Του ΦΟΙΒΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗ
Ο ΕΜΦΥΛΙΟΣ ΣΤΗ ΛΙΒΥΗ ΑΝΕΔΕΙΞΕ ΞΑΝΑ ΤΗ ΓΕΩΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΟΝΗΣΟΥ
Από την ενίσχυση της άμυνάς του, επί Ουίνστον Τσόρτσιλ, και το αμερικανικό σχέδιο «Pincher», την εποχή του Ψυχρού Πολέμου, μέχρι σήμερα, το νησί δεσπόζει ανάμεσα σε τρεις ηπείρους
Η Κρήτη είναι ένα ελληνικό νησί με ιδιαίτερη γεωστρατηγική σημασία. Δεσπόζει μεταξύ τριών ηπείρων στη νοτιοανατολική Μεσόγειο, της Ευρώπης, της Ασίας και της Αφρικής.Κάποιες περιοχές της νότιας Κρήτης βρίσκονται πιο κοντά στη Λιβύη, χώρα της βόρειας Αφρικής, παρά στην Αθήνα. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι με τα πρόσφατα πολεμικά γεγονότα χιλιάδες ξένοι εργαζόμενοι στη Λιβύη μεταφέρθηκαν διά θαλάσσης σε κρητικά λιμάνια.
Ενα από τα αρχαιότερα λίκνα του παγκόσμιου πολιτισμού, η Κρήτη έγινε το μήλον της έριδος πολλών ξένων κατακτητών, όπως των Ρωμαίων, των μουσουλμάνων πειρατών, των Βενετσιάνων, των Τούρκων. Οι Βυζαντινοί επίσης είχαν μια μακρόχρονη παρουσία.
Στο τέλος του 19ου αιώνα, μέσα σ’ ένα επαναστατικό κλίμα η Κρήτη κέρδισε την αυτονομία της και στις αρχές του νέου αιώνα ενώθηκε με τη μητέρα πατρίδα. Η Κρήτη πρόσφερε στην Ελλάδα τον Ελευθέριο Βενιζέλο, που επηρέασε αποφασιστικά τις ελληνικές πολιτικές εξελίξεις από πολλές απόψεις και είχε σημαντική παρουσία και στη διεθνή σκηνή.
Καθώς άρχισε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος οι Βρετανοί ανησυχούσαν ιδιαίτερα για τη ναυτική τους θέση στην Ανατολική Μεσόγειο και για το αν η Ελλάδα, που ήταν υπό την επιρροή τους, καταλαμβάνετο από μια ξένη δύναμη και κυρίως η Κρήτη που ήταν πολύ κοντά στα Δωδεκάνησα που κατέχονταν από τους Ιταλούς του Μουσολίνι.
Η φασιστική Ιταλία ανταγωνιζόταν τότε την Αγγλία στην Ανατολική Μεσόγειο. Η βρετανική ηγεσία ανέπτυξε τη θέση ότι είχε «ιδιαίτερα μεγάλη σημασία να μην πέσει η Κρήτη» στα χέρια των Ιταλών, οπότε θα ήλεγχαν μια στρατηγική περιοχή όπου θα μπορούσαν να εγκαταστήσουν μια ναυτική και αεροπορική βάση με αρνητικές συνέπειες για τη βρετανική επιρροή στη νοτιοανατολική Μεσόγειο (Αίγυπτο κ.ά.).
Περισσότερο και από την κυρίως Ελλάδα ο βρετανός πρωθυπουργός Ουίνστον Τσόρτσιλ ενδιαφερόταν για την άμυνα της Κρήτης.
Ο Τσόρτσιλ πρότεινε τη μετατροπή του κόλπου της Σούδας σε βάση ανεφοδιασμού σε καύσιμα του βρετανικού στόλου και την ενίσχυση της αντιαεροπορικής άμυνας του νησιού.
Η βρετανική πολιτική σε ηγετικό επίπεδο ήταν ότι έπρεπε από κάθε άποψη να ενισχυθεί η άμυνα της Κρήτης από τους Ελληνες και τους Αγγλους συμμάχους τους.
Ακόμα και η επιλογή του νέου έλληνα πρωθυπουργού Εμμανουήλ Τσουδερού, που ήταν Κρητικός και βενιζελικός, δεν υπήρξε τυχαία.
Οι Βρετανοί σκεπτόμενοι τη μεταφορά της ελληνικής κυβέρνησης στην Κρήτη, όπως και του βασιλιά Γεωργίου, σε περίπτωση κατάληψης της κυρίως Ελλάδας, στόχευαν στη δημιουργία ενός κλίματος θετικής αποδοχής της κυβέρνησης μέσα στον κρητικό λαό, που διαπνεόταν μάλιστα από ένα ισχυρό αντιμοναρχικό και αντιδικτατορικό συναίσθημα. Και σ’ αυτό μπορούσε να βοηθήσει η επιλογή Τσουδερού. Τελικά δεν επιτέθηκαν οι Ιταλοί, αλλά οι γερμανοί αλεξιπτωτιστές κατέλαβαν, ύστερα από σκληρές μάχες, την Κρήτη.
Μετά το τέλος του Παγκόσμιου Πολέμου στα μάτια των δυτικών Μεγάλων Δυνάμεων η Κρήτη απέκτησε και νέα στρατηγική σημασία, όχι μόνο σαν ένα «παρατηρητήριο» προς τις πετρελαιοφόρες περιοχές της Εγγύς και Μέσης Ανατολής αλλά και σαν βάση παρακολούθησης των κινήσεων του σοβιετικού στόλου από τη Μαύρη Θάλασσα στο Αιγαίο και γενικότερα στην ανατολική Μεσόγειο.
Ο αμερικανός πρεσβευτής στην Αγκυρα πίστευε ότι μια ρωσική ναυτική βάση στα Στενά δεν εξασφάλιζε την ελευθερία διέλευσης, γιατί «μία αεροπορική δύναμη έχοντας ως βάση για παράδειγμα την Κρήτη», μπορούσε να αποτρέψει «την αποτελεσματική χρησιμοποίηση των Στενών από τη Ρωσία».
Μετά το τέλος της σύγκρουσης του Δεκέμβρη η βρετανική ηγεσία σκεπτόταν σοβαρά την εγκαθίδρυση ναυτικών και αεροπορικών βάσεων στην Ελλάδα. Είχαν ιδιαίτερη προτίμηση «για την εγκατάσταση βάσεων στην Κρήτη», αλλά ο Τσόρτσιλ έκρινε ότι θα ήταν καλύτερα να συζητηθεί το θέμα των βρετανικών βάσεων στην Ελλάδα με μια εκλεγμένη κυβέρνηση μετά τη διεξαγωγή των βουλευτικών εκλογών.
Καθώς ο ψυχρός πόλεμος απλωνόταν στη διεθνή πολιτική σκηνή, οι τρεις πρώην σύμμαχοι (ΗΠΑ, ΕΣΣΔ, Αγγλία) σκέφτονταν τώρα την πιθανότητα ενός νέου παγκοσμίου πολέμου.
Στα μάτια των Δυτικών η στρατηγική σημασία της Κρήτης, ως ενός σταθερού «αεροπλανοφόρου» στην καρδιά της νοτιοανατολικής Μεσογείου, ναυτική και αεροπορική βάση, όπως και βάση παρακολούθησης στρατηγικών σημείων τριών ηπείρων, αποκτούσε όλο και μεγαλύτερη σημασία.
«Σε περίπτωση παγκοσμίου πολέμου -υπέδειξε η βρετανική στρατιωτική ηγεσία- είναι πολύ αμφίβολο αν θα μπορέσουμε να υπερασπίσουμε την κυρίως Ελλάδα, αν και πρέπει να κάνουμε το παν για να κρατήσουμε τα σπουδαιότερα ελληνικά νησιά, ιδιαίτερα την Κρήτη».
Την πιθανότητα να ξεσπάσει ένας νέος παγκόσμιος πόλεμος την εξέταζαν επίσης οι Αμερικανοί και οι Σοβιετικοί που εκπονούσαν πολεμικά σχέδια.
Ενα από αυτά ήταν και το αμερικανικό σχέδιο «Pincher» κατά το 1946 (βλ. «Η Επανάσταση στην Ελλάδα», σ. 245-246), που ασχολήθηκε με «την κοινή δράση των ενόπλων δυνάμεων των ΗΠΑ εναντίον της ΕΣΣΔ, σε περίπτωση που μια παρόμοια δράση απαιτηθεί τα επόμενα χρόνια».
Αν και το σχέδιο «Pincher» προέβλεπε τρεις εναλλακτικές λύσεις για την εκδήλωση μιας χερσαίας αμερικανικής επίθεσης «εναντίον της βιομηχανικής καρδιάς της Ρωσίας», υπέδειξε ότι «η κύρια προσπάθεια που θα ξεκινούσε από τη Μεσόγειο, διαμέσου των Βαλκανίων και της Μέσης Ανατολής», πρόσφερε τις μεγαλύτερες πιθανότητες επιτυχίας. Μεταξύ των κεντρικών βάσεων εκκίνησης της αμερικανικής επίθεσης εθεωρείτο η Αίγυπτος, που «μαζί με την Κύπρο και πιθανώς την Κρήτη επιτρέπουν μεγάλης κλίμακας αεροπορική επίθεση εναντίον των σοβιετικών πετρελαιοπηγών στον Καύκασο…».
Οι πρόσφατες πολεμικές εξελίξεις στη Λιβύη δείχνουν τη μεγάλη στρατηγική σημασία των στρατιωτικών βάσεων της Κρήτης στις εξελίξεις της Εγγύς και Μέσης Ανατολής.
Αλλά και η οικονομική πλευρά της εληνικής μεγαλονήσου δεν είναι μικρής σημασίας, καθώς λέγεται ότι στα ελληνικά χωρικά ύδατα στην περιοχή της Κρήτης υπάρχει ένας πολύ σημαντικός υπόγειος ορυκτός πλούτος, ανάλογος μ’ εκείνον της βόρειας Αφρικής.
ΠΗΓΗ
Δημοσίευση σχολίου