H ιστορία αρχίζει πριν από περίπου 100 χρόνια, όταν στις ΗΠΑ ξεκίνησε η κατασκευή του τεράστιου σιδηροδρομικού δικτύου. Η εύρεση εκείνων των επενδυτών, οι οποίοι θα ήταν διατεθειμένοι να χρηματοδοτήσουν με αρκετά υψηλά ποσά τις, άγνωστες τότε, εταιρείες κατασκευής σιδηροδρομικών δικτύων, ήταν ένα πολύ δύσκολο εγχείρημα.
Εκείνη ακριβώς την εποχή ο John Moody, ένας πανέξυπνος χρηματοοικονομικός αναλυτής, διέγνωσε το πρόβλημα και διέκρινε τη λύση του, δημιουργώντας το 1909 την πρώτη εταιρεία αξιολόγησης πιστωτικών κινδύνων......
Επινοώντας την αξιολόγηση με τα αρχικά γράμματα του αλφαβήτου (ABC), καθιέρωσε τη βαθμολογία «ΑΑΑ» (και τα παράγωγά της), που έκτοτε υποδηλώνει το χαμηλότερο δυνατό ρίσκο με το οποίο βρίσκεται αντιμέτωπος ένας επενδυτής όταν δανείζει τα χρήματά του σε μία επιχείρηση (σε ένα κράτος κ.λπ.).
Σύντομα, το 1916, εισήλθε στον χώρο η Standard Statistics (η σημερινή Standard & Poor’s), ενώ ακολούθησε η Fitch (1924). Αυτό το ολιγοπώλιο, το «trio inferno» (η τριάδα-κόλαση, ελληνιστί), όπως πλέον αποκαλείται διεθνώς, κατέχει σήμερα το 95% της παγκόσμιας αγοράς. Ο πίνακας είναι αποκαλυπτικός.
Έτσι, σταδιακά, μπαίνουν οι βάσεις για την... επικυριαρχία των περίφημων «τριών αδελφών». Σύμφωνα με μελέτη του κ. Β. Βιλιάρδου (οικονομολόγος - πτυχιούχος ΑΣΟΕΕ με μεταπτυχιακές στο Hamburg Universitat), τόσο ο τζίρος όσο και τα τεράστια καθαρά κέρδη των «τριών αδελφών», τα οποία πλησιάζουν το 40%, αναδεικνύουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τη διαχρονική αξία της επιχειρηματικής ιδέας.
Η είσοδος δε του κ. Warren Buffett στη Moody’s (αυξημένη πληροφόρηση, ενδεχομένως «έγκαιρη» γνώση των αξιολογήσεων πολλών εταιρειών κ.λπ. - εάν τυχόν γνωρίζεις από πριν την ύστερη υποτίμηση της πιστοληπτικής ικανότητας μίας επιχείρησης ή ενός κράτους, μπορείς να κερδίσεις τεράστια ποσά) ερμηνεύει, σε κάποιον βαθμό βέβαια, ένα μέρος των πασίγνωστων επενδυτικών επιτυχιών του.
Παραμένει φυσικά παράδοξο το γεγονός ότι οι υπόλοιπες ανεπτυγμένες οικονομίες (Ε.Ε., Ιαπωνία κ.λπ.) δεν κατάφεραν ή δεν φρόντισαν να δημιουργήσουν ανάλογες εταιρείες, αφήνοντας έρμαια στις διαθέσεις των αμερικανικών εταιρειών αξιολόγησης τόσο τις επιχειρήσεις τους όσο και τους δημόσιους τομείς τους (αλίμονο σε μία επιχείρηση ή σε ένα κράτος που τυχόν βρεθεί, για παράδειγμα, στο στόχαστρο της Standard & Poor’s).
Πώς «δουλεύει» το σύστημα
Περαιτέρω, τον Ιούνιο του 1999, όταν ξεκίνησε η συνθήκη της Βασιλείας ΙΙ, στο πλαίσιο της οποίας λειτουργούν (επιβλέπονται) τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, αποφασίστηκε η συσχέτιση της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών με τη «νόμιμη» αξιολόγηση των επενδυτικών τους τοποθετήσεων.
Τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα δηλαδή, τα οποία επενδύουν σε χρεόγραφα με υψηλή πιστωτική αξιολόγηση, χρειάζεται να δεσμεύουν σημαντικά χαμηλότερα εγγυητικά κεφάλαια - οπότε μπορούν να πολλαπλασιάζουν τις πιστώσεις τους (ακολούθησε ο χορός της υπερχρέωσης και η απόλυτη ηγεμονία των εταιρειών αξιολόγησης).
Για παράδειγμα, σύμφωνα με τους κανόνες της Βασιλείας ΙΙ, για την αγορά ενός επενδυτικού προϊόντος αξίας 1.000.000 ευρώ, με αξιολόγηση «ΑΑΑ», η τράπεζα υποχρεώνεται να κατέχει ίδια κεφάλαια ύψους μόλις 5.600 ευρώ (περίπου 178 φορές λιγότερα). Εάν όμως η αξιολόγηση του προϊόντος μειωθεί στο «Ba1», τότε το πιστωτικό ίδρυμα οφείλει να αυξήσει τα ίδια κεφάλαιά του, για το ίδιο προϊόν, στις 200.000 ευρώ (μόλις 5 φορές λιγότερα, έναντι 178 του προηγουμένου).
Τέλος, εάν η αξιολόγηση μειωθεί ακόμη περισσότερο, στο «B1», τότε η τράπεζα είναι υποχρεωμένη να διατηρεί ολόκληρο το ποσό (100%) ως «αντίκρισμα» - επομένως χρειάζεται 178 φορές περισσότερα ίδια κεφάλαια για ένα χρεόγραφο «Β1» από ό,τι για ένα χρεόγραφο με την αξιολόγηση «ΑΑΑ» (ας φανταστούμε εδώ τι σημαίνει για μια χώρα -η οποία έχει διαθέσει ομόλογα του Δημοσίου της στις τράπεζες- η ενδεχόμενη υποτίμηση της πιστοληπτικής της ικανότητας: σε σχέση τόσο με το επιτόκιο που η ίδια πληρώνει όσο και με τα επιπλέον κεφάλαια που πρέπει να δεσμεύσουν ξαφνικά οι τράπεζες οι οποίες έχουν ήδη αγοράσει τα ομόλογά της).
Ως εκ τούτου, η αξιολόγηση έχει άμεση σχέση τόσο με την κεφαλαιακή επάρκεια όσο και με τον όγκο των συναλλαγών ενός πιστωτικού ιδρύματος, αφού όσο καλύτερη αξιολόγηση διαθέτουν τα προϊόντα (χρεόγραφα) στα οποία επενδύει, τόσο λιγότερα ίδια κεφάλαια χρειάζεται και τόσο περισσότερες πιστώσεις μπορεί να προσφέρει στους υπόλοιπους πελάτες του (χρηματοδότηση μικρομεσαίων επιχειρήσεων, καταναλωτών κ.λπ.).
Από την αντίθετη πλευρά, όταν μειώνεται η αξιολόγηση των χρεογράφων, στα οποία έχει ήδη επενδύσει η τράπεζα, είναι υποχρεωμένη να αποσύρει πολλαπλάσιες πιστώσεις από την κανονική αγορά, έτσι ώστε να διατηρήσει την υποχρεωτική από τη νομοθεσία κεφαλαιακή της επάρκεια - με δυσμενείς συνέπειες αφενός μεν για την πραγματική οικονομία (πιστωτική παγίδα), αφετέρου δε για την ίδια (μείωση του τζίρου και των κερδών της).
Συνεχίζοντας, όσον αφορά στις υπόλοιπες επιχειρήσεις, όσο καλύτερη αξιολόγηση έχουν τόσο ευκολότερα δανείζονται από τις τράπεζες, τόσο χαμηλότερα επιτόκια πληρώνουν και τόσο φθηνότερες τιμές ή μεγαλύτερες πιστώσεις λαμβάνουν από τους προμηθευτές τους (επηρεάζεται ακόμη και η χρηματιστηριακή τιμή τους, αφού πολλά επενδυτικά ταμεία είναι υποχρεωμένα να τοποθετούνται μόνο σε τίτλους που διαθέτουν την υψηλότερη αξιολόγηση - «ΑΑΑ»).
Όσον αφορά στις ασφαλιστικές εταιρείες, διαπιστώνουμε αντίστοιχες... επιδράσεις - ιδιαίτερα σε αυτές που ασφαλίζουν, μέσω των CDOs, επενδυτικά προϊόντα ή ομόλογα του Δημοσίου. Τα ετήσια ασφάλιστρα, δηλαδή, ή τα «επιτόκια» (αποδόσεις) των CDOs διαμορφώνονται ανάλογα με την αξιολόγηση του ασφαλιζομένου.
Τα ίδια σχεδόν ισχύουν και για τα κράτη, των οποίων ο δανεισμός καθώς επίσης και το επιτόκιό του είναι μεγέθη απολύτως ανάλογα της αξιολόγησής τους - δηλαδή όσο χαμηλότερη είναι η αξιολόγησή τους τόσο περισσότερους τόκους εισπράττουν οι πιστωτές τους για το αυξημένο ρίσκο τους (για παράδειγμα, όταν ένα κράτος δανείζεται 300 δισ. ευρώ, όσο υποθέτουμε το δικό μας, τότε 2% μεγαλύτερο επιτόκιο σημαίνει 6 δισ. ευρώ επιπλέον ετήσιους τόκους!) και τόσο δυσκολότερη είναι η πρόσβασή τους στις διεθνείς χρηματαγορές.
--- Τεράστια δύναμη
Από όλα τα παραπάνω τεκμηριώνεται μάλλον επαρκώς η τεράστια ισχύς των εταιρειών αξιολόγησης, που ουσιαστικά είναι αυτές που αποφασίζουν για τις τύχες των τραπεζών, των επιχειρήσεων, των ασφαλιστικών εταιρειών, των νέων επενδυτικών προϊόντων και των ίδιων των κρατών.
Δεν θα ήμασταν ίσως υπερβολικοί εάν ισχυριζόμασταν ότι τόσο το μέλλον του καπιταλιστικού συστήματος όσο και η σημερινή ή οι μελλοντικές κρίσεις του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος βρίσκονται σε άμεση σχέση με τις τρεις αμερικανικές εταιρείες αξιολόγησης - με το «trio inferno».
Ας μην ξεχνάμε ότι ακριβώς αυτές, δίνοντας βαθμολογία «ΑΑΑ» σε πολλά «μη αξιολογήσιμα» CDOs, βασισμένα στα γνωστά μας ενυπόθηκα στεγαστικά δάνεια χαμηλής εξασφάλισης (subprimes), οδήγησαν το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα στο χείλος της αβύσσου - θα είχε μάλλον καταστραφεί εάν δεν παρενέβαιναν, αμέσως και από κοινού, όλα τα κράτη για να το διασώσουν, διακινδυνεύοντας μια δημοσιονομική κρίση άνευ προηγουμένου.
--- Χωρίς κανέναν έλεγχο
Βέβαια, υποθέτει κανείς ότι μια τόσο ευαίσθητη χρηματοπιστωτική λειτουργία όσο αυτή της αξιολόγησης υπόκειται στον αυστηρό έλεγχο του κράτους στο οποίο έχουν την έδρα τους οι συγκεκριμένες εταιρείες - αν όχι σε έναν διεθνή ελεγκτικό οργανισμό. Συμβαίνει όμως ακριβώς το αντίθετο: πρόκειται για τρεις ιδιωτικές επιχειρήσεις, με έδρα τη Νέα Υόρκη, οι οποίες δεν υπόκεινται στον έλεγχο κανενός. Η μοναδική τους υποχρέωση είναι η μεγιστοποίηση του κέρδους τους!
Ακόμη χειρότερα, οι όποιες αξιολογήσεις τους δεν χρειάζεται καν να είναι σωστές. Ουσιαστικά εκφράζουν την υποκειμενική άποψη των τριών εταιρειών, κάτι ανάλογο δηλαδή με αυτήν των δημοσιογράφων του οικονομικού Τύπου, οι οποίοι αναλύουν εισηγμένες ή άλλες επιχειρήσεις, χωρίς να αναλαμβάνουν την παραμικρή προσωπική ευθύνη και χωρίς να ελέγχονται από κάποιους ειδικούς για τα γραφόμενά τους.
Εξαιτίας αυτού του γεγονότος, επειδή δηλαδή εκφράζουν απλώς τις υποκειμενικές απόψεις τους «επιφυλασσόμενες», δεν μπορεί κανένας δημόσιος ή άλλος οργανισμός να τις καλέσει σε απολογία - πόσο μάλλον να τις κατηγορήσει ή να καταθέσει αγωγές εναντίον τους.
Επιπλέον (το «ετεροβαρές ρίσκο» στην απόλυτη επικράτησή του, σε συνδυασμό με «δικαιοπρακτικά» αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα), οι εκτιμήσεις τους πληρώνονται από τους χρεώστες: από αυτούς δηλαδή που ζητούν να αξιολογηθούν για να δανειστούν χρήματα και όχι από τους πιστωτές τους, οι οποίοι τους δανείζουν!
Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥΣ ΣΤΑ CDOs
Το παράδειγμα μιας συζήτησης που διεξήχθη στις ΗΠΑ (Washington) σε σχέση με τις αποτυχημένες, τις καταστροφικές καλύτερα, αξιολογήσεις των CDOs από τις συγκεκριμένες εταιρείες είναι εξαιρετικά διαφωτιστικό - όσον αφορά τουλάχιστον στη συμπεριφορά των εταιρειών αξιολόγησης: «Θα μπορούσαμε ποτέ πια να σας εμπιστευτούμε;» ρώτησε τον υπεύθυνο της Moody’s ένας ασφαλιστής, μετά την εκκωφαντική έκρηξη της αγοράς των δομημένων προϊόντων η οποία ακολούθησε την πτώχευση της Lehman Brothers.
«Ίσως δεν είναι λογικό να στηρίζεστε αποκλειστικά στις δικές μας αξιολογήσεις», απάντησε αυτός με ήρεμη, εντελώς αποστασιοποιημένη φωνή. «Αλλά μέχρι σήμερα οφείλαμε να εμπιστευόμαστε τις τοποθετήσεις σας». «Καταλαβαίνω... Μάλιστα...», απάντησε ο υπεύθυνος της Moody’s, «Όμως, όταν χρησιμοποιείτε αξιολογήσεις, θα πρέπει να αποφασίζετε μόνος σας τι ακριβώς κάνετε με αυτές»...
Ίσως πρέπει να θυμηθούμε πώς, μεταξύ των ετών 2003 και 2006, ο όγκος των CDOs τετραπλασιάστηκε, ξεπερνώντας το 1 τρισ. δολάρια σε ετήσια βάση. Αν και κανένας επενδυτής δεν καταλάβαινε τι αγόραζε (άλλωστε ήταν ρεαλιστικά αδύνατον να γίνουν σωστά τόσο πολλές αξιολογήσεις, από τρεις μόνο εταιρείες), οι πάσης φύσεως επενδυτές (τράπεζες κ.λπ.) αρκούνταν στην αξιολόγηση «ΑΑΑ», η οποία υποδηλώνει σχεδόν μηδενικό ρίσκο, και δεν ερευνούσαν τίποτα παραπάνω.
Έτσι, από ένα μικρό κομμάτι της συνολικής αγοράς (niche) δημιουργήθηκε μία τεράστια μηχανή παραγωγής «σκοτεινών» χρημάτων, καθ’ όλα νόμιμων, η οποία συνεπήρε τα πάντα στην καταστροφική πορεία της.
Το 2006, σχεδόν το 44% του τζίρου των εταιρειών αξιολόγησης προερχόταν από τα δομημένα χρηματοπιστωτικά προϊόντα, στα οποία οφειλόταν το 80% των συνολικών κερδών τους. Στην πραγματικότητα, πριν ακόμη εκδοθεί ένα τέτοιο δομημένο προϊόν, με στόχο την πώλησή του στην αγορά, οι εκδότριες τράπεζες ρωτούσαν για την αξιολόγησή του - ουσιαστικά ενημερώνονταν για το πώς θα έπρεπε να... κατασκευαστεί, έτσι ώστε να αξιολογηθεί, εκ μέρους μιας από τις «τρεις αδελφές», με «ΑΑΑ».
Όπως είναι φυσικό, οι εταιρείες αξιολόγησης «βοηθούσαν» στη σωστή... κατασκευή (αντί να ελέγχουν δηλαδή εκ των υστέρων το προϊόν, έδιναν εκ των προτέρων τις «προδιαγραφές» του), αφού αμέσως μετά την εισαγωγή του προϊόντος εισέπρατταν το 50% της αμοιβής τους - μέχρι και 500.000 δολάρια.
Φυσικά, όλα όσα έχουμε αναφέρει, αφού σταμάτησαν για λίγο χρονικό διάστημα, συνεχίζονται ξανά - προφανώς κανένας δεν θέλει να χάσει μία τόσο μεγάλη πηγή εσόδων και κερδών. Ήδη, σε προηγούμενο άρθρο μας, αναφερθήκαμε στους εξελιγμένους «απογόνους» των CDOs, στα δομημένα προϊόντα δηλαδή της δεύτερης γενιάς, στα re-remics.
Τα καταστροφικά αυτά εργαλεία ουσιαστικά βοηθούν τις τράπεζες (με τις... ευχές των ανήμπορων να αντιδράσουν σωστά κρατών) να «αναμορφώσουν» (να ωραιοποιήσουν) τους ισολογισμούς τους, έτσι ώστε να μπορέσουν ξανά να χρηματοδοτήσουν την πραγματική οικονομία - για να ξεφύγει η πραγματική οικονομία, η βιομηχανία και το εμπόριο δηλαδή με τη σειρά τους, από την υφιστάμενη παγίδα ρευστότητας.
Έτσι, η Moody’s ανακοίνωσε ξανά αυξημένες προβλέψεις κερδών για το 2009, ενώ οι κρατικές ελεγκτικές υπηρεσίες παρακολουθούν αμέτοχες, ανίκανες καλύτερα να αντιδράσουν, αφού ο δημόσιος έλεγχος των εταιρειών αξιολόγησης, των μεθόδων εξαπάτησης καλύτερα που χρησιμοποιούν (σύμφωνα βέβαια με τις καταγγελίες του κ. Ε. Kolchinsky, ανώτατου πρώην στελέχους της Moody’s) δεν είναι ακόμη υποχρεωτικός.
Ολοκληρώνοντας, για να αιτιολογήσουμε περισσότερο το έγκλημα που συντελείται και παραμένει ατιμώρητο, αναφέρουμε το δομημένο ομόλογο «Balta 2006-8 1Α2», το οποίο εμπεριέχει ενυπόθηκα δάνεια χαμηλής εξασφάλισης των ΗΠΑ (subprimes), σε μία... καινούργια συσκευασία.
Το «χρεόγραφο» αυτό αξιολογήθηκε τον Μάρτιο του 2008 με «ΑΑΑ», δηλαδή θεωρήθηκε τόσο σίγουρο όσο ένα βιβλιάριο καταθέσεων. Στα τέλη Αυγούστου του 2008, οι ίδιοι αναλυτές αξιολόγησαν το ίδιο προϊόν με «Β3», δηλαδή 14 «σκάλες» χαμηλότερα και επομένως ως προϊόν υψηλού ρίσκου!
Αυτόν τον χρόνο (2009), η αξιολόγησή του είναι πια «Ca», δηλαδή είναι σχεδόν άνευ αξίας και οφείλει να «αποσβεστεί» (ως ζημία) από τις τράπεζες ή τους επενδυτές που το αγόρασαν.
STANDARD & POOR'S MOODY'S FITCH RATING
Θυγατρική του Ομίλου 16% Berkshire Hathaway 60% Fimalac
McGRAW-HILL 84% Ελεύθερη Διασπορά 40% Hearst Corp.
Τζίρος: 2.654.000.000 Τζίρος: 1.205.000.000 Τζίρος: 727.000.000
Κέρδη: 1.055.000.000 Κέρδη: 537.000.000 Κέρδη: 286.000.000
Προσωπικό: 8.500 Προσωπικό: 3.000 Προσωπικό: 2.300
Εκείνη ακριβώς την εποχή ο John Moody, ένας πανέξυπνος χρηματοοικονομικός αναλυτής, διέγνωσε το πρόβλημα και διέκρινε τη λύση του, δημιουργώντας το 1909 την πρώτη εταιρεία αξιολόγησης πιστωτικών κινδύνων......
Επινοώντας την αξιολόγηση με τα αρχικά γράμματα του αλφαβήτου (ABC), καθιέρωσε τη βαθμολογία «ΑΑΑ» (και τα παράγωγά της), που έκτοτε υποδηλώνει το χαμηλότερο δυνατό ρίσκο με το οποίο βρίσκεται αντιμέτωπος ένας επενδυτής όταν δανείζει τα χρήματά του σε μία επιχείρηση (σε ένα κράτος κ.λπ.).
Σύντομα, το 1916, εισήλθε στον χώρο η Standard Statistics (η σημερινή Standard & Poor’s), ενώ ακολούθησε η Fitch (1924). Αυτό το ολιγοπώλιο, το «trio inferno» (η τριάδα-κόλαση, ελληνιστί), όπως πλέον αποκαλείται διεθνώς, κατέχει σήμερα το 95% της παγκόσμιας αγοράς. Ο πίνακας είναι αποκαλυπτικός.
Έτσι, σταδιακά, μπαίνουν οι βάσεις για την... επικυριαρχία των περίφημων «τριών αδελφών». Σύμφωνα με μελέτη του κ. Β. Βιλιάρδου (οικονομολόγος - πτυχιούχος ΑΣΟΕΕ με μεταπτυχιακές στο Hamburg Universitat), τόσο ο τζίρος όσο και τα τεράστια καθαρά κέρδη των «τριών αδελφών», τα οποία πλησιάζουν το 40%, αναδεικνύουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τη διαχρονική αξία της επιχειρηματικής ιδέας.
Η είσοδος δε του κ. Warren Buffett στη Moody’s (αυξημένη πληροφόρηση, ενδεχομένως «έγκαιρη» γνώση των αξιολογήσεων πολλών εταιρειών κ.λπ. - εάν τυχόν γνωρίζεις από πριν την ύστερη υποτίμηση της πιστοληπτικής ικανότητας μίας επιχείρησης ή ενός κράτους, μπορείς να κερδίσεις τεράστια ποσά) ερμηνεύει, σε κάποιον βαθμό βέβαια, ένα μέρος των πασίγνωστων επενδυτικών επιτυχιών του.
Παραμένει φυσικά παράδοξο το γεγονός ότι οι υπόλοιπες ανεπτυγμένες οικονομίες (Ε.Ε., Ιαπωνία κ.λπ.) δεν κατάφεραν ή δεν φρόντισαν να δημιουργήσουν ανάλογες εταιρείες, αφήνοντας έρμαια στις διαθέσεις των αμερικανικών εταιρειών αξιολόγησης τόσο τις επιχειρήσεις τους όσο και τους δημόσιους τομείς τους (αλίμονο σε μία επιχείρηση ή σε ένα κράτος που τυχόν βρεθεί, για παράδειγμα, στο στόχαστρο της Standard & Poor’s).
Πώς «δουλεύει» το σύστημα
Περαιτέρω, τον Ιούνιο του 1999, όταν ξεκίνησε η συνθήκη της Βασιλείας ΙΙ, στο πλαίσιο της οποίας λειτουργούν (επιβλέπονται) τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, αποφασίστηκε η συσχέτιση της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών με τη «νόμιμη» αξιολόγηση των επενδυτικών τους τοποθετήσεων.
Τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα δηλαδή, τα οποία επενδύουν σε χρεόγραφα με υψηλή πιστωτική αξιολόγηση, χρειάζεται να δεσμεύουν σημαντικά χαμηλότερα εγγυητικά κεφάλαια - οπότε μπορούν να πολλαπλασιάζουν τις πιστώσεις τους (ακολούθησε ο χορός της υπερχρέωσης και η απόλυτη ηγεμονία των εταιρειών αξιολόγησης).
Για παράδειγμα, σύμφωνα με τους κανόνες της Βασιλείας ΙΙ, για την αγορά ενός επενδυτικού προϊόντος αξίας 1.000.000 ευρώ, με αξιολόγηση «ΑΑΑ», η τράπεζα υποχρεώνεται να κατέχει ίδια κεφάλαια ύψους μόλις 5.600 ευρώ (περίπου 178 φορές λιγότερα). Εάν όμως η αξιολόγηση του προϊόντος μειωθεί στο «Ba1», τότε το πιστωτικό ίδρυμα οφείλει να αυξήσει τα ίδια κεφάλαιά του, για το ίδιο προϊόν, στις 200.000 ευρώ (μόλις 5 φορές λιγότερα, έναντι 178 του προηγουμένου).
Τέλος, εάν η αξιολόγηση μειωθεί ακόμη περισσότερο, στο «B1», τότε η τράπεζα είναι υποχρεωμένη να διατηρεί ολόκληρο το ποσό (100%) ως «αντίκρισμα» - επομένως χρειάζεται 178 φορές περισσότερα ίδια κεφάλαια για ένα χρεόγραφο «Β1» από ό,τι για ένα χρεόγραφο με την αξιολόγηση «ΑΑΑ» (ας φανταστούμε εδώ τι σημαίνει για μια χώρα -η οποία έχει διαθέσει ομόλογα του Δημοσίου της στις τράπεζες- η ενδεχόμενη υποτίμηση της πιστοληπτικής της ικανότητας: σε σχέση τόσο με το επιτόκιο που η ίδια πληρώνει όσο και με τα επιπλέον κεφάλαια που πρέπει να δεσμεύσουν ξαφνικά οι τράπεζες οι οποίες έχουν ήδη αγοράσει τα ομόλογά της).
Ως εκ τούτου, η αξιολόγηση έχει άμεση σχέση τόσο με την κεφαλαιακή επάρκεια όσο και με τον όγκο των συναλλαγών ενός πιστωτικού ιδρύματος, αφού όσο καλύτερη αξιολόγηση διαθέτουν τα προϊόντα (χρεόγραφα) στα οποία επενδύει, τόσο λιγότερα ίδια κεφάλαια χρειάζεται και τόσο περισσότερες πιστώσεις μπορεί να προσφέρει στους υπόλοιπους πελάτες του (χρηματοδότηση μικρομεσαίων επιχειρήσεων, καταναλωτών κ.λπ.).
Από την αντίθετη πλευρά, όταν μειώνεται η αξιολόγηση των χρεογράφων, στα οποία έχει ήδη επενδύσει η τράπεζα, είναι υποχρεωμένη να αποσύρει πολλαπλάσιες πιστώσεις από την κανονική αγορά, έτσι ώστε να διατηρήσει την υποχρεωτική από τη νομοθεσία κεφαλαιακή της επάρκεια - με δυσμενείς συνέπειες αφενός μεν για την πραγματική οικονομία (πιστωτική παγίδα), αφετέρου δε για την ίδια (μείωση του τζίρου και των κερδών της).
Συνεχίζοντας, όσον αφορά στις υπόλοιπες επιχειρήσεις, όσο καλύτερη αξιολόγηση έχουν τόσο ευκολότερα δανείζονται από τις τράπεζες, τόσο χαμηλότερα επιτόκια πληρώνουν και τόσο φθηνότερες τιμές ή μεγαλύτερες πιστώσεις λαμβάνουν από τους προμηθευτές τους (επηρεάζεται ακόμη και η χρηματιστηριακή τιμή τους, αφού πολλά επενδυτικά ταμεία είναι υποχρεωμένα να τοποθετούνται μόνο σε τίτλους που διαθέτουν την υψηλότερη αξιολόγηση - «ΑΑΑ»).
Όσον αφορά στις ασφαλιστικές εταιρείες, διαπιστώνουμε αντίστοιχες... επιδράσεις - ιδιαίτερα σε αυτές που ασφαλίζουν, μέσω των CDOs, επενδυτικά προϊόντα ή ομόλογα του Δημοσίου. Τα ετήσια ασφάλιστρα, δηλαδή, ή τα «επιτόκια» (αποδόσεις) των CDOs διαμορφώνονται ανάλογα με την αξιολόγηση του ασφαλιζομένου.
Τα ίδια σχεδόν ισχύουν και για τα κράτη, των οποίων ο δανεισμός καθώς επίσης και το επιτόκιό του είναι μεγέθη απολύτως ανάλογα της αξιολόγησής τους - δηλαδή όσο χαμηλότερη είναι η αξιολόγησή τους τόσο περισσότερους τόκους εισπράττουν οι πιστωτές τους για το αυξημένο ρίσκο τους (για παράδειγμα, όταν ένα κράτος δανείζεται 300 δισ. ευρώ, όσο υποθέτουμε το δικό μας, τότε 2% μεγαλύτερο επιτόκιο σημαίνει 6 δισ. ευρώ επιπλέον ετήσιους τόκους!) και τόσο δυσκολότερη είναι η πρόσβασή τους στις διεθνείς χρηματαγορές.
--- Τεράστια δύναμη
Από όλα τα παραπάνω τεκμηριώνεται μάλλον επαρκώς η τεράστια ισχύς των εταιρειών αξιολόγησης, που ουσιαστικά είναι αυτές που αποφασίζουν για τις τύχες των τραπεζών, των επιχειρήσεων, των ασφαλιστικών εταιρειών, των νέων επενδυτικών προϊόντων και των ίδιων των κρατών.
Δεν θα ήμασταν ίσως υπερβολικοί εάν ισχυριζόμασταν ότι τόσο το μέλλον του καπιταλιστικού συστήματος όσο και η σημερινή ή οι μελλοντικές κρίσεις του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος βρίσκονται σε άμεση σχέση με τις τρεις αμερικανικές εταιρείες αξιολόγησης - με το «trio inferno».
Ας μην ξεχνάμε ότι ακριβώς αυτές, δίνοντας βαθμολογία «ΑΑΑ» σε πολλά «μη αξιολογήσιμα» CDOs, βασισμένα στα γνωστά μας ενυπόθηκα στεγαστικά δάνεια χαμηλής εξασφάλισης (subprimes), οδήγησαν το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα στο χείλος της αβύσσου - θα είχε μάλλον καταστραφεί εάν δεν παρενέβαιναν, αμέσως και από κοινού, όλα τα κράτη για να το διασώσουν, διακινδυνεύοντας μια δημοσιονομική κρίση άνευ προηγουμένου.
--- Χωρίς κανέναν έλεγχο
Βέβαια, υποθέτει κανείς ότι μια τόσο ευαίσθητη χρηματοπιστωτική λειτουργία όσο αυτή της αξιολόγησης υπόκειται στον αυστηρό έλεγχο του κράτους στο οποίο έχουν την έδρα τους οι συγκεκριμένες εταιρείες - αν όχι σε έναν διεθνή ελεγκτικό οργανισμό. Συμβαίνει όμως ακριβώς το αντίθετο: πρόκειται για τρεις ιδιωτικές επιχειρήσεις, με έδρα τη Νέα Υόρκη, οι οποίες δεν υπόκεινται στον έλεγχο κανενός. Η μοναδική τους υποχρέωση είναι η μεγιστοποίηση του κέρδους τους!
Ακόμη χειρότερα, οι όποιες αξιολογήσεις τους δεν χρειάζεται καν να είναι σωστές. Ουσιαστικά εκφράζουν την υποκειμενική άποψη των τριών εταιρειών, κάτι ανάλογο δηλαδή με αυτήν των δημοσιογράφων του οικονομικού Τύπου, οι οποίοι αναλύουν εισηγμένες ή άλλες επιχειρήσεις, χωρίς να αναλαμβάνουν την παραμικρή προσωπική ευθύνη και χωρίς να ελέγχονται από κάποιους ειδικούς για τα γραφόμενά τους.
Εξαιτίας αυτού του γεγονότος, επειδή δηλαδή εκφράζουν απλώς τις υποκειμενικές απόψεις τους «επιφυλασσόμενες», δεν μπορεί κανένας δημόσιος ή άλλος οργανισμός να τις καλέσει σε απολογία - πόσο μάλλον να τις κατηγορήσει ή να καταθέσει αγωγές εναντίον τους.
Επιπλέον (το «ετεροβαρές ρίσκο» στην απόλυτη επικράτησή του, σε συνδυασμό με «δικαιοπρακτικά» αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα), οι εκτιμήσεις τους πληρώνονται από τους χρεώστες: από αυτούς δηλαδή που ζητούν να αξιολογηθούν για να δανειστούν χρήματα και όχι από τους πιστωτές τους, οι οποίοι τους δανείζουν!
Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥΣ ΣΤΑ CDOs
Το παράδειγμα μιας συζήτησης που διεξήχθη στις ΗΠΑ (Washington) σε σχέση με τις αποτυχημένες, τις καταστροφικές καλύτερα, αξιολογήσεις των CDOs από τις συγκεκριμένες εταιρείες είναι εξαιρετικά διαφωτιστικό - όσον αφορά τουλάχιστον στη συμπεριφορά των εταιρειών αξιολόγησης: «Θα μπορούσαμε ποτέ πια να σας εμπιστευτούμε;» ρώτησε τον υπεύθυνο της Moody’s ένας ασφαλιστής, μετά την εκκωφαντική έκρηξη της αγοράς των δομημένων προϊόντων η οποία ακολούθησε την πτώχευση της Lehman Brothers.
«Ίσως δεν είναι λογικό να στηρίζεστε αποκλειστικά στις δικές μας αξιολογήσεις», απάντησε αυτός με ήρεμη, εντελώς αποστασιοποιημένη φωνή. «Αλλά μέχρι σήμερα οφείλαμε να εμπιστευόμαστε τις τοποθετήσεις σας». «Καταλαβαίνω... Μάλιστα...», απάντησε ο υπεύθυνος της Moody’s, «Όμως, όταν χρησιμοποιείτε αξιολογήσεις, θα πρέπει να αποφασίζετε μόνος σας τι ακριβώς κάνετε με αυτές»...
Ίσως πρέπει να θυμηθούμε πώς, μεταξύ των ετών 2003 και 2006, ο όγκος των CDOs τετραπλασιάστηκε, ξεπερνώντας το 1 τρισ. δολάρια σε ετήσια βάση. Αν και κανένας επενδυτής δεν καταλάβαινε τι αγόραζε (άλλωστε ήταν ρεαλιστικά αδύνατον να γίνουν σωστά τόσο πολλές αξιολογήσεις, από τρεις μόνο εταιρείες), οι πάσης φύσεως επενδυτές (τράπεζες κ.λπ.) αρκούνταν στην αξιολόγηση «ΑΑΑ», η οποία υποδηλώνει σχεδόν μηδενικό ρίσκο, και δεν ερευνούσαν τίποτα παραπάνω.
Έτσι, από ένα μικρό κομμάτι της συνολικής αγοράς (niche) δημιουργήθηκε μία τεράστια μηχανή παραγωγής «σκοτεινών» χρημάτων, καθ’ όλα νόμιμων, η οποία συνεπήρε τα πάντα στην καταστροφική πορεία της.
Το 2006, σχεδόν το 44% του τζίρου των εταιρειών αξιολόγησης προερχόταν από τα δομημένα χρηματοπιστωτικά προϊόντα, στα οποία οφειλόταν το 80% των συνολικών κερδών τους. Στην πραγματικότητα, πριν ακόμη εκδοθεί ένα τέτοιο δομημένο προϊόν, με στόχο την πώλησή του στην αγορά, οι εκδότριες τράπεζες ρωτούσαν για την αξιολόγησή του - ουσιαστικά ενημερώνονταν για το πώς θα έπρεπε να... κατασκευαστεί, έτσι ώστε να αξιολογηθεί, εκ μέρους μιας από τις «τρεις αδελφές», με «ΑΑΑ».
Όπως είναι φυσικό, οι εταιρείες αξιολόγησης «βοηθούσαν» στη σωστή... κατασκευή (αντί να ελέγχουν δηλαδή εκ των υστέρων το προϊόν, έδιναν εκ των προτέρων τις «προδιαγραφές» του), αφού αμέσως μετά την εισαγωγή του προϊόντος εισέπρατταν το 50% της αμοιβής τους - μέχρι και 500.000 δολάρια.
Φυσικά, όλα όσα έχουμε αναφέρει, αφού σταμάτησαν για λίγο χρονικό διάστημα, συνεχίζονται ξανά - προφανώς κανένας δεν θέλει να χάσει μία τόσο μεγάλη πηγή εσόδων και κερδών. Ήδη, σε προηγούμενο άρθρο μας, αναφερθήκαμε στους εξελιγμένους «απογόνους» των CDOs, στα δομημένα προϊόντα δηλαδή της δεύτερης γενιάς, στα re-remics.
Τα καταστροφικά αυτά εργαλεία ουσιαστικά βοηθούν τις τράπεζες (με τις... ευχές των ανήμπορων να αντιδράσουν σωστά κρατών) να «αναμορφώσουν» (να ωραιοποιήσουν) τους ισολογισμούς τους, έτσι ώστε να μπορέσουν ξανά να χρηματοδοτήσουν την πραγματική οικονομία - για να ξεφύγει η πραγματική οικονομία, η βιομηχανία και το εμπόριο δηλαδή με τη σειρά τους, από την υφιστάμενη παγίδα ρευστότητας.
Έτσι, η Moody’s ανακοίνωσε ξανά αυξημένες προβλέψεις κερδών για το 2009, ενώ οι κρατικές ελεγκτικές υπηρεσίες παρακολουθούν αμέτοχες, ανίκανες καλύτερα να αντιδράσουν, αφού ο δημόσιος έλεγχος των εταιρειών αξιολόγησης, των μεθόδων εξαπάτησης καλύτερα που χρησιμοποιούν (σύμφωνα βέβαια με τις καταγγελίες του κ. Ε. Kolchinsky, ανώτατου πρώην στελέχους της Moody’s) δεν είναι ακόμη υποχρεωτικός.
Ολοκληρώνοντας, για να αιτιολογήσουμε περισσότερο το έγκλημα που συντελείται και παραμένει ατιμώρητο, αναφέρουμε το δομημένο ομόλογο «Balta 2006-8 1Α2», το οποίο εμπεριέχει ενυπόθηκα δάνεια χαμηλής εξασφάλισης των ΗΠΑ (subprimes), σε μία... καινούργια συσκευασία.
Το «χρεόγραφο» αυτό αξιολογήθηκε τον Μάρτιο του 2008 με «ΑΑΑ», δηλαδή θεωρήθηκε τόσο σίγουρο όσο ένα βιβλιάριο καταθέσεων. Στα τέλη Αυγούστου του 2008, οι ίδιοι αναλυτές αξιολόγησαν το ίδιο προϊόν με «Β3», δηλαδή 14 «σκάλες» χαμηλότερα και επομένως ως προϊόν υψηλού ρίσκου!
Αυτόν τον χρόνο (2009), η αξιολόγησή του είναι πια «Ca», δηλαδή είναι σχεδόν άνευ αξίας και οφείλει να «αποσβεστεί» (ως ζημία) από τις τράπεζες ή τους επενδυτές που το αγόρασαν.
STANDARD & POOR'S MOODY'S FITCH RATING
Θυγατρική του Ομίλου 16% Berkshire Hathaway 60% Fimalac
McGRAW-HILL 84% Ελεύθερη Διασπορά 40% Hearst Corp.
Τζίρος: 2.654.000.000 Τζίρος: 1.205.000.000 Τζίρος: 727.000.000
Κέρδη: 1.055.000.000 Κέρδη: 537.000.000 Κέρδη: 286.000.000
Προσωπικό: 8.500 Προσωπικό: 3.000 Προσωπικό: 2.300
Δημοσίευση σχολίου