρή ψύχρανση των σχέσεων τους τα δύο τελευταία χρόνια είναι απολύτως κατανοητή: Κριμαία, ανατροπή του Γιανουκόβιτς και τα γεγονότα στην ανατολική Ουκρανία ήταν «καρφιά» στις διμερείς σχέσεις. Δεν συμβάλλουν στην αλληλοκατανόηση και οι διαφορετικές προσεγγίσεις στην επίλυση της συριακής κρίσης. Αλλά και πολύ πριν από αυτά τα γεγονότα, αν και τυπικά είχε υπογραφεί η «Στρατηγική Εταιρικής Σχέσης» μεταξύ Μόσχας και Ουάσιγκτον, οι ΗΠΑ δεν έδειξαν εμπιστοσύνη στη Ρωσία όπως σε έναν μακράς διάρκειας εταίρο τους. Με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και της εποχής της μεγάλης αντιπαράθεσης στις αρχές του 1990 δεν εξέλειπαν και οι φιλοσοφικο-ιδεολογικές ρίζες της δυσπιστίας των ΗΠΑ προς τη Ρωσία, οι οποίες επηρεάζουν την πολιτική της Ουάσιγκτον σε σχέση με τη Μόσχα, ανεξάρτητα με το ποιος βρίσκεται στον Λευκό Οίκο ή στο Κρεμλίνο.
Η πολιτική των μονομερών υποχωρήσεων
Αξιολογώντας τις σχέσεις της Μόσχας και της Ουάσιγκτον το τελευταίο τέταρτο του αιώνα, ο Ρώσος παρατηρητής σημειώνει σε αυτές δύο φαινομενικά αντιφατικές μεταξύ τους τάσεις. Η χώρα του διέλυσε το «Σύμφωνο της Βαρσοβίας», απέσυρε το στρατό της από την Ανατολική Ευρώπη, συμφώνησε αρχικώς στην ένωση της Ανατολικής Γερμανίας με την Δυτική, και έπειτα στην ένταξή της ενιαίας Γερμανίας στο ΝΑΤΟ, από το 1992 έως και το 2007 μείωσε σχεδόν στο μισό τον όγκο του πυρηνικού της οπλοστασίου (από 6.347 σε 3.344) και τέλος επέτρεψε στις ΗΠΑ να πραγματοποιήσει (και μάλιστα δωρεάν) τη μεταφορά υλικού μέσω του εναέριου χώρου της Ρωσίας προς τις πολυεθνικές στρατιωτικές δυνάμεις στο Αφγανιστάν.
Σ’ αυτόν τον κατάλογο μπορούμε να προσθέσουμε, αν και δεν έχουν στρατιωτικό χαρακτήρα αλλά ωστόσο είναι σοβαρές, τις υποχωρήσεις που έκανε ο Μιχαήλ Γκορμπατσώφ ρίχνοντας την αυλαία της Σοβιετικής Ένωσης. Όπως για την παράδοση στις ΗΠΑ της τεράστιας θαλάσσιας περιοχής στον Βερίγγειο πορθμό, πλούσιας σε αλιεύματα, η οποία ήταν αντικείμενο διαμάχης μεταξύ των δύο χωρών από τα τέλη του 19ου αιώνα. Από την απώλεια της περιοχής αυτής και της αποκλειστικής οικονομικής ζώνης των 200 μιλίων, η Ρωσία χάνει ετησίως, σύμφωνα με τους υπολογισμούς των ειδημόνων, έως και 200 εκατομμύρια δολάρια. Όλες αυτές οι αποφάσεις σύμφωνα με τον γνωστό διπλωμάτη, διδάκτορα ιστορικών επιστημών και πρώην πρέσβη της Σοβιετικής Ένωσης στη Γερμανία ,από το 1971 έως το 1978, Βαλεντίν Φάλιν, βρίσκονται στην κατηγορία της πολιτικής των μονομερών υποχωρήσεων. Η ουσία αυτής της πολιτικής συνίσταται στο ότι η Μόσχα κάνει κάποιες παραχωρήσεις σε σχέση με τη Δύση (π.χ. συμφωνεί στην ένωση της Γερμανίας) και ως απάντηση η Δύση, οδηγημένη από αίσθημα ευγνωμοσύνης, θα συμφωνήσει να μην επεκτείνει το ΝΑΤΟ προς ανατολάς, ή για παράδειγμα, να απαλύνει την κριτική της προς την Μόσχα στο τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Αλλά για όλες αυτές τις υποχωρήσεις η Μόσχα εισέπραξε την προώθηση του ΝΑΤΟ εγγύτερα στα σύνορά της, την έξοδο των ΗΠΑ από την συνθήκη ΑΒΜ και την ακολουθούμενη από αυτήν την ενέργεια έναρξη των εργασιών για την ανάπτυξη του αμερικανικού συστήματος αντιπυραυλικής άμυνας στη Τσεχία και στην Πολωνία. Επίσης, την περίοδο της διακυβέρνησης του Τζωρτζ Μπους του νεώτερου, είδε την ενεργό υποστήριξη της Ουάσιγκτον στα σχέδια της Ουκρανίας και της Γεωργίας να ενταχθούν στο ΝΑΤΟ. Όταν το ερώτημα για την αποδοχή του Κιέβου και της Τιφλίδας στο ΝΑΤΟ αναβλήθηκε (εν πολλοίς λόγω της αντίθεσης της Μόσχας) η καθολική αντίδραση του συντηρητικού πολιτικού κατεστημένου των ΗΠΑ, που συνδέεται με το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, εκφράστηκε στο άρθρο του Helle C. Dale, δημοσιευμένο στα τέλη του Απριλίου του 2008 στην εφημερίδα «Washington Times». Ο Dale, μέλος της διοίκησης ενός από τα ισχυρότερα ερευνητικά κέντρα, του «Heritage Foundation», τόνιζε ότι «το να υποκύψουμε στην ρωσική πίεση ήταν λάθος εξ αρχής» και κάλεσε τις ΗΠΑ «να απωθήσουν» τη Ρωσία, με την ελπίδα «να δοθεί ένα μάθημα στους Ρώσους νταήδες». Δύσκολο να πούμε σε ποιο βαθμό η Ουάσιγκτον άκουσε τις συστάσεις του κ. Dale, αλλά η πίεση των κυρώσεων στη Ρωσία, η οποία διαρκεί ήδη δύο χρόνια, μας υποδεικνύει ότι το κάλεσμά του για απώθηση της Ρωσίας δεν παρέμεινε αδιάφορο στον Λευκό Οίκο και στο Λόφο του Καπιτωλίου.
Ως εκ τούτου, η πρώτη τάση των ρωσο-αμερικανικών σχέσεων είναι η επιδίωξη αρχικώς της Σοβιετικής Ένωσης, κατά τη δύση της ύπαρξής της, και έπειτα της Ρωσίας να αποσύρει μια σειρά από βασικά ενοχλητικά ζητήματα από τις διμερείς σχέσεις με τις ΗΠΑ. Και η δεύτερη τάση που συνόδευε την πρώτη ήταν η γενικά σκλήρυνση των θέσεων των ΗΠΑ σε σχέση με τη Ρωσία (ίσως εξαιρώντας την περίοδο της «επανεκκίνησης», στη διάρκεια των πρώτων χρόνων της προεδρίας Ομπάμα, όπου υπήρξε κάποια αναθέρμανση των διμερών σχέσεων). Μια σύγκριση των δύο αυτών τάσεων προκαλεί απορία αλλά και δυσαρέσκεια σε μεγάλο τμήμα της ρωσικής κοινής γνώμης και ως συνέπεια, αποτελεί γόνιμο έδαφος για τον αντιαμερικανισμό, που καλλιεργείται από κάποιους πολιτικούς στη Ρωσία.
«Ο σύντροφος λύκος γνωρίζει ποιόν να φάει»
Χαρακτηρίζοντας την πολιτική των ΗΠΑ ο Πούτιν είπε κάποτε: «Ο σύντροφος λύκος γνωρίζει, ποιον να φάει. Τον τρώει και κανέναν δεν ακούει. Και να ακούσει, προφανώς, ούτε πρόκειται». Ο υπαινιγμός στο μύθο του Ιβάν Κριλώφ «Ο λύκος και το αρνάκι» είναι προφανής: «Εσύ φταις, που θέλω να σε φάω!». Ο πρόεδρος της Ρωσίας ήθελε να πει ότι οι ΗΠΑ, όπως και ο λύκος, αναζητούν ανυπεράσπιστα «αρνιά» (χώρες, πλούσιες σε ορυκτά, αλλά ανίκανες να σταθούν στα πόδια τους), ώστε με διάφορες προφάσεις να τις «καταπιούν». Από εδώ προκύπτει το συμπέρασμα: στην Αμερική, η οποία αισθάνθηκε τα τελευταία 20 χρόνια την οικονομική και στρατιωτική αποδυνάμωση της Ρωσίας, ξύπνησε το «αρπακτικό» ένστικτο, και άρχισε σιωπηρά να πλησιάζει στα ρωσικά σύνορα (με την ομπρέλα του ΝΑΤΟ, των συστημάτων της Αντιπυραυλικής Άμυνας, και επίσης με τη στήριξη των μη φιλικών προς τη Ρωσία καθεστώτων και πολιτικών κινήσεων στις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες). Στόχος αυτών των δράσεως είναι η προετοιμασία για το αποφασιστικό άλμα στη Ρωσία με σκοπό την κατάκτηση των φυσικών πόρων της και την ουσιαστική κατάργηση της κυριαρχίας της. Εννοείται ότι η Ουάσιγκτον, δρώντας σύμφωνα με την γνωστή αρχή του Ταλεϋράνδου «η γλώσσα δόθηκε στον άνθρωπο για να κρύβει τις σκέψεις του», δεν μπορεί να αποκαλύψει τους αληθινούς στόχους της στρατιωτικής «περικύκλωσης» της Ρωσίας, και γι’ αυτό επινοεί διάφορες δικαιολογίες για την υποτιθέμενη ανάγκη να περιοριστεί ο ρωσικός «επεκτατισμός». Είναι αυτό δυνατό; Ιδού η γνώμη δύο κορυφαίων θεωρητικών των διεθνών σχέσεων, του Kenneth Waltz και του Robert Gilpin. Το πιο γνωστό βιβλίο του πρώτου είναι «Θεωρία της Διεθνούς Πολιτικής» και του δεύτερου «Πόλεμος και Αλλαγή στη Διεθνή Πολιτική». Οι συγκεκριμένες μονογραφίες αποτελούν τη «Βίβλο» σε όλα τα ιδρύματα που ασχολούνται με την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ και περιλαμβάνονται στην υποχρεωτική βιβλιογραφία των φοιτητών. Και μπορούμε χωρίς υπερβολή να πούμε, ότι εν πολλοίς διαμορφώνουν την κοσμοθεωρία πολλών από αυτούς που εν συνεχεία καθορίζουν την εξωτερική πολιτική της Ουάσιγκτον. Σύμφωνα με τον Waltz, το σενάριο «εσύ φταις που θέλω να σε φάω», κατ΄ αρχήν υφίσταται. «Καθώς δεν υφίσταται αντικειμενικός ορισμός της δικαιοσύνης, η ισχυρή χώρα έχει πάντα τον πειρασμό να παρουσιάσει ως δίκαιο τον δικό της τρόπο επίλυσης του προβλήματος». Αυτό σημαίνει ότι η Αμερική στην πραγματικότητα θα έπρεπε να μην ασχολείται τόσο με την υποστήριξη του αγώνα του λαού της Λιβύης εναντίον του καθεστώτος του Μουαμάρ Καντάφι, καθώς και του ιρακινού λαού εναντίον του Σαντάμ Χουσεΐν, όσο να επιδιώξει να επιλύσει τα δικά της προβλήματα ενέργειας αποκτώντας τον έλεγχο του λιβυκού και ιρακινού πετρελαίου.
Υπό το πρίσμα των ενεργειακών συμφερόντων μπορούμε να εξηγήσουμε και τις προσπάθειες των ΗΠΑ να «εκδημοκρατίσουν» τη Συρία, που στην πράξη σημαίνει ότι πρέπει να εγκαθιδρυθεί ένα φιλοαμερικανικό καθεστώς. Αντιστοίχως, ο αγώνας που κάνει η Ουάσιγκτον για τα ανθρώπινα δικαιώματα και τη δημοκρατία στη Ρωσία δεν είναι τίποτε περισσότερο από μια πρόφαση, για να δικαιολογηθεί η «όρεξη» που έχει ανοίξει στις ΗΠΑ για τις ρωσικές πλουτοπαραγωγικές πηγές. Αλλά μπορεί άραγε η Αμερική, που είναι μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και συνεχώς διαβεβαιώνει για τις ειρηνικές της προθέσεις, να εξασφαλίζει τα εθνικά της συμφέροντα εις βάρος άλλων χωρών, και μάλιστα με βίαιες μεθόδους; Σύμφωνα με τον Gilpin μπορεί. Και το ζήτημα εδώ δεν αφορά κάποιες ιδιαιτερότητες της αμερικανικής πολιτικής κουλτούρας, αλλά για την ίδια τη φύση του κράτους. Αναλύοντας την παγκόσμια ιστορία, αυτός ο πολιτικός επιστήμονας κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα κράτη πάντα επεδίωκαν και θα συνεχίζουν να επιδιώκουν τρεις βασικούς στόχους: Πρώτον, τη κατάκτηση εδαφών άλλων κρατών ή την ιμπεριαλιστική υποταγή τους, με σκοπό την εξασφάλιση των οικονομικών, αμυντικών και λοιπών ιδιαίτερων συμφερόντων. Δεύτερον, την απόκτηση ελέγχου στην πολιτική των άλλων χωρών. Τρίτον, ο έλεγχος της παγκόσμιας οικονομίας (ιδιαίτερα, στο τομέα των εξορύξεων) ή τουλάχιστον τη δυνατότητα της επιρροής της. Ανάλογες επιδιώξεις είναι εγγενείς, σύμφωνα με τον Gilpin, σε όλα ανεξαιρέτως τα κράτη – τόσο τα δημοκρατικά όσο και τα αυταρχικά/ολοκληρωτικά.
Φυσικά στον σύγχρονο κόσμο δεν είναι όλα τόσο απλά, και συχνά η ανάγκη συνένωσης των δυνάμεων ενώπιον κάποιας πλανητικής απειλής (όπως η παγκόσμια τρομοκρατία) υπερισχύει έναντι ιδιοτελών οικονομικών και πολιτικών επιδιώξεων των ξεχωριστών κρατών. Και οι ΗΠΑ όπως και η Ρωσία οφείλουν να αντιπαρατεθούν σε αυτού του είδους τη τρομοκρατία, και αυτό δημιουργεί προϋποθέσεις για τη δημιουργία μιας στρατιωτικο-πολιτικής συμμαχίας Μόσχας-Ουάσιγκτον. Επιπλέον, και οι δύο χώρες δεν υποστηρίζουν θεμελιωδώς ασύμβατες ιδεολογίες –κομουνιστική και φιλελεύθερη, που επίσης αποτελεί προϋπόθεση για μια τέτοιου είδους συμμαχία. Αν αυτή πραγματοποιηθεί, ίσως, και η Αμερική να μετριάσει την «όρεξή» της και να σταματήσει να ακολουθεί την πολιτική αποδυνάμωσης της Ρωσίας.
Ωστόσο αυτό δεν συμβαίνει. Μήπως η επιδίωξη να αποκτηθεί κάποτε «δωρεάν» πρόσβαση στο ρωσικό πετρέλαιο, αέριο, άνθρακα, ξυλεία και στις τεράστιες εκτάσεις, όπου είναι δυνατόν να δημιουργηθούν νέες βιομηχανίες ή χωματερές για ραδιενεργά απόβλητα, αντισταθμίζει την επιθυμία της Ουάσιγκτον να έχει την Μόσχα ως σύμμαχο; Ή για την πολιτική περιορισμού της Μόσχας υπάρχουν και άλλες αιτίες;
Η διαφορά κοσμοθεωρίας το κλειδί του προβλήματος
Περισσότερο απ’ όλα, απορία και ενόχληση σε πολλούς πολιτικούς και σημαντικό τμήμα της ρωσικής κοινωνίας προκαλούν οι αδιάκοπες προσπάθειες της Αμερικής να «εισχωρήσει» στις εσωτερικές υποθέσεις της Ρωσίας. Αυτό γίνεται κάτω από προφάσεις για τον εκδημοκρατισμό και την φιλελευθεροποίηση του πολιτικού και οικονομικού συστήματος της Ρωσίας. Υπάρχει μια εκδοχή ότι οι προσπάθειες αυτές συνδέονται όχι με την φανατική προσήλωση της Ουάσιγκτον στα ιδεώδη και τις αρχές στις οποίες βασίζεται το αμερικανικό έθνος, ούτε στην αντίστοιχη επιθυμία να επιβληθούν οι ίδιες σε όλον τον κόσμο, άρα και στη Μόσχα, αλλά με την επιδίωξη των ΗΠΑ να αποτρέψουν μια πιθανή πυρηνική σύρραξη με τη Ρωσία.
Το ζήτημα είναι ότι στις ΗΠΑ, όπως σημείωσε ο Αμερικανός πολιτικός επιστήμων William Kincade στο συλλογικό έργο «Strategic power:USA/USSR», υπήρξε μια εντελώς ιδιόμορφη προσέγγιση στην εξασφάλιση της ασφάλειάς τους. Η χώρα, πρακτικά, ποτέ δεν δέχθηκε επίθεση από έξω, και δεν θεωρεί ότι η βασική εγγύηση αυτής της ασφάλειας είναι η απόσταση ενός δυνητικού εχθρού από τα σύνορα (πολύ περισσότερο που στην εποχή των πυρηνικών πυραύλων δεν υπάρχει απόσταση που δεν ξεπερνιέται από τα στρατηγικά όπλα). Σύμφωνα με την Ουάσιγκτον, το κράτος που είναι ικανό να προκαλέσει ζημιά στις ΗΠΑ υπάρχει εγγύηση ότι δεν θα το κάνει μόνον στην περίπτωση που το πολιτικό του σύστημα είναι θεμελιωμένο στις ίδιες δημοκρατικές και φιλελεύθερες αρχές που είναι και το αμερικανικό. «Η αμερικανική πολιτική [σε σχέση με τη Ρωσία] εκπορεύεται από το ότι η ειρήνη [μεταξύ των χωρών] μπορεί να εξασφαλιστεί μόνον στην περίπτωση που η Ρωσία θα τηρεί αυστηρά τις αρχές της δημοκρατίας και της οικονομίας της αγοράς» υπογράμμισε κάποτε ο Χένρυ Κίσινγκερ.
Μεταξύ των προαναφερόμενων αρχών, μια από τις βασικότερες, είναι η υποχρέωση της λογοδοσίας της κυβέρνησης στους ψηφοφόρους, μέσω και ενός θεσμικού συστήματος ελέγχων και ισορροπιών. Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, ό,τι αισθήματα κι αν έχει εναντίον κάποιας χώρας, δεν μπορεί να κηρύξει τον πόλεμο χωρίς την επικύρωση του Κογκρέσου. Το Κογκρέσο δίνει αυτή την έγκριση μόνον στην περίπτωση που θα πειστεί ότι κατά τη διάρκεια του πολέμου οι ΗΠΑ δεν θα υποστούν μη αποδεκτή ζημία Με αυτόν τον τρόπο μπορούμε να είμαστε 100% βέβαιοι ότι ούτε ο πρόεδρος των ΗΠΑ ούτε το Κογκρέσο δεν πρόκειται να κηρύξουν τον πόλεμο στη Ρωσία, που διαθέτει πυρηνικά όπλα (προληπτικό κτύπημα ως μέσο ανακοπής αναπόφευκτης επίθεσης, στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν εξετάζεται). Η Ρωσία εξ απόψεως της Ουάσιγκτον είναι μια εντελώς διαφορετική περίπτωση. Η Δούμα και το Συμβούλιο της Ομοσπονδίας, κατά τους Αμερικανούς πολιτικούς, δεν αποτελούν αντίρροπη δύναμη στο Κρεμλίνο, αλλά εγκρίνουν όλες του τις δράσεις. Η ρωσική διαφθορά επίσης ενισχύσει την πεποίθηση στο Λευκό Οίκο και στο Κογκρέσο ότι η εκτελεστική εξουσία στη Ρωσική Ομοσπονδία δεν είναι υπόλογη στην κοινωνία (μέρος της ρωσικής διαφθοράς, όπως έχει αποδειχθεί, οφείλεται στις ίδιες τις ΗΠΑ), και συνεπώς μπορεί να λάβει όποια μέτρα επιθυμεί ενάντια στις ΗΠΑ, ακόμη κι αν προκαλέσουν βλάβη στη Ρωσία.
Από την πλευρά της η Μόσχα, όπως σημειώθηκε, έχει άλλον τρόπο από αυτό των ΗΠΑ για να εξασφαλίσει τη δική της ασφάλεια Άλλωστε από τα τελευταία 1.000 χρόνια τα 950 αποτέλεσε αντικείμενο επίθεσης. Γι’ αυτό η Ρωσία, όπως σημείωσε ο αμερικανός ερευνητής David Jones στο βιβλίο «Strategy Power», την απασχολεί πως θα απομακρύνει τον επιτιθέμενο όσο το δυνατόν μακρύτερα από τα σύνορά της, μη δίνοντας ιδιαίτερη σημασία στις ιδιαιτερότητες του πολιτικού ή οικονομικού συστήματος (θυμίζουμε την «υγειονομική ζώνη», με τη μορφή του συμφώνου της Βαρσοβίας, που υψώθηκε μεταξύ των συνόρων της ΕΣΣΔ και των κρατών του ΝΑΤΟ). Με άλλα λόγια, εάν για τις ΗΠΑ προέχει η θεσμική – πολιτική προσέγγιση για τη Ρωσία είναι η γεωγραφική προσέγγιση που ακολουθείται στην επιδίωξη της εξασφάλισης της ασφάλειάς της.
Αυτό προκαλεί την αδυναμία κατανόησης και την αντιπαλότητα εκ μέρους της Ρωσίας όταν οι ΗΠΑ προσπαθούν να εξασφαλίσουν την ασφάλειά τους μέσω του εκδημοκρατισμού και του φιλελευθερισμού του ρωσικού κράτους: η Ρωσία δεν πρόκειται να διαμορφώσει το δικό της πολιτικό σύστημα ούτε στα πρότυπα του αμερικανικού ούτε, και με την πιο πλατιά έννοια, στα πρότυπα του δυτικού παραδείγματος.
Φθάνουμε επομένως σε αδιέξοδο; Καθόλου. Ακόμη και στην περίοδο του Ψυχρού Πολέμου υπήρξαν περίοδοι «αποφόρτισης», όταν οι δείκτες του ρολογιού της «ημέρας της κρίσεως» γύριζαν προς τα πίσω. Είναι, λοιπόν, απόλυτα εφικτό «να συμφωνήσουν ότι διαφωνούν», συνεχίζοντας παράλληλα να συνυπάρχουν ειρηνικά.
Δημοσίευση σχολίου